Είναι πιθανό να ανήκετε στους πολλούς που, αφού παρακολούθησαν ή ενημερώθηκαν για την προχτεσινή συζήτηση περί Δικαιοσύνης στη Βουλή, αναρωτήθηκαν: «και λοιπόν; Γιατί άραγε μια τόσο φτηνή αντιπαράθεση να έχει τόση σημασία για τη Δημοκρατία;»
Ιδού, με λίγα λόγια, το γιατί.
Αυτό που έγινε εμφανές ότι διακυβεύεται είναι το γλίστρημα ή όχι σε έναν αυταρχισμό με δημοκρατική επίφαση. Τα σημάδια είναι εδώ από αρκετό καιρό αλλά ο προχτεσινός προβολέας τους έριξε ένα πρωτόγνωρο φως: καταβαράθρωση των θεσμών, χωρισμός των δημοσίων υπαλλήλων και των δημόσιων λειτουργών σε «καλούς» και «κακούς» ανάλογα με το αν υποστηρίζουν ή όχι τη σημερινή εξουσία, διάλυση των ανεξάρτητων αρχών, πιέσεις στον Τύπο και στην ελευθερία της έκφρασης, ανοιχτή προσπάθεια άλωσης του Κράτους, χρησιμοποίηση του «ταξικού», δηλαδή του κομματικού, κριτηρίου για τη λήψη των πολιτικών αποφάσεων, αδιαφορία για τις ομάδες πληθυσμού που δεν είναι προσβάσιμες εκλογικά, χρήση των χτεσινών κομματικών «αντιπάλων» σε ρόλο γενίτσαρων, συστηματική καταφυγή στη διαβολή, τη συνωμοσιολογία, τη σπίλωση, την προσωπική επίθεση. Αποκαλυπτικές όσο και ανατριχιαστικές. υπήρξαν αναφορές ή νύξεις σε φιλίες με δικαστές, κυκλώματα συγγενών ή φίλων που απεργάζονται την πτώση της εκλεγμένης κυβέρνησης, προαναγγελίες δικαστικών αποφάσεων, ανάμιξη των ψηφισμένων νόμων και των εξωθεσμικών παρεμβάσεων, εμπλοκή στελεχών του Τύπου σε θέματα κράτους-δικαίου (το μόνο ίσως λάθος του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν ότι δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να «χτυπήσει» και αυτός σε αυτό το ιδιαίτερα ολισθηρό γήπεδο), απειλές για συμμόρφωση ή τιμωρία.
Μέσα από όλη αυτή την κακοφωνία εμφανίστηκε καθαρά η εξής αντίληψη για τους θεσμούς και το Κράτος: ή μας υπηρετείτε, ή σας κάνουμε να μας υπηρετείτε. Αντίληψη απέναντι στην οποία η θεσμική και πολιτική αντίσταση συνιστά χρέος.
Δεν συζήτησαν λοιπόν, όπως συζήτησαν, οι εκπρόσωποι μας για τη Δικαιοσύνη προχτές τη Βουλή. Για τη Δημοκρατία συζήτησαν –και, ασυνείδητα ίσως, τη μοιρολόγησαν.