Νομίζω απολύτως τίποτα. Περάσαμε δίπλα από τα θεμελιώδη χωρίς να τα ακουμπήσουμε. Όλα αυτά τα χρόνια επικεντρωθήκαμε αποκλειστικά στην οικονομική διάσταση, ή καλύτερα στο χρήμα, στα λεφτά που χάναμε και χάνουμε χρόνο με το χρόνο. Ο τρόπος αντίληψης της πραγματικότητας, το αντικείμενο του πόθου, η επιθυμία παρέμειναν ακριβώς στο ίδιο επίπεδο. Καμία προσπάθεια κατανόησης των λαθών, ωρίμανσης ως κοινωνία. Καθηλωμένοι σε μια νηπιακή προσέγγιση, ‘’φέρτε πίσω τα λεφτά’’, δεν μας ενδιαφέρει αν ήταν δανεικά, ‘’σκίστε τα μνημόνια’’, δεν μας ενδιαφέρουν οι προϋποθέσεις της ανάπτυξης, δεν μας ενδιαφέρει ο θεσμικός εκσυγχρονισμός της χώρας, δεν μας ενδιαφέρει να συζητήσουμε κάτι άλλο. Κάτι δηλαδή σαν τον βαριά νευρωτικό που αρνείται επίμονα να δει το βάθος της πραγματικής διάστασης του προβλήματος και άρα την έξοδο προς την θεραπεία, θεωρώντας ότι ο παθολογικός συμβιβασμός της ίδιας της νεύρωσης του δίνει τη λύση.
Η μεγάλη αυταπάτη
Την περίοδο της ευδαιμονίας αφήσαμε την επιθυμία αχαλίνωτη, πέσαμε όλοι με τα μούτρα στο χρήμα, ήταν το μόνο που μας ενδιέφερε,. Όλοι ήμασταν ικανοί να διοικήσουμε, όλοι δικαιούμασταν μια θέση στο δημόσιο, ένα ρουσφέτι, ένα καινούργιο αυτοκίνητο, ένα εξοχικό. Το ότι η κατανάλωση που κάναμε δεν συμβάδιζε με το πραγματικό επίπεδο ανάπτυξης και ικανότητας της οικονομίας της χώρας, μας άφηνε και μας αφήνει παγερά αδιάφορους. Οι θεσμοί που οικοδομήσαμε επέτρεπαν τα πάντα, να φοροδιαφεύγουμε, να χτίζουμε αυθαίρετα, να ζητάμε παράλογα ρουσφέτια από τους πολιτικούς και αυτοί ψήφους από εμάς, να καταστρέφουμε το περιβάλλον και πάει λέγοντας. Είναι όλα αυτά που δεν θέλουμε να συζητήσουμε. Και τώρα με ένα αίσθημα οργής και θυμού κλαίμε γύρω από το χυμένο γάλα επιζητώντας κάποιο μαγικό τρόπο για να επανέλθουμε στην πρότερη κατάσταση.
Κατηγορούμε τα κόμματα όχι γιατί δημιούργησαν την ψευδαίσθηση αλλά γιατί δεν μπορούν να την επαναφέρουν. Αρνούμενοι την πραγματικότητα, εξορκίζουμε την κάθαρση σαν να πρόκειται για το απόλυτο κακό.
Οι διαστάσεις της κρίσης
Από το σύνολο των πτυχών εμείς αντιλαμβανόμαστε μόνο την οικονομική διάσταση και αυτή κουτσουρεμένη, βλέπουμε μόνο τα αποτελέσματά της, ουσιαστικά ότι μειώθηκαν τα εισοδήματά μας, καμία αναφορά όμως στα αίτια. Το ότι το σύνολο των θεσμών μας και το παραγωγικό μας μοντέλο δεν στηρίζονται σε υγιείς βάσεις αποτελεί ελάσσον ζήτημα. Κόμματα και ΜΜΕ φροντίζουν αδιαλείπτως βέβαια να αναπαράγουν αυτή τη μονοδιάστατη προσέγγιση, τα μεν προσπαθώντας να μας πείσουν ότι θα αποκαταστήσουν τις ζημιές, τα δε τρομάζοντάς μας με τα νέα κάθε φορά μέτρα και εκεί τελειώνει και η συζήτηση. Καμία αναφορά στις πρακτικές που μας οδήγησαν στην κρίση, καμία ρεαλιστική πρόταση εξόδου πέραν της γενικόλογης ρητορείας περί ανάπτυξης, νέων επενδύσεων και νέων θέσεων εργασίας.
Τι γίνεται όμως με τις άλλες πτυχές της κρίσης, την θεσμική, την πολιτική και εν τέλει την αξιακή;
Όλοι έχουμε συνείδηση ότι τα πράγματα με τους θεσμούς μας δεν πάνε καλά. Όλοι γνωρίζουμε ότι τα κόμματα δεν λειτουργούν όπως πρέπει, ότι το κράτος και το σύνολο των συστημάτων του, φορολογικό, ασφαλιστικό, δικαιοσύνη, εκπαίδευση, υγεία…, δυσλειτουργούν. Ενώ όμως κάθε λίγο και λιγάκι συζητάμε για τον ξύλινο λόγο των κομμάτων, για το φακελάκι του γιατρού, για την παπαγαλία στα σχολεία και την έλλειψη κριτικής προσέγγισης των πραγμάτων, για τα πτυχία χωρίς σοβαρό υπόβαθρο γνώσης, για το άδικο φορολογικό σύστημα, για τις τρομερές καθυστερήσεις απονομής δικαιοσύνης, για την αναξιοκρατία, για την αναποτελεσματική διοίκηση και πάει λέγοντας εντούτοις δεν διαμορφώνεται κανένα κίνημα διεκδίκησης αλλαγής των πραγμάτων. Ουσιαστικά δεν μας εξοργίζει όλη αυτή η κατάσταση. Μας αρκεί να αναφωνούμε κάπου κάπου ‘’που είναι το κράτος’’ και να ακούμε από τα κόμματα περί επανίδρυσης, αναδιοργάνωσης, εκσυγχρονισμού χωρίς να βλέπουμε κανένα πρακτικό αποτέλεσμα. Εξ’ου και αποφεύγουμε να συζητήσουμε το θεμελιώδες ερώτημα. Τι είδους πολίτες και τι είδους κοινωνία διαμορφώνουν αυτοί οι θεσμοί; Ας το πούμε ξεκάθαρα λοιπόν, δημιουργούν πολίτες και κοινωνίες που αδυνατούν να κάνουν τις βασικές διακρίσεις, να ξεχωρίσουν το σημαντικό από το ασήμαντο, το δίκαιο από το άδικο, το λογικό από το παράλογο, το ηθικό από το ανήθικο. Και να το πούμε όχι ως μια πράξη αυτοστιγματισμού, αλλά ως μια πράξη απελευθέρωσης από μια μη υγιή κατάσταση.
Τι γίνεται με τις ελίτ
Το μεγάλο βάρος αυτής της συζήτησης πέφτει στις ελίτ της χώρας.
Όμως οι πνευματικές ελίτ είναι ανύπαρκτες, που και που κάποιες λίγες φωνές λογικής οι οποίες όμως χάνονται μέσα στο γενικότερο χυλό, εξαφανίζονται μέσα σε ένα δημόσιο χώρο απέραντης μπουρδολογίας, σε ένα χώρο όπου τα ΜΜΕ διαθέτουν άφθονο χρόνο σε δήθεν επαΐοντες και δήθεν διανοούμενους και άπειρες ώρες σε συζητήσεις περί πυρίκαυστων μεζέων.
Οι κομματικές ελίτ χωμένες μέσα στη γυάλα τους, επιδεικνύουν μια παθολογική αγάπη για τις τακτικές που θα πλήξουν το αντίπαλο κόμμα και τους εσωκομματικούς αντιπάλους, ένα απερίγραπτο πάθος για την μικροπολιτική, κατ’ ουσία για τη μη πολιτική. Βουτηγμένα μέσα στις μικροίντριγκες και τους μικροτακτικισμούς δεν γνωρίζουν καν ότι για να ηγηθείς μιας χώρας δεν αρκούν μόνο οι επίσημοι λόγοι και τα νομοσχέδια. Πρέπει επίσης να διαμορφώνεις συμπεριφορές, κουλτούρα, να ευαισθητοποιείς, να δίνεις το παράδειγμα, να εμπνέεις τους ανθρώπους, να λες με θάρρος τι πρέπει να γίνει, όχι μόνο εδώ και τώρα αλλά και αύριο και πιο μετά.
Για τη χώρα και τα τρομακτικά της προβλήματα, για την αντιμετώπιση της ανεργίας, του ασφαλιστικού, του δυσλειτουργικού κράτους κ.λπ. σπάνια ακούς κάποια σοβαρή πρόταση από αυτά. Ή μάλλον ακούς π.χ. για αξιολόγηση και αξιοκρατία στο δημόσιο, χωρίς όμως να σταματούν την ολέθρια πρακτική τους να το διοικούν με κομματικά στελέχη. Αν δούμε δε το θέμα της επικείμενης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αντί να ξεκινήσουν μια βαθιά συζήτηση για την Ευρώπη που θέλουμε και για το ποια θα είναι η θέση της χώρας μας σε αυτή, προτιμούν να σιωπούν, θα μιλήσουν αργότερα για την Ευρώπη που δεν θέλουμε. Ας μην μιλήσουμε για το θέμα της μετάβασης της χώρας στην νέα εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, για τις δυνατότητες της τεχνητής νοημοσύνης και πως η χώρα μας θα ανταπεξέλθει σε αυτές τις τρομακτικές αλλαγές που έρχονται, αυτά είναι παντελώς εκτός ατζέντας.
Αν δεν μιλήσουν όμως για όλα αυτά πως θα οδηγήσουν τη χώρα στην έξοδο από την κρίση και στη νέα εποχή; Αν δεν μιλήσουν για τις πρακτικές που μας οδήγησαν στη κρίση, για το τι δεν κάναμε καλά, πως θα επέλθει η αυτογνωσία, πως θα κάνουμε το επόμενο βήμα; Η απάντηση είναι ότι δεν θα το κάνουμε. Αυτό που μένει είναι η αναπαραγωγή του ίδιου.
Και τώρα τι;
Είμαι πεπεισμένος ότι αν η χώρα δεν προχωρήσει με παρρησία σε μια πραγματική και νηφάλια συζήτηση για τα κακώς κείμενα, δεν θα καταφέρει να ορθοποδήσει. Αν δεν κατανοήσουμε ότι στην πολυδιάστατη κρίση μας οδηγήσαν μια σειρά λανθασμένων επιλογών και παράδοξων πρακτικών στις οποίες συμμετείχαμε όλοι (κόμματα, ΜΜΕ, συνδικάτα, πολίτες…), ο καθένας με το δικό του μερίδιο ευθύνης, δεν υπάρχει περίπτωση να την υπερβούμε.
Βέβαια η οικονομία θα ανακάμψει κάποια στιγμή (με πολύ αργό ρυθμό). Όμως αν δεν αποδεχθούμε με ειλικρίνεια ότι το πελατειακό κράτος, η αναξιοκρατία, το ρουσφέτι, η φοροδιαφυγή και πολλά άλλα δεν αποτελούν απλώς ανασταλτικούς παράγοντες της οικονομικής ανάπτυξης, αλλά ταυτόχρονα θεμελιωδώς ανήθικες πρακτικές στις οποίες δεν μπορούμε να βασίσουμε την συνύπαρξή μας ως κοινωνία, τότε δεν θα έχουμε καταφέρει απολύτως τίποτα, ακόμη και εάν μετά από κάποια χρόνια έχουμε λίγα παραπάνω χρήματα στη τσέπη μας.