Τι φταίει;

Δημήτρης Τσιόδρας 09 Οκτ 2018

thetoc.gr

H κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχει, ως συνήθως, μια πολύ απλή εξήγηση για όσα συμβαίνουν στο χρηματιστήριο και για την αναταραχή γύρω από τις τράπεζες: Φταίνε οι κερδοσκόποι, η αντιπολίτευση και φυσικά ο Στουρνάρας. Η οικονομία βρίσκεται σε καλή κατάσταση αλλά όλοι οι παραπάνω κάνουν περίεργα παιχνίδια. Οι πρώτοι οικονομικά, οι υπόλοιποι πολιτικά. Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Η χώρα ύστερα από τρία προγράμματα στήριξης παραμένει εξαιρετικά ευάλωτη και τα διαφόρων ειδών ρίσκα είναι πολύ υψηλά.

Η Ελλάδα μπήκε σε μνημόνιο το 2010 επειδή έχασε την πρόσβαση στις αγορές. ‘Ελαβε οικονομική στήριξη, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να προχωρήσει σε μεταρυθμίσεις. Να αποκαταστήσει τη δημοσιονομική ισορροπία, να εκσυγχρονίσει τη δημόσια διοίκηση, να προωθήσει αλλαγές που θα βοηθήσουν στην ενίσχυση της αναγωνιστικότητας της οικονομίας. Εννέα χρόνια μετά, οι δημοσιονομικές ισορροπίες έχουν αποκατασταθεί όμως η δημόσια διοίκηση δεν βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση ενω η χώρα όχι μόνο δεν έχει βελτιώσει τη θέση της στους δείκτες διεθνούς ανταγωνιστικότητας αλλά έχει κατρακυλήσει κατά 20 θέσεις στον Global Competitiveness Index. Βρισκόταν στην 67η θεση το 2008-2009 και στην 87η θέση το 2017-2018..

Η κυβέρνηση δεν δείχνει διάθεση προώθησης μεταρρυθμίσεων, αλλά αντιθέτως δίνει σήματα αντιστροφής τους. Η Ελλάδα παραμένει εκτός αγορών αφού τα επιτόκια δανεισμού κινούνται σε απαγορευτικά επίπεδα (4,6% για το 10ετες ομόλογο). Για τις τράπεζες και τη ΔΕΗ η κατάσταση παραμένει προβληματική. Η Τράπεζα Πειραιώς αναζήτησε κεφάλαια ύψους €500 εκ. και βρέθηκε μπροστά σε επιτόκιο της τάξεως του 12%. Το μήνυμα των αγορών ήταν απολύτως σαφές. Οι τράπεζες βρίσκονται μπροστά σε δύσκολους στόχους. Η υλοποίηση της υποχρέωσης για γρήγορη μείωση των “κόκκινων” δανείων, ύστερα από χρόνια καθυστερήσεων, κοστίζει πολύ ακριβά. Η μείωση των “κόκκινων” δανείων κατά €43 δις μέχρι το 2021 όπως προβλέπεται, αν δεν βρεθούν άλλα σχήματα, θα “ροκανίσει” πολύ σύντομα τα ίδια κεφάλαια και οι τράπεζες θα χρειαστούν νέα ανακεφαλαιοποίηση.

Στη ΔΕΗ η κατάσταση είναι εξαιρετικά προβληματική. Η επιχείρηση δείχνει αδυναμία να μειώσει κόστη και δανεισμό ενώ οι ανεξόφλητες οφειλές κινούνται στα 3 δισ. ευρώ. Την κατάσταση κάνει ακόμη πιο δύσκολη η αλματώδης αύξηση των τιμών των δικαιωμάτων ρύπων που φέτος έχουν υπερτριπλασιαστεί αγγίζοντας μέσα στον Σεπτέμβριο υψηλό δεκαετίας (έφτασαν στα 26 ευρώ ανά τόνο CO2 -από περίπου 5 ευρώ στις αρχές του 2017). Η ΔΕΗ λοιπόν ή πρέπει να προχωρήσει σε γενναία μείωση κόστους ή σε αύξηση τιμολογίων. Και οι δύο επιλογές είναι εξαιρετικά δύσκολες.

Το διεθνές περιβάλλον έχει επιβαρυνθεί. Το 2015, όταν η Ελλάδα αποφάσιζε να δοκιμάσει τις “σωτήριες” συνταγές Τσίπρα-Βαρουφάκη, η ευρωζώνη έμπαινε σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διευκόλυνε παρέχοντας φθηνή ρευστότητα μέσω του Προγράμματος Ποσοτικής Χαλάρωσης (QE). Η ένταξη σε αυτό ήταν και στόχος του κ.Τσίπρα, που δεν υλοποιήθηκε ποτέ, ούτε θα μπορούσε με τις επιλογές που έκανε. Σήμερα τα σύννεφα έχουν επανέλθει στον ευρωπαϊκό ορίζοντα με την Ιταλία να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. Στο τέλος του χρόνου τελειώνει το Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης και οι αναλυτές εκτιμούν ότι επίκειται ένας νέος γύρος παγκόσμιας ανόδου των επιτοκίων.

Στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί η πολιτική αβεβαιότητα. Εχουμε μπει ήδη σε προεκλογική περίοδο και είναι βέβαιο ότι πηγαίνοντας προς τις κάλπες ο κ.Τσίπρας θα “τινάξει τη μπάνκα στον αέρα” (όσο του επιτρέπεται από την ΕΕ), δυσκολεύοντας τα πράγματα για την επόμενη κυβέρνηση. Το ενδεχόμενο μιας νέας εκλογικής αναμέτρησης το 2020 με αφορμή την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας και μάλιστα με το σύστημα της απλής αναλογικής, εντείνουν την πολιτική αβεβαιότητα κι αυτό έχει σημαντική επίδραση στην οικονομία.

Αντι λοιπόν για την εφεύρεση φανταστικών εχθρών, καλό θα ήταν η κυβέρνηση να είναι πολύ προσεκτική στις κινήσεις και τις εξαγγελίες της. Παράλληλα θα συνέβαλε αποφασιστικά στην άρση της πολιτικής αβεβαιότητας η δέσμευση από τους κ.κ. Τσίπρα και Μητσοτάκη, όπως πρότεινε ο Στ.Θεοδωράκης,  για συναινετική εκλογή Προέδρου το 2020. Αλλά προφανώς τα παραπάνω δεν εμπίπτουν στις κυβερνητικές προτεραιότητες. Προέχει η ανάγκη εξασφάλισης όσο το δυνατόν υψηλότερου εκλογικού ποσοστού. Η χώρα έπεται.