Οι ευρωεκλογές είναι περίεργη διαδικασία. Οι πολίτες κάθε χώρας ψηφίζουν για την Ευρωβουλή με εθνικά κριτήρια μετά από μια προεκλογική καμπάνια που απουσιάζει η Ευρώπη ενώ κυριαρχεί το εθνικό ξεκατίνιασμα. Εκλογές δεύτερης τάξης τη λένε στην πολιτική επιστήμη γιατί δεν εξαρτάται από αυτές η διακυβέρνηση της χώρας και έτσι ευνοείται η αποχή και η ψήφος διαμαρτυρία. Κάθε φορά τα αποτελέσματα σε επίπεδο Ευρώπης εκφράζουν κάποιες γενικές τάσεις που ήδη είχαν διαπιστωθεί, αλλά οι επιπτώσεις σε μεμονωμένες χώρες μπορεί να είναι σημαντικές λόγω ιδιαίτερων εθνικών εντάσεων.
Αυτό το μοτίβο επαναλήφθηκε στις πρόσφατες ευρωεκλογές. Επιβεβαιώθηκε η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων χωρίς να προσλάβει θεαματικές διαστάσεις - με περισσότερο ανησυχητικό στοιχείο ότι ψηφίστηκαν μαζικά από τους νέους. Το μπλοκ των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων της μετριοπαθούς κεντροδεξιάς και της μετριοπαθούς κεντροαριστεράς που καθοδηγεί την ευρωπαϊκή διαδικασία διατήρησε τις δυνάμεις του, ενώ μειώθηκαν πολύ οι πράσινοι και οι φιλελεύθεροι γεγονός που δεν έχει σχολιαστεί επαρκώς. Στις περισσότερες χώρες οι ευρωεκλογές είναι ήδη παρελθόν, όμως στην πραγματικότητα η Ευρώπη περιμένει τη μεθεπόμενη Κυριακή τις γαλλικές εκλογές για να δει πού βρίσκεται.
Στην Ελλάδα, χώρα που συνηθίζει να δραματοποιεί προεκλογικά και να υπεραντιδρά μετεκλογικά, οι ευρωεκλογές δεν ανέτρεψαν τους συσχετισμούς ούτε τη σειρά των κομμάτων, ενίσχυσαν κάπως τα εκτός κεντρικού πολιτικού σκηνικού μικρότερα κόμματα, ιδίως προς τα δεξιά. Πρωτίστως όμως έκαναν ανάγλυφα τα προβλήματα των βασικών κομμάτων. Καταρχάς, εκείνα της κυβερνητικής παράταξης που δεν αφορούν τόσο τα μειωμένα ποσοστά, όσο τη θέση και τη λειτουργία της σε αυτό το ιδιότυπο κομματικό σύστημα κυρίαρχου κόμματος που έχει προκύψει μετά το 2019. Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι πρόκειται για σπάνια περίπτωση συστήματος σε μια κανονική φιλελεύθερη δημοκρατία στην οποία διεξάγονται ελεύθερες και τίμιες εκλογές. Οι συγκρίσεις που ως πρόσφατα γίνονταν με το αυταρχικό καθεστώς Όρμπαν, ήταν και είναι γελοίες, δείγμα της αδυναμίας των ηττημένων. Στην πολιτική επιστήμη το κλασσικό παράδειγμα συστήματος κυρίαρχου κόμματος σε κανονική δημοκρατία ήταν η μεταπολεμική σουηδική Σοσιαλδημοκρατία. Η υπόμνηση μοιάζει εκτός τόπου και χρόνου αλλά είναι χρήσιμη για τις αντιδιαστολές που αμέσως εικονογραφεί - αντιδιαστολές εποχής, δομών και πλαισίου. Κόμμα ιδεολογικής ηγεμονίας η σουηδική ΣΔ σε εποχή κραταιών πολιτικών ιδεολογιών, βιομηχανική κοινωνία ταξικά δομημένη, πολίτες ταυτισμένοι με το κόμμα του, στέρεοι οργανωτικοί δεσμοί μεταξύ κόμματος και κοινωνίας. Σε τελείως διαφορετικές συνθήκες, η ΝΔ προέκυψε ως κυρίαρχο κόμμα μετά την αυτοκαταστροφή του αντίπαλου (ΣΥΡΙΖΑ) ο οποίος βούλιαξε ο ίδιος αφού πρώτα κινδυνέψαμε να βουλιάξει τη χώρα. Κόμμα κυρίαρχο η ΝΔ με το πλεονέκτημα ότι κινείται στο ευρωπαϊκό πολιτικό-κυβερνητικό mainstream ενώ οι περισσότεροι αντίπαλοι αλλού περιδιάβαιναν. Βεβαίως, η κυριαρχία δεν έπεσε από τον ουρανό, κατακτήθηκε από την ικανότητα και την ιδεολογική ετοιμότητα του φιλελεύθερου Κυριάκου Μητσοτάκη να επεκτείνει την πολυσυλλεκτικότητα τής ΝΔ πολύ πέραν των ορίων της συντηρητικής παράταξης. Παρενθετικά ας σημειώσουμε ότι και η μετεωρική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ είχε τη σφραγίδα ενός προσώπου - του Αλέξη Τσίπρα. Όχι τυχαία βεβαίως, και οι δύο είχαν ρίζες στον χώρο τους, δεν είδαν φως και μπήκαν. Σε κάθε περίπτωση, η ΝΔ έγινε κυρίαρχο κόμμα χωρίς να γίνει ιδεολογικά ηγεμονικό. Άλλωστε και η μετανεωτερική εποχή όπως για συντομία τη λέμε, δεν προσφέρεται για πολύ σταθερές δομές και συμπεριφορές. Όλο και λιγότεροι πολίτες ταυτίζονται με τα κόμματα, πολλοί δυσπιστούν απέναντί τους, εύκολα καταφεύγουν στην αποχή ή στην αδιαφορία, οι κοινωνικές και οι πολιτικές οργανώσεις έχουν απομαζικοποιηθεί, η παραγωγή νοήματος σχεδόν έχει πάρει διαζύγιο από την καθημερινή πολιτική.
Ποιο πλαίσιο διαμορφώνουν αυτές οι συνθήκες για το ιδιότυπο σύστημα κυρίαρχου κόμματος που προέκυψε στην Ελλάδα, ποιες αδυναμίες και ποια πλεονεκτήματα προσφέρει στο βασικό κόμμα; Οι ευρωεκλογές φώτισαν περισσότερο τις αδυναμίες. Η απουσία υπολογίσιμων αντιπάλων και διεκδικητών της εξουσίας αφήνει την κυβέρνηση μόνη της αντιμέτωπη με κατακερματισμένες και διάσπαρτες κοινωνικές ομάδες που απευθύνουν τα αιτήματα, τη δυσαρέσκεια, τα παράπονά τους, ευθέως και αδιαμεσολάβητα σε αυτήν. Πόσω μάλλον που το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι πρωθυπουργοκεντρικό, με αποτέλεσμα ο ίδιος ο πρωθυπουργός να γίνεται αλεξικέραυνο στις στιγμές της κοινωνικής έντασης. Μπορούμε να το δούμε και σαν παράδοξο. Η απουσία πραγματικού κομματικού ανταγωνισμού παράγει μια στρεβλή υπερπολιτικοποίηση διάσπαρτων διεκδικήσεων και αποσπασματικών «γεγονότων», που εισβάλουν στην κεντρική ατζέντα μεγεθυμένα συνήθως από τη ντουντούκα των social media. Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών έδειξε ότι η δυσαρέσκεια που προκαλείται από αυτή την στρεβλή υπερπολιτικοποίηση μεταφράζεται κυρίως σε αποχή, και διάχυση ψήφου προς τους μικρούς παίκτες, αλλά όχι στα βασικά κόμματα της αντιπολίτευσης.
Από την άλλη μεριά τώρα, το πλεονέκτημα που έχει το κυρίαρχο κόμμα σε αυτό το ιδιότυπο σύστημα, είναι προφανώς η δυνατότητα να προωθεί το πρόγραμμά του με μικρότερες πολιτικές και κοινωνικές αντιστάσεις. Αλλά αυτό μπορεί να γίνει πρώτον, αν έχει ρωμαλέο πρόγραμμα, δεύτερον αν είναι σε θέση να κινητοποιήσει την κοινωνία ή μεγάλα κοινωνικά ρεύματα, προκειμένου να προωθηθούν κεντρικοί εθνικοί στόχοι με στρατηγικό βάθος. Αντιθέτως, οι «σημειακές βελτιώσεις» και η αποσπασματική κατά περίπτωση αιτιολόγησή τους, δεν αρκούν να προσανατολίσουν ένα κοινωνικό σώμα που έχει χάσει τις πολιτικές μεσολαβήσεις στα ενδιάμεσα επίπεδα μεταξύ πολιτών και κυβέρνησης. Είναι σαν να απαντούν με κυβερνητικό-πολιτικό κατακερματισμό στον κοινωνικό κατακερματισμό. Και καθώς δεν υπάρχει ο κομματικός «εχθρός» να συσπειρώσει τους «δικούς» μας ο κατακερματισμός επιτείνεται. Κοντολογίς, δεν φτάνει η κυριαρχία για την επιτυχή διακυβέρνηση, χρειάζεται ο νέος κεντρικός εθνικός στόχος με ιστορικό βάρος, σήμερα το λέμε εθνικό αφήγημα, η επεξεργασία του σε διαρκή συνομιλία με την κοινωνία, με τις πνευματικές και επιστημονικές κοινότητες, εθνικές και υπερεθνικές.
Ο στόχος βεβαίως δεν μπορεί να είναι η διαιώνιση του συστήματος κυρίαρχου κόμματος ούτε καν για την ίδια τη ΝΔ. Γιατί είναι από μόνο του ένα σύστημα προβληματικό. Μόνο που οι χρόνοι και οι τρόποι επανόδου σε έναν ισόρροπο κομματικό ανταγωνισμό είναι δύσκολο σήμερα να προβλεφθούν. Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών δεν προδιαγράφει το τέλος εκτός αν εκδηλωθούν εσωτερικές διαλυτικές τάσεις, πράγμα όχι σπάνιο για τη ΝΔ. Σε κάθε όμως περίπτωση, δεν είναι βασική ευθύνη του κυρίαρχου κόμματος να επισπεύσει το τέλος του παρόντος συστήματος, αλλά των ανταγωνιστών. Όμως σε αυτούς τους χώρους, της Αριστεράς και της Σοσιαλδημοκρατίας τα προβλήματα είναι άλλου διαμετρήματος και δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα όπως φάνηκε από τις ευρωεκλογές. Από τη μια ΣΥΡΙΖΑ και από την άλλη το ΠΑΣΟΚ έχουν να αντιμετωπίσουν διαφορετικά μεν, μείζονα όμως προβλήματα εξάντλησης της πολιτικής τους κουλτούρας. Καμμία βιαστική συγκόλληση δεν πρόκειται να τα λύσει, ούτε να «αναστήσει» μια πειστική παράταξη εξουσίας. Ο δρόμος θα είναι μακρύτερος, αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση.