Ειλικρινά, θα ήθελα να ρωτήσω τον πρόεδρο της ΓΣΕΕ Γ. Παναγόπουλο και τον πρόεδρο της ΑΔΕΔΥ Κ. Τσικρικά τι ακριβώς έχουν πρακτικά κερδίσει οι εργαζόμενοι με τις απανωτές, αλλεπάλληλες απεργίες, γενικές, ειδικές, εικοσιτετράωρες, σαρανταοκτάωρες κ.λπ.; Η γενική αίσθηση είναι ότι δεν κέρδισαν σχεδόν τίποτα σχετικό με Μνημόνιο και μέτρα (σκληρά και άδικα σε αρκετές περιπτώσεις) που υιοθετήθηκαν. Στον έναν ή στον άλλο βαθμό, έγινε αυτό που έκρινε ως επιβεβλημένο η τρόικα. Με άλλα λόγια, η αδιάκοπη κινητοποίηση μηνών υπήρξε, απλώς, αναποτελεσματική. Δεν σταμάτησαν τα μέτρα. Δεν ανέκοψαν τις τάσεις και τη δυναμική αύξησης της ανεργίας.
Ολα αυτά σημαίνουν ότι δεν θα έπρεπε να γίνουν κινητοποιήσεις, διαδηλώσεις, απεργίες κατά των μέτρων και του Μνημονίου; Κάθε άλλο. Επρεπε να γίνουν. Οταν το εισόδημα, το επίπεδο διαβίωσης ενός λαού, πλήττεται τόσο δραματικά, ο λαός δεν μπορεί παρά να διαδηλώνει, να διαμαρτύρεται, να απεργεί. Αλλά ζητούμενο είναι πώς οργανώνουν την κινητοποίηση αυτή οι θεσμικά υπεύθυνοι συνδικαλιστικοί φορείς. Μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι οργανώνονται όχι για να εκτονωθούν ή για να δηλώσουν το ιδεολογικό πιστεύω τους (αν και τα δύο μπορούν σε κάποιο βαθμό να ισχύουν), αλλά ως πράξη που αποβλέπει να φέρει συγκεκριμένα αποτελέσματα, να μεγιστοποιήσει το όφελος υπέρ των εργαζομένων, να αποτρέψει δηλαδή άδικα και εξόχως ζημιογόνα μέτρα. Ομως αυτό εμφανώς δεν έγινε. Τα μέτρα πέρασαν και εφαρμόζονται. Αντίθετα, έγινε κατάχρηση των απεργιών και ιδιαίτερα της «γενικής απεργίας».
Η γενική απεργία είναι μια κορυφαία πράξη του συνδικαλιστικού κινήματος. Δεν γίνεται κάθε πέντε ημέρες. Σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες (Βρετανία, Γαλλία) θεωρείται ακόμα το καταλυτικό γεγονός που μπορεί να ανατρέψει καταστάσεις, κυβερνήσεις, καθεστώτα, να νεκρώσει τη χώρα. Γι’ αυτό και καταφεύγουν στη γενική απεργία με ιδιαίτερη φειδώ και με στοχευμένη στρατηγική ώστε, κι αν ακόμη δεν ανατρέψει καθεστώτα, να φέρει κάποια απτά, συγκεκριμένα αποτελέσματα. Εδώ έχουν γίνει αναρίθμητες γενικές απεργίες τα τελευταία χρόνια με μηδαμινά αποτελέσματα. Το ένα Μνημόνιο διαδέχεται το άλλο. Στην Ισπανία, π.χ., οι απεργιακές κινητοποιήσεις φαίνεται ότι μέχρι στιγμής έφεραν κάποια αποτελέσματα, καθώς η χώρα δεν προχώρησε σε αίτηση για «πρόγραμμα διάσωσης» και σύναψη μνημονίου όρων. Κάποια αποτελέσματα έφεραν επίσης σε Πορτογαλία και Ιταλία. Και στις τρεις όμως αυτές χώρες οι απεργιακές κινητοποιήσεις υπήρξαν μετρημένες, στοχευμένες. Γενικότερα, εάν η απεργία δεν είναι απλώς εκδήλωση ιδεολογικού πιστεύω (κάτι που μπορεί να ισχύει στην περίπτωση του ΚΚΕ), τότε η αποτελεσματικότητά της δεν μπορεί παρά να είναι ένα κριτήριο για την οργάνωση και εκδήλωσή της.
Σε διαφορετική περίπτωση, το μόνο που επιτυγχάνει είναι να οδηγεί ενδεχομένως σε ευτελισμό του θεσμού (όπως αποτυπώνεται με τη φθίνουσα συμμετοχή εργαζομένων σ’ αυτή), συμβάλλοντας στην πλήρη παράλυση της λειτουργίας μιας πόλης, εν προκειμένω της Αθήνας, που έχει ούτως ή άλλως πληγεί από την κρίση και τις συνέπειές της. (Ιδιαίτερα παραλυτική είναι βέβαια για την πόλη η τόσο συχνή και άλογη προσφυγή στην απεργία των μέσων μαζικής μεταφοράς. Μια αφανής πλευρά της απεργίας αυτής είναι, λ.χ., ότι το Πανεπιστήμιο ουσιαστικά δεν λειτουργεί γιατί δεν μπορούν να γίνουν μαθήματα, καθώς δεν μπορούν να προσέλθουν οι φοιτητές).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (και της τρόικας) υπό το οποίο λειτουργεί η χώρα, οι μορφές δράσης συνδικαλιστικών φορέων και κοινωνικών εταίρων γενικότερα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα δεδομένα της κατάστασης αυτής. Τα μέτρα που υιοθετούνται στην Ελλάδα εκπορεύονται σε σημαντικό βαθμό από την ΕΕ (κάποια κι από το ΔΝΤ) ως προϋπόθεση για τη χορήγηση της χρηματικής βοήθειας προκειμένου να μη χρεοκοπήσει η χώρα (αν και πολλά από αυτά, ιδιαίτερα τα διαρθρωτικού χαρακτήρα, θα έπρεπε να είναι αμιγώς ελληνικής προέλευσης και ιδιοκτησίας). Είναι δηλαδή μέτρα υπερεθνικής προέλευσης και επιβολής. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις είναι εκδηλώσεις εθνικού πλαισίου και στρέφονται «ενάντια» στην κυβέρνηση του εθνικού κράτους.
Είναι εμφανές συνεπώς ότι, εδώ, υπάρχει μια ασυμμετρία. Μήπως δηλαδή και το συνδικαλιστικό κίνημα θα έπρεπε να αναζητήσει νέες, υπερεθνικές μορφές δράσης, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, που να στρέφονται «εναντίον» των πραγματικών decision-makers (ανεξάρτητα από τη σκοπιμότητα ή μη κάποιων μορφών απεργιακής δράσης);
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών