Ο λαϊκισμός αποτελεί στις μέρες μας, τον πιο πολυχρησιμοποιημένο όρο στο πολιτικό λεξιλόγιο των κομμάτων. Οι «θεματοφύλακες» ιδίως της «ευρωπαϊκής πορείας» της χώρας ηδονίζονται και μόνο στην εκφορά της λέξης, όταν τη χρησιμοποιούν σαν μομφή εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος από όταν ανέλαβε την κυβέρνηση έχει φθάσει στο σημείο να ανταποδίδει στους αντιπάλους του την ίδια κατηγορία!
Τελικά, τι σημαίνει «λαϊκισμός»; Από τη σκοπιά της πολιτικής επιστήμης και ανάλυσης ορίζεται καταρχήν ως «αντίδραση στις δομές κυριαρχίας», στρεφόμενος πότε εναντίον της αγοράς και πότε εναντίον του. Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι η επίθεση στις ελίτ του πολιτικού συστήματος (πολιτικοί, επιχειρηματίες, τεχνοκράτες, διανοούμενοι, ΜΜΕ) και η αφελής πεποίθηση ότι εάν στη θέση του «παλιού πολιτικού προσωπικού» έρθουν «νέα και άφθαρτα» πρόσωπα θα λυθούν όλα μας τα προβλήματα. Με άλλα λόγια, κυριαρχεί η αντίληψη περί ηθικοποίηση της πολιτικής. Το πολιτικό διακύβευμα εξαντλείται στα πρόσωπα των ελίτ και στην «ανηθικότητα» ή «καθεστωτική νοοτροπία» που επέδειξαν και όχι τόσο στις άνισες δομές εξουσίας. Γι αυτό το λόγο οι «λαϊκιστές» δίνουν έμφαση στο βολονταρισμό, στην πεποίθηση δηλαδή ότι «όλα μπορούμε να τα αλλάξουμε αρκεί να υπάρχει βούληση». Σε αυτό το πλαίσιο, όπως είναι εύλογο, δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε οι συσχετισμοί δύναμης ούτε οι εξωτερικοί περιορισμοί του περιβάλλοντος στο οποίο δραστηριοποιείται κάθε οργάνωση είτε είναι κόμμα είτε κράτος κτλ.
Οι εκδοχές του λαϊκισμού είναι αρκετές και δύο από τις πιο ισχυρές είναι ο «συνταγματικός λαϊκισμός» (αρκεί μια αναθεώρηση του Συντάγματος και όλα θα βελτιωθούν) και ο λαϊκισμός της «λαϊκής κυριαρχίας» (ο λαός είναι παντοδύναμος, πράττει ότι θέλει χωρίς περιορισμούς). Η «επιφανειακή» αυτή προσέγγιση των πολιτικών ζητημάτων δεν μπορεί να δώσει λύσεις, διότι η πολιτική αποτελεί πεδίο αλληλοεξαρτώμενων κόμβων εξουσίας. Η εξουσία μέσα σε αυτούς τους κόμβους είτε είναι άνισα είτε πιο ισόρροπα κατανεμημένη. Το κύριο λοιπόν είναι οι δομές, οι κόμβοι της εξουσίας, δηλαδή όλα εκείνα τα υποσυστήματα που διαχειρίζονται την εξουσία, όπως είναι οι σχέσεις διακυβέρνησης (σχέσεις εκτελεστικής, νομοθετικής, διοικητικής εργασίας), η διάρθρωση του Κράτους (κεντρικό κράτος, αποκέντρωση, τοπική αυτοδιοίκηση) η δομή και οι σχέσεις εντός της οικονομικής σφαίρας (κράτος, ιδιώτες, ομάδες συμφερόντων) η λειτουργία του πολιτικού συστήματος (θεσμικά αντίβαρα, σχέσεις με Μ.Μ.Ε, κοινωνία των πολιτών κτλ).
Η λειτουργία αυτών των δομών είναι που, όταν πάσχει, προκαλούνται οι πολιτικές κρίσεις (και όχι τόσο τα πρόσωπα που και αυτά διαδραματίζουν το δικό τους ρόλο). Για παράδειγμα, στο χώρο του ενημερωτικού πλουραλισμού, το πρόβλημα δεν είναι να κλείσει το τάδε Μ.Μ.Ε. και να αντικατασταθεί με κάποιο άλλο της «αρεσκείας μας», αλλά το πώς θα πάψει η διαπλοκή της οικονομικής – μιντιακής και πολιτικής εξουσίας. Η μόνη λύση επ΄ αυτού μπορεί να δοθεί μέσα από κανόνες διαφάνειας δανειοδότησης των Μ.Μ.Ε από τις τράπεζες και όχι μέσω πρακτικών που περιορίζουν την ελευθεροτυπία ή χειραγωγούν την ενημέρωση στο όνομα του αγώνα κατά συγκεκριμένων προσώπων.( Ας μην ξεχνάμε την κόντρα που είχε ξεσπάσει ανάμεσα στον ιδιοκτήτη του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη και της Κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου επειδή ο πρώτος δεν έλαβε 10 εκατ. Ευρώ δάνειο από την Εθνική Τράπεζα).
Ο λαϊκισμός εν τέλει, στην καλύτερη περίπτωση, πετάει την μπάλα στην εξέδρα και στην χειρότερη προσπαθεί σαν άλλος δούρειος ίππος μια αλλαγή συμφερόντων. Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχει και ο λαϊκισμός των «φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων» αρκετές εκ των οποίων (όχι όλες ευτυχώς) ισχυρίζονται από άλλη αφετηρία (αλλά καταλήγουν στον ίδιο προορισμό με τον αριστεροδεξιό λαϊκισμό των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) ότι επειδή «αυτοί που κυβερνούν είναι ανίκανοι» θα πρέπει άνευ όρων και προϋποθέσεων να εφαρμόζουμε ότι μας πει η τρόικα (ή το λεγόμενο κουαρτέτο…) και να συμμετέχουμε στην Ε.Ε σχεδόν σαν φτωχοί συγγενείς. Δεν ασκούν κανένα είδος κριτικής για την αδύναμη δομή διακυβέρνησης της Ε.Ε ούτε φαίνεται να έχουν κάποιο ιδεολογικό στίγμα, πέρα από τον γενικό «φιλοευρωπαϊσμό» που δεν σημαίνει κάτι ιδιαίτερο. Το γεγονός αυτό έγινε φανερό στο πρόσφατο δημοψήφισμα. Το «ΝΑΙ» (στο ευρώ που ουσιαστικά επιθυμεί η πλειοψηφία των πολιτών) θα ήταν πιο ισχυρό στις πιο λαϊκές τάξεις, εάν αυτοί που το προπαγάνδιζαν ήταν πιο αξιόπιστοι και κυρίως, σε μια τακτική ελιγμών, τάσσονταν υπέρ του «ΝΑΙ», αλλά ταυτόχρονα ασκούσαν σοβαρή κριτική για την λειτουργία των ευρωπαϊκών θεσμών με τρόπο λιγότερο στιλιζαρισμένο και περισσότερο ευφάνταστο.
Το ζητούμενο ήταν και παραμένει η υιοθέτηση ενός δικού μας σχεδίου για την έξοδο από την κρίση το οποίο θα είναι επεξεργασμένο με βάση τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Ένα σχέδιο που δεν θα έρχεται «από έξω», θα κερδίσει σε αποδοχή, τουλάχιστον από εκείνες τις κοινωνικές ομάδες που βρίσκονται σε πιο δύσκολη θέση. Και τι σημαίνει ένα τέτοιο σχέδιο; Την μετατροπή αυτού που οι εταίροι μας εκλαμβάνουν σαν αδυναμία, δηλαδή την ύπαρξη πολλών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, σε συγκριτικό πλεονέκτημα. Διότι αυτό που προσπαθούν να επιτύχουν οι δανειστές όλα αυτά τα χρόνια, είναι μια αλλαγή παραδείγματος: Από την παραγωγή της μικρής κλίμακας να φθάσουμε στη μεγάλη, όπου οι μεμονωμένοι παραγωγοί θα αντικατασταθούν από μια μεγάλη πολυεθνική μονάδα, οι αυτοδύναμοι ελεύθεροι επαγγελματίες από αντίστοιχες εταιρείες στις οποίες θα γίνουν μισθωτοί (δικηγορικές, φαρμακευτικές εταιρίες κ.ο.κ). Αυτή η αλλαγή παραδείγματος όμως, εκτός του ότι θα χρειαστεί κι άλλα χρόνια λόγω και των κοινωνικών συνεπειών της, σημαίνει ότι η Ελλάδα εισέρχεται στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, έπειτα από απώλεια άνω του 25% του ΑΕΠ στα χρόνια της κρίσης, ζητώντας επενδύσεις με μόνο «πλεονέκτημα» την πτώση του εργατικού κόστους.
Το εάν θα γίνουμε οικονομία χαμηλού εργατικού κόστους όπου θα μεταφέρουν την παραγωγή τους ορισμένες ξένες βιομηχανίες ή εάν θα δομήσουμε το συγκριτικό πλεονέκτημα στη βάση της δικής μας ιδιαιτερότητας, δηλαδή των μικρομεσαίων και ευέλικτων επιχειρήσεων με τρόπο που θα αυξάνει την κλίμακα παραγωγής (π.χ οργανωμένοι αγροτικοί συνεταιρισμοί) είναι ζήτημα σχεδίου. Διότι καλές οι ξένες επενδύσεις, αλλά οι όροι και ο τρόπος αξιοποίησής τους θα αποτελέσει τη νέα πολιτική διαχωριστική γραμμή για τη Δεξιά και την Αριστερά. Και εάν για την πρώτη, η απάντηση είναι λίγο πολύ γνωστή, για τη δεύτερη αποτελεί στοίχημα το κατά πόσο θα αντιπαρέλθει τον ανέξοδο λαϊκισμό και την υπόσχεση της επιστροφής στις «παλιές καλές εποχές» ή θα ενδώσει σε αυτόν και θα οδηγήσει τη χώρα εκούσα
άκουσα και με τους χειρότερους όρους στο δρόμο που πρεσβεύει ο ιδεολογικός αντίπαλος, εν ονόματι της αδήριτης ανάγκης για αύξηση του πλούτου.