Τι σημαίνει το μηχανοπρεπές βήμα των βαρβάρων που κυκλώνει τα πλακόστρωτα της πλατείας και ακούγεται στην άσφαλτο του δρόμου; Τι συμβαίνει αλήθεια όταν ανάμεσα σε πολλά αδιάφορα άλλα συνηθίζουμε- για χρόνια τώρα- τον ήχο των ξιφολογχών να ακονίζονται στα πεζοδρόμια; Τι σημαίνει ένα ανοιγμένο, ραμμένο κεφάλι, μια μαχαιρωμένη καρδιά, ένα μελανιασμένο πρόσωπο, ένα αναίσθητο και αιμόφυρτο σώμα; Σημαίνουν ανάμεσα στα άλλα ότι ο κόσμος έχει πάψει προ πολλού να διέπεται από την αρχή της ελπίδας, ότι αυτό που δεν είχε δικαίωμα να συμβεί, συμβαίνει μια χαρά και κατ’ εξακολούθηση, αλλά πάνω απ’ όλα ότι αυτό που ονομάζουμε πνεύμα έχει ήδη –έστω και σ’ ένα βαθμό- παραδοθεί, συντετριμμένο κάτω από το όνειδος της ανοχής και άρα και της συνενοχής στη βαρβαρότητα: το χέρι που δεν σηκώθηκε να προστατεύσει, το βλέμμα που συνήθισε να παρατηρεί απαθές, το στόμα που έμενε κλειστό, ήταν αυτά τα ίδια που εξοβέλισαν. Πού δεν κατάλαβαν ποτέ ότι το υποκείμενο είναι αυτός που υποφέρει, ότι εκεί όπου υπάρχει πληγή υπάρχει το υποκείμενο για το οποίο εγώ, πρώτα απ’ όλους, είμαι απείρως υπεύθυνος.
Τι μας συνέβη και παραιτηθήκαμε έστω και σε έναν βαθμό από τις όποιες πνευματικές αξιώσεις εγείραμε τα τελευταία 40 χρόνια, από την επιταγή να μην είμαστε μόνο αυτοί που είμαστε αλλά και αυτοί που θα γίνουμε, από την αξίωση κάποιας υπέρβασης και μεταρσίωσης, από την επιταγή και το τραγούδι της νιότης μας που έπαιρνε όρκο πως ‘δεν θα περάσει ο φασισμός’; Τι ακριβώς συνέβη και συμφιλιωθήκαμε με τον ήχο της ξιφολόγχης που ακονίζεται στα πεζοδρόμια και χαράσσει πρόσωπα;
Σήμερα μετά τις διώξεις και τις συλλήψεις των φασιστών, το 22% των συμπολιτών μας δεν θεωρεί την ΧΑ εγκληματική οργάνωση και ένα άλλο 12% δεν γνωρίζουν ή δεν απαντούν, ενώ το 28% δεν τη θεωρούν καν επικίνδυνη. Είναι νομίζω πρόδηλο ότι τα βαθύτερα αίτια της εξάπλωσης ανάμεσά μας της πίστης στο ‘μίασμα του υπανθρώπου’ χρειάζεται να αναζητηθούν σε μία υπαρξιακή παρανόηση που προέρχεται από μία ακραία άρνηση του άλλου. Όταν μόνο το κοινότοπο αναπαράγεται ενώπιον του ανθρώπου με ανεπαίσθητες παραλλαγές, όταν ο μόνος τόπος που αυτός οικειώνεται είναι ο τόπος του εν γένει ‘δικού του’, που είναι πάντοτε ένας τόπος κλειστός, όταν το μεταφορικό αντλείται μόνο από το εθνικό, και το πολιτισμικό δεν έχει στόχο να υπερβεί – και αισθητικά και ηθικά- την πραγματικότητα, αλλά περιορίζεται σε μία πραγματολογική δήλωση ενός παθητικού οίκτου για τον εαυτό και συρρικνώνεται σε μια ρηχή και ύποπτη ευαισθησία, τότε ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται την ενοίκηση του κόσμου σαν μια βολική επιβεβαίωση του ιδίου, σαν μια χρονική ακινησία, σαν έναν ασφαλή επαρχιωτισμό. Και τότε ακόμα και όταν συζεί, δεν αντιλαμβάνεται τον άλλον και παρανοεί την υπαρξιακή του δέσμευση απέναντι σε όλους τους άλλους, σε κάθε άλλον, σαν κάποια ανεκτικότητα και ανοχή που ο ίδιος ενίοτε μπορεί να επιδεικνύει, αλλά όποτε θέλει μπορεί να την αποσύρει. Όπως μπορεί να αποσύρει και τη δέσμευση να μη σιωπά και να συντρέχει όποτε η ασφάλειά του πραγματικά ή φαντασιακά νοιώθει πως απειλείται, και βέβαια τη δέσμευσή του από το δίκαιο αφού δεν κατανοεί πως αν έστω μία φορά το παραβιάσει, αυτό με μία έννοια παύει να ισχύει.
Πότε αλήθεια συζητήσαμε ουσιαστικά στην Ελλάδα όχι για το ‘μεταναστευτικό πρόβλημα’ αλλά για τον μετανάστη, τον άνθρωπο μετανάστη, τον άλλον; Αν πράγματι το πρόσωπο του άλλου που μας αντικρίζει προβάλλει την επιταγή ‘ου φονεύσεις’, αν πράγματι καθένας πορεύεται στον κόσμο με την προσμονή ότι αν του συμβεί κάτι κάποιος άλλος θα τον συντρέξει, δεν θα σιωπήσει και θα υψώσει τη φωνή του για να διαμαρτυρηθεί στο όνομά του, τότε το ερώτημα προβάλλει αμείλικτο: αν σύμφωνα με το συνήγορο του πολίτη μόνο από την 1.1 2012 μέχρι τις 30.4.2013 καταγγέλθηκαν 281 ρατσιστικές επιθέσεις, υπήρξαν 410 τραυματίες και 4 νεκροί, πόσοι φόνοι και επιθέσεις έγιναν τα τελευταία χρόνια και εμείς δεν μιλήσαμε; Πόσες άλλες επιθέσεις δεν καταγγέλθηκαν από τα θύματα και πόσες καταγγείλαμε εμείς; Πως αντιδράσαμε όταν απ’ ότι φαίνεται τα θύματα γύρω μας ήταν όσα τα θύματα από συνεχείς βομβαρδισμούς σε μία μεγάλη πόλη και όταν μαθαίναμε πως μόλις χθες έπεφτε δίπλα μας άλλος ένας νεκρός;
Οι σημερινές αποκαλύψεις όσο φρικιαστικές κι αν είναι δεν μπορούν να αποκρύψουν το κοινό μας μυστικό: όλοι γνωρίζαμε, όλοι λίγο πολύ αποστρέψαμε το πρόσωπό από τον κακοποιημένο άλλον. Όλοι αγνοήσαμε ή ξεχάσαμε κάποιον δολοφονημένο μη κατανοώντες ότι αν παραβλέψουμε έστω έναν κακοποιημένο ή ένα νεκρό, προσκαλούμε εμείς το θάνατο. Οι μνήμες άλλων τέτοιων θανάτων πάντως έχουν ξεφτίσει προ πολλού. Ποτέ δεν συζητήσαμε στην Ελλάδα ουσιαστικά για το Ολοκαύτωμα, όπως δεν συζητήσαμε για τα γκούλαγκ και βέβαια δεν συζητήσαμε και δεν αναρωτηθήκαμε αυτό το απλό αλλά θεμελιώδες για τον εικοστό και απ’ ότι φαίνεται και τον εικοστό πρώτο αιώνα ερώτημα: Πως είναι δυνατόν ακόμα σήμερα ένας άνθρωπος να κρατά στα χέρια του όπλα;
Η ανακούφιση και η χαρά μας για την επιβεβλημένη εδώ και χρόνια δίωξη και την προσωρινή κράτηση των ναζιστών της Χ.Α., δεν πρέπει να μας οδηγήσει να λησμονήσουμε ξανά ότι η μάχη εναντίον του φασισμού θα είναι μακρόχρονη και θα κερδηθεί τελικά μόνο εκ των έσω. Ότι είναι μία πνευματική μάχη που ήδη κινδυνεύουμε να χάσουμε μέσα στην μακρόχρονη, εκκωφαντική σιωπή μας, την απίστευτη ανοχή και την αδιαμφισβήτητη συνενοχή μας. Γιατί αποδείχτηκε νομίζω ξεκάθαρα ότι χωρίς τη συνδρομή της Ασφάλειας στον Άγιο Παντελεήμονα και αλλού δεν θα επωαζόταν κανένα αυγό, χωρίς την τύφλωση και εγκληματική ανοχή της δικαιοσύνης θα είχαν διωχτεί χρόνια τώρα εκατοντάδες τραμπούκοι και ότι χωρίς την ανοχή και τη συνενοχή αλλεπάλληλων κυβερνήσεων δεν θα φτάναμε εδώ. Όμως αποδείχτηκε επίσης ότι με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν μιλήσαμε όσο δυνατά έπρεπε, όταν επιβαλλόταν από τη δέσμευσή μας στον Άλλον, για έναν άλλον.
Και βέβαια αυτή η δική μας αριστερά που συνεχίζει να διατείνεται για την ηθική της υπεροχή και διεκδικεί a priori θετικά πρόσημα ηθικής σε πολιτικές, ιστορικές αφηγήσεις και ιδεολογικές επιλογές, ας αναλογιστούμε τι ακριβώς έκανε τις τελευταίες δεκαετίες, όχι για να υπερασπιστεί κεκτημένα που ποτέ δεν αξίζαμε, αλλά για την υπεράσπιση του κατ’ εξοχήν αδυνάμου, του sans papiers, του ξένου.