«Τι είδαμε και τι μας είπαν στις Βρυξέλλες»

Ανδρέας Παπαδόπουλος 08 Ιουν 2012

«Κυριακή μεσημέρι, καθοδόν προς το αεροδρόμιο, και η Αττική Οδός σφύζει από αυτοκίνητα, καθώς χιλιάδες Αθηναίοι σπεύδουν στις παραλίες.

Κυριακή απόγευμα και τα εστιατόρια – μπαρ στη φημισμένη Grand Place των Βρυξελλών έχουν αναμμένο τα τζάκι προκειμένου να υποδεχτούν τους βρεγμένους τουρίστες που αναζητούν μια ζεστή γωνιά.

Οι αντιφατικές εικόνες, με τον καιρό της Αθήνας από τη μια, και των Βρυξελλών από την άλλη, δεν αρκούν για να περιγράψουν τη διαφορά «θερμοκρασίας» που χωρίζει την Ελλάδα από τις υπόλοιπες χώρες της προηγμένης Ευρώπης.

Κι όμως, το κλίμα που συναντά ο Φώτης Κουβέλης στην καρδιά της ΕΕ δεν είναι τόσο αρνητικό, όσο πολλοί φαντάζονται ή αναμένουν.

Οι ευρωπαίοι εταίροι αναζητούν εναγωνίως τις (λίγες) ψύχραιμες φωνές της Ελλάδας και είναι προφανές ότι στο πρόσωπο του προέδρου της ΔΗΜ.ΑΡ αναγνωρίζουν μια από αυτές.

Είναι γεγονός ότι η περιοδεία του Αλέξη Τσίπρα πριν από λίγες ημέρες στην Ευρώπη κατέβασε αρκετά τον πήχη, καθώς στην Ευρώπη έχουν ταυτίσει την έννοια του Έλληνα «αριστερού» πολιτικού με τις λεκτικές ακροβασίες, την πολιτική ανωριμότητα και την άγνοια του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Άλλωστε και μόνο η σύγκριση των επαφών που πραγματοποίησε ο Φώτης Κούβελης στην Ευρώπη με αυτές του Αλέξη Τσίπρα, επιβεβαιώνουν ότι οι ευρωπαίοι σύμμαχοι ξέρουν τα πάντα για τη χώρα μας και μπορούν να ξεχωρίζουν τους… μεν από τους… δε.

Είναι προφανές ότι ως δημοσιογράφος έχω επισκεφτεί αρκετές φορές τις Βρυξέλλες. Οφείλω, ωστόσο, να πω ότι η εμπειρία αυτή τη φορά ήταν εντελώς ξεχωριστή. Συνοδεύοντας, μαζί με τον εξαίρετο φίλο και σύντροφο Γιάννη Μεϊμάρογλου, τον Φώτη Κουβέλη στις Βρυξέλλες διαπίστωσα ότι οι… γραφειοκράτες της ΕΕ δεν είναι και τόσο… γραφειοκράτες. Αντιθέτως αναζητούν λύσεις για την Ελλάδα, έχοντας σηκώσει τα χέρια ψηλά από το επίπεδο της συζήτησης και των πολιτικών της χώρας μας.

Το πρόγραμμα των συναντήσεων περιελάμβανε την αφρόκρεμα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και της κεντροαριστεράς. Μεταξύ άλλων, Σβόμποντα, Σουλτς, Στάινμαγερ. Με μια φωνή μας είπαν (με την έννοια του εθνικού ακροατηρίου) «κάντε κυβέρνηση», «μην μας στείλετε στη Σύνοδο Κορυφής στο τέλος Ιουνίου και πάλι υπηρεσιακό πρωθυπουργό», «θέλουμε να ξέρουμε με ποιους έχουμε να κάνουμε και με ποιον θα διαπραγματευτούμε». Κοινώς ζήτησαν να σχηματιστεί μια-όποια- κυβέρνηση, προκειμένου να ξέρουν με ποιον έχουν να κάνουν και κατ’επέκταση να αρχίσει ένας διάλογος για την επόμενη μέρα της Ελλάδας.

Τα τελευταία γεγονότα στην Ισπανία τους κάνουν να φοβούνται ακόμα περισσότερο το ντόμινο, ενώ ξέρουν ότι μια ενδεχόμενη έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα έχει πολλαπλάσιες παράπλευρες απώλειες. Κανείς τους, ωστόσο, δεν έθεσε θέμα εξόδου από το κοινό νόμισμα. Όμως, σημείωσαν ό,τι αν συνεχίσουμε έτσι αμέριμνοι, μόνοι μας μπορεί να βρεθούμε στην πόρτα της εξόδου…

Οι άνθρωποι εμφανίστηκαν ως φορείς της κοινής λογικής, χωρίς να έχουν την ίχνος επιθετικής διάθεσης απέναντι στην Ελλάδα. Επαναλάμβαναν μονότονα τη λέξη «μεταρρύθμιση», εννοώντας τις αυτονόητες αλλαγές που πρέπει να γίνουν στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, της οικονομίας, της παραγωγικής διαδικασίας, του μοντέλου ανάπτυξης.

Με εύλογη την απορία, αναρωτήθηκαν πώς γίνεται μια ευρωπαϊκή χώρα να μην μπορεί να εισπράξει τους φόρους και να έχει ένα κανονικό φορολογικό σύστημα, όπως συμβαίνει στην πλειονότητα των υπόλοιπων χωρών της ΕΕ.

«Δώστε μας, για να σας δώσουμε», ήταν κωδικοποιημένα το μήνυμα των συναντήσεων, επιβεβαιώνοντας ότι αν υπάρξει μια σταθερή και σοβαρή κυβέρνηση, πιθανότητα να μπορέσει να διεκδικήσει, για παράδειγμα, τη χαλάρωση της δημοσιονομικής προσαρμογής, μέσα από τη χρονική επιμήκυνση.

Με τον τόνο άρα και την αγωνία να βρίσκεται στο «αν υπάρξει μια σταθερή και σοβαρή κυβέρνηση», δεν ήταν τυχαίο ότι το σύνολο των ομιλητών μας αναρωτιόταν με πραγματικό ενδιαφέρον τι θα γίνει στις 18 Ιουνίου, ήτοι την επομένη των εκλογών.

Μπορεί η απάντηση να βρίσκεται στα χέρια των ψηφοφόρων, τουλάχιστον, όμως, από την πλευρά της ΔΗΜ.ΑΡ και του Φώτη Κουβέλη, το μήνυμα ήταν διττό, σαφές και με πολλαπλούς αποδέκτες: α) σε ότι μας αφορά δεν θα αφήσουμε την Ελλάδα ακυβέρνητη β) η ΔΗΜΑΡ δεν θα βάλει την υπογραφή της στην αυτοκτονία της χώρας, στηρίζοντας μιας κυβέρνηση που επιδιώκει την καταγγελία του μνημονίου, κοινώς την επιστροφή στη δραχμή. Και ο νοών νοείτο!»

.

O Ανδρέας Ε. Παπαδόπουλος  είναι δημοσιογράφος, εκπρόσωπος Τύπου της Δημοκρατικής Αριστεράς.