Τι γίνεται με τη «μεσαία τάξη»;

Γιάννης Βούλγαρης 07 Ιουν 2021

Η βαθμιαία έξοδος από την πανδημία, δοκιμαστική και αβέβαιη ακόμα, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο, όπου η ατομική και συλλογική επιθυμία άμεσης επούλωσης των πληγών συμπλέκεται με την μακροπρόθεσμη ανάγκη μεταρρύθμισης της χώρας ενόψει τη νέας εποχής που βαδίζει ο Κόσμος. Το στοίχημα δεν είναι μια βραχύβια οικονομική εκτίναξη, αλλά η εκ παραλλήλου δημιουργία των προϋποθέσεων μιας σταθερής και μακρόβιας ανάπτυξης. Δεν είμαστε οι μόνοι που αντιμετωπίζουμε αυτή την πρόκληση. Στην Ιταλία, μια χώρα που έχει παγιδευτεί εδώ και χρόνια στη στασιμότητα, ο Μάριο Ντράγκι έκανε έκκληση για πολιτική ενότητα ως προϋπόθεση μιας νέας πορείας καινοτομίας, ανταγωνιστικότητας, κοινωνικής συνοχής και ελπίδας στο μέλλον. Σε εμάς η πολιτική ενότητα είναι ακόμα πιο δυσεύρετη. Η τελευταία δεκαετία μάς κληρονόμησε τον μιθριδατισμό της εχθροπάθειας, καθώς ενστάλαξε το δηλητήριο της πολιτικής χυδαιότητας, όπου οι λέξεις μπορεί να αλλάζουν, αλλά το ήθος μένει το ίδιο. Στη γενιά μου το λέγαμε απλώς φασιστικό γιατί το χρησιμοποιούσαν οι χουντικοί.


Έτσι λοιπόν η Ελλάδα σήμερα είναι αναγκασμένη να κοιτάξει το μέλλον παρακάμπτοντας το κομματικό τοπίο και αναζητώντας αλλού θετικά αντίβαρα. Τέτοια αντίβαρα, λέγαμε, ότι θα ήταν η διαμόρφωση ενός νέου «ζωτικού κέντρου», μιας κοινωνικής πλειοψηφίας που θα τέμνει εγκάρσια τις πολιτικές παρατάξεις κινούμενη στο πνεύμα αυτής της νέας προοδευτικής ατζέντας που φαίνεται να σχηματίζεται στις δυτικές κοινωνίες: οικολογία, πολιτικός φιλελευθερισμός, κοινωνική συμπεριληπτικότητα, εξωστρεφής δημιουργικός πατριωτισμός (ΤΑ ΝΕΑ, 17/4 και 15//5/2021).


Για να είναι πλειοψηφικό αυτό το νέο κοινωνικό κέντρο δεν μπορεί παρά να είναι διαταξικό. Όμως καθοριστική επίδραση θα έχει η δυναμική και η μορφολογία των μεσαίων στρωμάτων, η περίφημη «μεσαία τάξη». Κάτι τέτοιο μας διδάσκει η πρόσφατη ιστορία μας. Τα τελευταία εβδομήντα χρόνια, η κοινωνική κατάσταση, η συμπεριφορά και η κουλτούρα των μεσαίων στρωμάτων, συμβάδισαν και αλληλεπέδρασαν με την εξέλιξη του πολιτικού μας συστήματος. Δυστυχώς, η «μεσαία τάξη» έχει απασχολήσει πολύ περισσότερο τους ειδικούς της πολιτικής επικοινωνίας στη χώρα μας, παρά την κοινωνιολογία. Καλοδεχούμενο λοιπόν το βιβλίο του καθηγητή Παναγή Παναγιωτόπουλου Περιπέτειες της μεσαίας τάξης. Κοινωνιολογικές καταγραφές στην Ελλάδα της ύστερης μεταπολίτευσης (Επίκεντρο, 2021) που μάς βοηθά να ανασυστήσουμε την εξέλιξή της, αναγκαία προϋπόθεση για να στοχαστούμε τη σημερινή κατάσταση.

Τρεις διαφορετικές ταυτότητες της μεσαίας τάξης διαμορφώνονται σε τρεις αντίστοιχες ξεχωριστές περιόδους της μεταπολεμικής μας ιστορίας. Η πρώτη έχει αποθανατιστεί με την ονομασία «νοικοκυραίοι». Αφορούσε την παλαιά μεσαία τάξη των εμπόρων, των ελεύθερων επαγγελματιών, των δημοσίων υπαλλήλων σε μια Ελλάδα αγροτική και εκβιομηχανιζόμενη. Για κάποιους, εγγύηση μετριοπάθειας, προκοπής και υγιούς συντηρητικής ηθικής. Για άλλους, π.χ. για τον αστικό ή τον αριστερό ελιτισμό, αντικείμενο κριτικής αν όχι χλεύης. Σε κάθε περίπτωση, ούτε το πνεύμα της εποχής, ούτε η περιορισμένη κοινωνική της ισχύ τής επέτρεπε να ασκήσει σημαντική επιρροή στην πολιτισμική και ιδεολογική εξέλιξη της χώρας. Σύντομα όμως αυτός ο ενδιάμεσος κοινωνικός χώρος θα διευρυνθεί και θα μεταλλαχθεί ωθούμενος από τη ραγδαία μεταπολεμική ανάπτυξη, την αστικοποίηση και τη μαζικοποίηση της εκπαίδευσης, ιδίως στη δεκαετία του 1960. Η πόλη, και κυρίως η Αθήνα, θα γίνει το χωνευτήρι νέων πληθυσμών που θα συρρεύσουν, των λαϊκών συνοικιών της περιφέρειας που συνδέονταν όλο και πιο σταθερά σε έναν ενιαίο ιστό, των παλιών και νέων επαγγελματιών που πλήθυναν λόγω της ανάπτυξης με επίκεντρο την οικοδομή της αντιπαροχής. Το διαμέρισμα της πολυκατοικίας θα γίνει ο χώρος της οικογενειακής ζωής, το σύμβολο της κοινωνικής ανόδου αλλά και της βαθμιαίας ομογενοποίησης του τρόπου ζωής των (μικρο)αστικών και των ανερχόμενων λαϊκών στρωμάτων. Τα άτομα θα αρχίσουν να αποδεσμεύονται από παραδοσιακές κοινοτιστικές ταυτίσεις, θα εμφανιστούν τα σπέρματα μιας καταναλωτικής κουλτούρας, όπως και η προσδοκία μιας μη χειρωνακτικής εργασίας για τους ίδιους και σίγουρα για τα παιδιά τους. Η νέα κοινωνική κινητικότητα δεν θα αποτυπωθεί σε μια σαφή ταξική ταυτότητα, ούτε θα αποκτήσει επαρκές μέγεθος ώστε να αποτελέσει το «κοινωνικό κέντρο» της περιόδου. Σπάζοντας όμως το θεσμικό πλαίσιο της ελεγχόμενης μετεμφυλιακής δημοκρατίας, θα εγείρει ζητήματα αναδιανομής και εκδημοκρατισμού. Η Δικτατορία θα ανακόψει προσωρινά την προοπτική του εκδημοκρατισμού, αλλά όχι τη ροπή προς την καταναλωτική ευημερία. Δεν κατόρθωσε να συγκροτήσει ένα δικό της πολιτισμικό και πολιτικό πρότυπο «νοικοκυραίων», αν και εκχυδάισε τις αισθητικές εκδηλώσεις του νέου καταναλωτισμού και της διασκέδασης. Μόνο στη μεταπολιτευτική Ελλάδα θα αναδυθεί η νέα μεσαία τάξη, σαν ρευστή μεν αλλά κοινωνικά κυρίαρχη δύναμη με καθοριστική επίδραση τόσο στις ποικίλες πολιτισμικές πρακτικές όσο και στην πολιτική ζωή. Θα παραμείνει ένα ανομοιογενές κοινωνικό μόρφωμα με μεγάλες εισοδηματικές διαφορές στο εσωτερικό της, που ενοποιούνταν όμως μέσω του κοινού τρόπου ζωής και των κοινών εμπειριών: τη μαζική τηλεοπτική κουλτούρα, τη διασκέδαση, την οικιακή αναβάθμιση, τα ταξίδια στο εξωτερικό. Θα γίνει έτσι και το πεδίο αλλά και ο φορέας του κοινωνικού εκσυγχρονισμού, της νέας καταναλωτικής κουλτούρας και του μοντέρνου ναρκισσιστικού ατομισμού. Θα διεκδικήσει και θα ωφεληθεί από τη διεύρυνση του Δημόσιου, από την επέκταση της παντοειδούς κρατικής προστασίας, τραβώντας την στα άκρα με τον εξωτερικό δανεισμό, σε βαθμό που θα τραβήξει το χαλί κάτω από τα ίδια της τα πόδια, όταν άλλαξε το διεθνές περιβάλλον με την παγκόσμια κρίση του 2008. 


Όπως βλέπουμε η όλη εικόνα είναι η εθνική εκδήλωση μιας γενικότερης κίνησης των μεταπολεμικών δυτικών κοινωνιών. Τα μεσαία στρώματα ήταν οι ωφελημένοι του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου και τώρα αισθάνονται τους τριγμούς του. Μειώνεται το βάρος τους, αυξάνονται οι εσωτερικές διαφοροποιήσεις, χάνεται η αισιοδοξία για κοινωνική ανοδικότητα, αυξάνει η πολιτισμική και ψυχολογική επισφάλειά τους, αδυνατίζει η κεντρομόλα δυναμική που ασκούσαν. Η αποδυνάμωση των μεσαίων στρωμάτων ήταν μία από τις βασικές αιτίες ανόδου του λαϊκιστικού κύματος την τελευταία δεκαετία στις δυτικές κοινωνίες. Και στην Ελλάδα εκδηλώθηκε η ίδια τροχιά, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αλλά κοινές τάσεις, τόσο στη μεταπολιτευτική φάση επέκτασης των μεσαίων στρωμάτων, όσο και στη μετέπειτα αποδυνάμωσής τους λόγω κρίσης. Άλλωστε, η άνοδος του εθικολαϊκισμού και η εμφυλιοπολεμική ατμόσφαιρα που ζήσαμε συναρτάται με την κρίση και τους διχασμούς των μεσαίων στρωμάτων της μεταπολίτευσης.


Αν αυτά ισχύουν, καταλαβαίνουμε γιατί σήμερα το πρόβλημα της «μεσαίας τάξης» έχει στρατηγικό και πολύπλευρο χαρακτήρα για τη χώρα μας. Το νέο παραγωγικό μοντέλο που χρειαζόμαστε για να αναβαθμιστεί η Ελλάδα στον διεθνή καταμερισμό εργασίας απαιτεί την ανασύνταξη των μεσαίων στρωμάτων ώστε να γίνουν περισσότερο παραγωγικά, λιγότερο εξαρτημένα από παρασιτικές προσόδους, με νέο κοινωνικό status που δεν θα βασίζεται μόνο στην καταναλωτική δυνατότητα αλλά και στη συμβολή τους στην εθνική προσπάθεια. Μπορεί μεν στις σύγχρονες συνθήκες να μην είναι δυνατόν να επαναληφθεί το επιβιωτικό αναπτυξιακό σθένος των γενεών που ανοικοδόμησαν την μεταπολεμική Ελλάδα, αλλά και με την ανέμελη  ευδαιμονία των γενεών της ύστερης μεταπολίτευσης δεν βγαίνουμε από το τέλμα. 

Πηγή: www.tanea.gr