Είκοσι δύο μήνες τώρα, από την επομένη δηλαδή των εκλογών του 2019, διαβάζω εμβριθή δημοσιεύματα και αναλύσεις σε βάθος, κυρίως στο Βήμα και την Καθημερινή, για "την απόφαση του Τσίπρα να αλλάξει τον Σύριζα".
Παρακάμπτοντας το γεγονός ότι το μόνο που "έχει αλλάξει" ως τώρα στο κόμμα του ο αρχηγός του, είναι μια προσθήκη "Π Σ" στον τίτλο, που παραπέμπει σε κάποια "Προοδευτική Συμμαχία", την οποία περισσότερο ακούμε παρά βλέπουμε, αναρωτιέμαι γιατί αυτές οι δυο καλές εφημερίδες, η μια φιλελεύθερη και η άλλη κεντρώα, δείχνουν τέτοιο ενδιαφέρον για το μέλλον του Σύριζα, που ξεπερνά, όπως δείχνουν τα πράγματα και επιβεβαιώνουν όλες οι έρευνες κοινής γνώμης το ενδιαφέρον των ψηφοφόρων του κόμματος που το εγκαταλείπουν, αλλά ακόμη και της ηγεσίας και των στελεχών του.
Πολλά λέγονται και περισσότερα υπονοούνται γι αυτό το έντονο "δημοσιογραφικό ενδιαφέρον", όπως πχ ότι περισσότερο εκφράζει "επιχειρηματικά ενδιαφέροντα", αλλά μιας κι εγώ δεν διαθέτω στοιχεία για να μπω σε μια τέτοια συζήτηση, αφήνω το χώρο σε όσους διαθέτουν κάποιο καλύτερο χαρτί, που ξέρουν κάτι παραπάνω από κουτσομπολιά, να κατεβάσουν τα χαρτιά τους για να δούμε κι εμείς τι έχουν...
Μπορώ ωστόσο να εκφράσω την απορία μου, γιατί απ όλες αυτές τις αναλύσεις, δεν υπάρχει καμία αναφορά, υπόνοια έστω, για το εάν ή κατά πόσο η τόσο διαφημιζομένη "αλλαγή" θα σημαίνει και αλλαγή πολιτικής, που είναι και το ζητούμενο.
Διαβάζω ας πούμε, στο Βήμα της Κυριακής, για "την ανάγκη να πάρει ο Τσίπρας γενναίες αποφάσεις (!) και να κάνει ένα ουσιαστικό φρεσκάρισμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης" και, το ομολογώ, με δυσκολία συγκράτησα τα γέλια!
Ώστε χρειάζεται "μεγάλη γενναιότητα" για ένα "φρεσκάρισμα", ώστε το εν λόγω ρεπορτάζ να καταλαμβάνει μιάμιση σελίδα της καλής εφημερίδας;
Όταν μάλιστα στο ίδιο ρεπορτάζ δεν υπάρχει ούτε υπόνοια και πάλι, ούτε ως ερώτημα, για το ποια «νέα πολιτική» θα εκφράσουν αυτά τα "νέα πρόσωπα", που δυο χρόνια τώρα αναζητούνται και καταλήγουν στα πασίγνωστα πλέον ονόματα της κυρίας Αχτσιόγλου και των κυρίων Καλογήρου, Ηλιόπουλου, Ανδριόπουλου, ακόμη και του ... Τζανακόπουλου - που κατά κάποιο ανεξήγητο λόγο προβάλλεται ως "νέο πρόσωπο", τη στιγμή που υπήρχε στον πρόδρομο του Σύριζα Συνασπισμό απ? όταν ο Τσίπρας ακόμη ήταν Κνίτης!
Κι εν πάση περιπτώσει, το να μιλάς για "νέα πρόσωπα", τη στιγμή που ο ... ανανεωτής Τσίπρας έχει ανασύρει από τα έγκατα του αρχέγονου ελληνικού συνδικαλισμού ακόμη και τον Φωτόπουλο, καταντάει ανέκδοτο χαμηλής ποιότητας.
Ας βάλουμε, λοιπόν, από τη μια πλευρά τον Τσίπρα με τον Φωτόπουλο, άντε και την Ξενογιαννακοπούλου και τον Ραγκούση (!) κι από την άλλη, τον Μητσοτάκη απλώς με τον Πιερακάκη κι ας συζητήσουμε ποια "πλευρά" εκφράζει το μέλλον, την πρόοδο και ποια το παρελθόν, την οπισθοδρόμηση.
Στην πολιτική, όμως, την ιστορία δεν την γράφουν (μόνο και μόνα τους) τα πρόσωπα. Την γράφουν, κυρίως, οι αποφάσεις που παίρνουν τα πρόσωπα και το κατά πόσο αυτές αποτελούν τομές, εκσυγχρονίζουν και ανοίγουν νέους δρόμους, ή απλώς αποτελούν μάχες χαρακωμάτων για τη συντήρηση «των κεκτημένων», στα οποία οι επαγγελματίες του συνδικαλισμού περιλαμβάνουν ακόμη και τη δική τους επιβίωση.
Και για να έρθουμε και στην πολιτική: Όταν απέναντι στο ακόμη αναμενόμενο σχέδιο νόμου της κυβέρνησης για "τα εργασιακά" ο Τσίπρας μιλάει για "τη μητέρα των μαχών" και αντιπαρατάσσει τους Φωτόπουλους, είναι προφανές ότι και αυτή «η μάχη» θα δοθεί όπως και οι προηγούμενες «μητέρες των μαχών» για τα Πανεπιστήμια και την Αστυνομία σ? αυτά. Χωρίς αντιπροτάσεις, με κινητοποιήσεις κάποιων χιλιάδων – κυρίως του κουκουέδικου ΠΑΜΕ – και με συνθήματα του τύπου «δεν θα περάσει». Κι όταν θα έχει περάσει, με άλλα συνθήματα», τούτη τη φορά για την «κατάργηση στην πράξη».
Για τον Τσίπρα, δεν υπάρχει καμία ανάγκη να ρυθμιστούν παλιά και νέα προβλήματα που αντιμετωπίζουν επιχειρήσεις και εργαζόμενοι. Τα πράγματα πρέπει να μείνουν ως είχαν τον προηγούμενο αιώνα, στο ηρωικό 1980, στο οποίο και ανάγονται οι νόμοι για τα «εργασιακά». Γι? αυτό και … προειδοποιεί τον πρωθυπουργό, με τον γνωστό θρασύ τρόπο του, «να το ξανασκεφτεί και να μην επιχειρήσει να καταθέσει το νομοσχέδιο για τα εργασιακά. Κάνει λάθος αν νομίζει ότι θα καταφέρει να κρατήσει σε ύπνωση τους εργαζόμενους και τους νέους, επειδή έχει τη συντριπτική πλειονότητα των ΜΜΕ με το μέρος του»!...
Δεν έχει καν ξεκινήσει η συζήτηση γι? αυτό το νομοσχέδιο. Από «διαρροές» έχουν γίνει γνωστά κάποια πράγματα, τα οποία γνώστες του θέματος, όπως ο καθηγητής Μάνος Ματσαγγάνης (Athens Voice – 28 Απριλίου) γράφει ότι αντιμετωπίζουν θετικά προβλήματα επιχειρηματικότητας και ασφάλειας για τους εργαζόμενους, ενώ άλλα, όπως η λύση που επελέγη για τη ρύθμιση του εργασιακού καθεστώτος των εργαζομένων στις πλατφόρμες (Wolt και λοιπών) την οποία θεωρεί άστοχη, για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης όμως, δεν υπάρχει κανένα θέμα και μάλιστα «προειδοποιεί» τον πρωθυπουργό να μην τολμήσει καν να καταθέσει το νομοσχέδιο, γιατί…
Ειλικρινά, δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιο «εγχειρίδιο καλής αντιπολίτευσης», το οποίο να μπορεί κανείς να το συστήσει στον κύριο Τσίπρα. Διαβάζω όμως σε διάφορα Μέσα Ενημέρωσης ότι «χρειάζεται μια καλύτερη αντιπολίτευση» και από τη μία θαυμάζω για τις γνώσεις που πρέπει να διαθέτουν για να το προτείνουν κι από την άλλη απορώ και ανατρέχω στους Κώδικες Δεοντολογίας της δημοσιογραφίας, για να δω πού γράφουν ότι δουλειά του δημοσιογράφου είναι να ψάχνει να βρει μια «καλή αντιπολίτευση» και να την προβάλει ως πρότυπο. Αν κάποιος νομίζει ότι είναι δουλειά του, δεν έχει παρά να αφήσει το γράψιμο και να πάει στο κόμμα που τον ενδιαφέρει «να γίνει καλύτερο» και να του προσφέρει τις γνώσεις του. Κι ως τότε, καλό είναι πληροφορηθεί ότι κάθε κόμμα είναι αυτό που η ηγεσία και τα στελέχη του θέλουν να είναι. Και είναι αυτά τα στελέχη, που αν δεν τους αρέσει το κόμμα τους όπως είναι, που έχουν και την ευθύνη να το αλλάξουν.
Εκείνο που εγώ ξέρω είναι, ότι δουλειά του δημοσιογράφου είναι να κρίνει όσο πιο καθαρά, όσο πιο έντιμα μπορεί αυτό που βλέπει, αυτό που έχει μπροστά του, τις πράξεις, τις αποφάσεις, τις δηλώσεις, τη λειτουργία, την ηγεσία και τις ανακοινώσεις, είτε είναι της κυβέρνησης, είτε της αντιπολίτευσης. Και δόξα το Θεό, όλους αυτούς τους μήνες υπήρξε άφθονο υλικό που προσφέρεται για κρίσεις και επικρίσεις. Και από την κυβέρνηση, που είναι αυτή που ήρθε αντιμέτωπη με τα προβλήματα (τουρκική απειλή στον Εβρο και στο Αιγαίο, πανδημία, κλειστές επιχειρήσεις, εργαζόμενοι στον αέρα και χωρίς ακόμη σαφή προοπτική) και παίρνει τις αποφάσεις και από την αντιπολίτευση, που έναντι αυτών, για να το πω συνοπτικά, έχει πει «όχι» σε όλα και «ναι», μόνο στο αίτημα του Κουφοντίνα να επιλέγει τη φυλακή της αρεσκείας του.
Και στο τέλος, όπως ευτυχώς συμβαίνει στις Δημοκρατίες, οι πολίτες είναι αυτοί που θα κάνουν το λογαριασμό και θα στείλουν κάθε κόμμα εκεί που πιστεύουν ότι πρέπει να είναι.
Ένα στην κυβέρνηση και τα άλλα στην αντιπολίτευση για να ψάξουν να βρουν τι έφταιξε και έχασαν, να κάνουν την αυτοκριτική τους και να προχωρήσουν σε αλλαγές αν νομίζουν ότι πρέπει να κάνουν. Αρχίζοντας φυσικά από τον αρχηγό, που έχει και την πρώτη ευθύνη.
Στο ενδιάμεσο, ας ρίχνουν και καμιά ματιά στο τι λένε οι πολίτες μέσω των δημοσκοπήσεων. Μήπως και καταλάβουν τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε…