Το ετερόκλητο μέτωπο που ελέγχει την κυβέρνηση από τον Ιανουάριο του 2015 με κοινό παρονομαστή την αντιμνημονιακή προϋπηρεσία και τον εξουσιαστικό κυνισμό, οικοδόμησε την επιχείρηση πολιτικής εξαπάτησης σημαντικού μέρους της ελληνικής κοινωνίας στην υπόθεση του δημοσίου χρέους. Στον ισχυρισμό ότι η μεγάλη παρέμβαση στο χρέος που έγινε το 2012 ήταν από ανεπαρκής έως βλαπτική. Στον ισχυρισμό ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι «επονείδιστο» (όπως τα χρέη των τριτοκοσμικών δικτατοριών) και «διαγραπτέο». Στην πολιτική υπόσχεση ότι η νέα κυβέρνηση θα προβεί σε παύση πληρωμών σε σχέση με την εξυπηρέτηση του χρέους και σε σύγκληση διεθνούς διάσκεψης για το ονομαστικό «κούρεμά» του. Το βασικό επιχείρημα ήταν – και είναι – ότι το θεμελιώδες πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι το υπέρογκο και μη βιώσιμο χρέος και όχι τα μεγάλα πρωτογενή ελλείμματα και τα συνεχιζόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα. Όχι το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας. Ότι το χρέος οδηγεί σε δημοσιονομικά μέτρα λιτότητας. Και συνεπώς η δραστική ονομαστική μείωσή του θα επιτρέψει την αλλαγή πολιτικής και τον απεγκλωβισμό από το μνημόνιο.
Προκειμένου να εμπεδωθεί αυτή η αφήγηση συγκαλύφθηκε με συνειδητά και επίμονα ψεύδη το μέγεθος της παρέμβασης του 2012. Η δραστική μείωση της ονομαστικής τιμής του χρέους κατά 106 δις ευρώ ( περίπου 50% του ΑΕΠ ) μέσω του PSI και της επαναγοράς ομολόγων ( debt buy-back ή PSI plus ) και η επιπλέον δραστική μείωση της παρούσας αξίας του χρέους ( τουλάχιστον κατά ένα άλλο 50 % του ΑΕΠ) μέσω της εντυπωσιακής βελτίωσης των όρων δανεισμού της χώρας (έμμεσο OSI, δηλαδή συμβολή των Ευρωπαίων εταίρων στη μείωση του ελληνικού χρέους). Ένα χρέος 1.000 ευρώ εξοφλητέο σε περίοδο τριών ετών με επιτόκιο 6% δεν έχει την ίδια παρούσα αξία με ένα χρέος 1.000 ευρώ εξοφλητέο σε περίοδο σαράντα ετών με επιτόκιο 1%. Και όμως τα δυο αυτά χρέη έχουν ίδια ονομαστική αξία. Αυτό ακριβώς συμβαίνει μετά το 2012 με το ελληνικό χρέος που λήγει το 2059, έχει περίοδο χάριτος μέχρι το 2022 και διέπεται από εντυπωσιακά μικρο μέσο επιτόκιο. Η μικρή παρούσα αξία φαίνεται στο περιορισμένο ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης. Οι ετήσιοι τόκοι τώρα είναι μειωμένοι κατά περίπου 60% σε σχέση με το 2010. Σύμφωνα με την τελευταία επίσημη απάντηση του υπουργείου Οικονομικών στην Βουλή, οι μέσες ετήσιες δαπάνες για τόκους μέχρι το 2059 κινούνται στο 1,7% του ΑΕΠ. Ένα από τα μικρότερα ποσοστά στην ευρωζώνη. Πολύ μικρότερο αυτών της Ιταλίας, Πορτογαλίας κοκ .
Προκειμένου να επιβληθεί η κυβερνητική θεωρία περί χρέους επινοήθηκε το επιχείρημα ότι το κράτος απέσπασε 13 δις από τα ασφαλιστικά ταμεία, όταν την περίοδο αυτή το κράτος επιχορήγησε τα ταμεία με 104 δις σύμφωνα με τη τελευταία επίσημη απάντηση του υπουργείου Οικονομικών στη Βουλή! Και βεβαίως υποτιμήθηκε σκοπίμως η ρητή δέσμευση του Eurogroup του Φεβρουαρίου και Νοεμβρίου 2012 ότι πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές ( περαιτέρω μείωση χρέους σε παρούσα αξία ) θα γίνουν μόλις η Ελλάδα πετύχει πρωτογενή πλεονάσματα.
Στις 12/7/2015, μετά το δημοψήφισμα και αντιστρέφοντας το αποτέλεσμά του, ο σημερινός πρωθυπουργός συνυπέγραψε την γνωστή συμφωνία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που εντάσσει την Ελλάδα σε τρίτο μνημόνιο και ως προς το χρέος αποκλείει ρητά το ονομαστικό «κούρεμα», επαναλαμβάνει όμως τη δέσμευση των εταίρων για πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές στο πλαίσιο του 2012. Θα έλεγε κάποιος, πάλι καλά. Στο μεταξύ όμως είχε αρθεί – λόγω των τραγικών χειρισμών της κυβέρνησης – μια από τις παραμέτρους του 2012, η επιστροφή στην Ελλάδα των κερδών της ΕΚΤ και των κεντρικών τραπεζών των κρατών -μελών από τα χαρτοφυλάκια τους ελληνικών ομολόγων ( ANFA και SMP ).
Η κυβέρνηση εξαρχής επεδίωξε να εμφανίσει την παρέμβαση στο χρέος ως αντίβαρο για την υπαγωγή στο τρίτο μνημόνιο. Τώρα προκειμένου να κλείσει η περιβόητη αξιολόγηση, το τρίτο μνημόνιο μετεξελίχθηκε σε μνημόνιο τρία plus με πρόσθετα σκληρά μέτρα πέρα από το ασφαλιστικό και τη φορολογία εισοδήματος. Επιβλήθηκαν, σύμφωνα με τη δήλωση του Eurogroup της 9/5, μέτρα σχετικά με την έμμεση φορολογία, τη μείωση των αποδοχών στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, τα «κόκκινα δάνεια» και την πρώτη κατοικία, το υπερταμείο ιδιωτικοποιήσεων. Κυρίως όμως επιβλήθηκε ο αυτόματος μηχανισμός περικοπής με πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα σε περίπτωση απόκλισης από τους στόχους και ένας μηχανισμός διαρκούς εποπτείας επί της χώρας και μετά το τέλος του προγράμματος.
Θα περίμενε κάποιος αυτά τα πρόσθετα μέτρα να συνοδευτούν από ενεργοποίηση των δεσμεύσεων του 2012/2015 για το χρέος. Παραδόξως όμως, αντί για αυτό οι Ευρωπαίοι εταίροι υπαναχωρούν και θέτουν εξαιρετικά αυστηρές προϋποθέσεις για πρόσθετη παρέμβαση στο χρέος. Επαναλαμβάνουν ότι αποκλείεται οποιαδήποτε ονομαστική μείωση αντίστοιχη του PSI του 2012, τοποθετούν τη νέα παρέμβαση – αν αποδειχθεί αναγκαία – στο τέλος του προγράμματος (μετά το 2018) και την εστιάζουν στη ρύθμιση των αποπληρωμών ( λήξεων / χρεολυσίων ) και όχι στο ετήσιο ύψος τόκων, ενώ η μετατροπή των μικρών σημερινών κυμαινόμενων επιτοκίων σε σταθερά δεν συντελείται, αλλά μένει απλώς ανοικτή ως ενδεχόμενο. Γενικά οι πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές μετατίθενται στο τέλος του προγράμματος και εξαρτώνται από αυστηρές προϋποθέσεις, ενώ το 2012 η μεγάλη παρέμβαση στο χρέος συντελέστηκε πλήρως στην έναρξη του δεύτερου προγράμματος.
Βεβαίως υπάρχει κάτι που είναι πιο σημαντικό από τις πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές. Πρόκειται για την ορθή και δίκαιη απεικόνιση του ελληνικού χρέους σε παρούσα και όχι ονομαστική αξία. Η μεγάλη θετική ιδιαιτερότητα του ελληνικού χρέους συνίσταται στο ότι η απόσταση μεταξύ ονομαστικής και παρούσας αξίας ξεπερνά τις 80 μονάδες του ΑΕΠ, ενώ σε όλες τις άλλες χώρες της ευρωζώνης η διαφορά αυτή είναι περίπου 5 μονάδες του ΑΕΠ. Η τελευταία γερμανική ακαδημαϊκή μελέτη επί αυτού ( Schumacher / Weder di Mauro, Brookings papers , September 10-11/2015 ) υπολογίζει την παρούσα αξία στο 98% του ΑΕΠ και όχι στο 180 % που είναι το επίπεδο ονομαστικής αξίας. Υπάρχουν πολύ πιο ριζοσπαστικοί υπολογισμοί της παρούσας αξίας, αλλά ας λάβουμε ως βάση αυτόν τον συμβατικό υπολογισμό.
Η ορθή απεικόνιση του χρέους σε παρούσα αξία και οι πρόσθετες παραμετρικές αλλαγές, όπως τις συμφωνήσαμε το 2012 ως συμπλήρωμα του ριζικού PSI / OSI, θα αποκαταστήσουν ένα μέρος της βλάβης που επέφερε στη δυναμική του χρέους η περίοδος 2015-2016. Μετά οι κυβερνώντες μπορούν να καταθέσουν στέφανο συγγνώμης στο PSI. Η διαφορά μεταξύ «αυταπάτης» και οργανωμένης εξαπάτησης της κοινωνίας είναι πάντως πολύ βαριά και δεν εξαλείφεται.