Σήμερα οι απαιτήσεις των καιρών –και όχι μόνο λόγω της οικονομικής κρίσης– αλλάζουν συνεχώς. Οι κοινωνίες του 21ου αιώνα είναι κοινωνίες της διακινδύνευσης και του συνεχούς ρίσκου, σε αντίθεση με τις κοινωνίες του 20ού αιώνα που ήταν κοινωνίες της σχετικής βεβαιότητας και των σίγουρων δεδομένων. Σήμερα, όπως υποστηρίζει και ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν, οι κοινωνίες περνούν από τη «σταθερή», στη «ρευστή» νεωτερικότητα.
Στη νέα αυτή κατάσταση, ο τρόπος που θεωρούσε το παρελθόν τόσο η Αριστερά, όσο και η Δεξιά, είναι παρωχημένος. Και χρειάζεται μια φρέσκια ματιά για να αναλύσει τη νέα πραγματικότητα. Τη ματιά αυτή μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να την προσφέρει η σύγχρονη ριζοσπαστική σοσιαλδημοκρατία.
Καθώς βρίσκεται στο νοητό μέσο του πολιτικού φάσματος, η σοσιαλδημοκρατία δεν έχει εύκολο έργο. Οι δογματικοί της αγοράς και του ελάχιστου κράτους, οι εμμονικοί μαρξιστές και η λεγόμενη λαϊκή (δηλαδή λαϊκιστική) Δεξιά, εκφέρουν ένα λόγο που δεν παίρνει υπόψη του τη συνθετότητα των καταστάσεων, ένα λόγο που δεν απαιτεί πολλή επεξεργασία και είναι –σε τελευταία ανάλυση– απλοϊκός. Ο λόγος αυτός, ως μανιχαϊστικός, σαγηνεύει πολύ εύκολα τον κόσμο. Η σοσιαλδημοκρατία, αντιθέτως, είναι υποχρεωμένη να ερευνά συνεχώς, ώστε να προσαρμόζει και να συνδυάζει το κοινωνικό της όραμα στη σκληρή πραγματικότητα, ιδίως την οικονομική. Όπως το θέτει ο David Held: «Το μεγάλο πρόβλημα της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας είναι, πρώτον, πώς θα παρέμβει σ’ έναν κόσμο όπου οι πολυεθνικές εταιρείες δρουν κυριαρχικά, χωρίς όμως να καταργήσει βασικές συνιστώσες της αγοράς, μεταξύ των οποίων είναι και η ατομική ιδιοκτησία και η επιδίωξη του κέρδους και, δεύτερον, πώς θα πολιτικοποιήσει τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, χωρίς να καταργήσει τις δημοκρατικές ελευθερίες, χωρίς να απαρνηθεί την υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και, ταυτόχρονα, χωρίς να σβήσει τις διαφορές μεταξύ αγοράς και κοινωνίας».
Φαίνεται δύσκολο, αλλά γίνεται. Και γίνεται, με πετυχημένη ισορροπία ανάμεσα στις συμπληγάδες. Η πρόκληση για τη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία είναι να αντιμετωπίσει τις αποτυχίες τόσο της αγοράς, όσο και του κρατισμού, με ρυθμιστικές και κοινωνικές πολιτικές, οι οποίες δημιουργούν προϋποθέσεις για βιώσιμη ανάπτυξη με κοινωνική δικαιοσύνη και ίσες ευκαιρίες για όλους τους πολίτες.
Η σοσιαλδημοκρατία δεν παγιδεύεται στο δίλημμα «υπέρ ή κατά της ελεύθερης αγοράς». Στηρίζει κάθε υγιή και ελπιδοφόρα ιδιωτική πρωτοβουλία και την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, αλλά δεν έχει τίποτα το κοινό με το νεοφιλελευθερισμό. Θεωρεί ότι η ελεύθερη αγορά, από μόνη της, δημιουργεί εισοδηματικές ανισότητες και ανισότητες ευκαιριών. Γι’ αυτό και παρεμβαίνει, ώστε να μειώνονται οι ανισότητες αυτές σε όλα τα επίπεδα, μέσω του ελέγχου της αγοράς. Η σοσιαλδημοκρατία διαφέρει όμως και από εκείνη την παλιού τύπου Αριστερά, που νομίζει ότι όλα λύνονται με τη μεγέθυνση του κράτους. Ο κρατισμός είναι μοντέλο που εφαρμόστηκε και απέτυχε, τόσο στην Ελλάδα, όσο και διεθνώς. Το πολύ μεγάλο κράτος είναι γραφειοκρατικό, δυσκίνητο και αντιπαραγωγικό. Στερεί επίσης πόρους από την πραγματική οικονομία, μέσω της μεγάλης αύξησης των φόρων.
Η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία ενισχύει επίσης πολιτικές που δημιουργούν νέες θέσεις απασχόλησης με φορολογικά και άλλα κίνητρα υπέρ του παραγωγικού και εξωστρεφούς ιδιωτικού τομέα, ενώ παράλληλα υποστηρίζει ένα δίκαιο και προοδευτικό φορολογικό σύστημα για αναδιανομή εισοδημάτων και ευκαιριών, έτσι ώστε να παρέχονται υψηλής ποιότητας υπηρεσίες παιδείας, πρόνοιας και υγείας, και να ενισχύεται η κοινωνική κινητικότητα.
Σε επίπεδο διακρατικών σχέσεων, η σοσιαλδημοκρατία δεν βλέπει τη χώρα μας –παρά την κρίση– ως επαίτη στο πλαίσιο της ΕΕ, αλλά ως εταίρο που (εξακολουθεί να) μπορεί να συμβάλει με ιδέες, προτάσεις και πρακτικές στη μετάβαση από μια Ευρώπη των διαφορετικών κρατών σε μια ενιαία πολιτικά και οικονομικά Ευρώπη, σε μια Ευρώπη που σταδιακά περνάει από τις διακυβερνητικές αποφάσεις στις ομοσπονδιακές λύσεις. Εξάλλου, η περαιτέρω ευρωπαϊκή ενοποίηση μπορεί να αποβεί και μέσο ξεπεράσματος της κρίσης, και για την ΕΕ και για την Ελλάδα.
Αυτή τη στιγμή, η ριζοσπαστική σοσιαλδημοκρατία έχει αρκετά σαφή φυσιογνωμία, αλλά ούτε εξουσία ασκεί ώστε να δοκιμαστεί η πολιτική της πρόταση, ούτε διακριτή οργανωτική δομή διαθέτει. Το δεύτερο, βέβαια, αποτελεί προϋπόθεση για να διεκδικηθεί το πρώτο.