Όπως πολύ εύστοχα γράφει ο Νίκος Ηλιόπουλος, «…στα κοινωνικά και στα ανθρώπινα δεν υπάρχει θεωρία, υπάρχουν διαύγαση (αποσαφήνιση), κατά την ορολογία του Καστοριάδη ή κατανόηση, κατά την ορολογία της Χάνας Άρεντ». Ορίζει μάλιστα τη «θεωρία» ως «..ένα κλειστό σύστημα σκέψης, στηριγμένο σε μιαν ιδέα, που έχει έτοιμη απάντηση για τα περασμένα, τα παρόντα και τα μέλλοντα». Γι’ αυτό και καταλήγει: «Αν υπάρχει θεωρία, τέρμα στην πολιτική και στη δημοκρατία». («Προς μία αυτόνομη κοινωνία», Εκδόσεις «Νησίδες»).
Και για να προχωρήσουμε τη σκέψη του Ν. Ηλιόπουλου, αυτό πάει να πει πως αν δεν μπορεί να υπάρξει επιστημονική θεωρία στα ανθρώπινα, πόσο μάλλον δεν μπορεί να εφευρεθεί κάποια οριστική «αλήθεια». Άλλωστε, η ιδέα περί ύπαρξης «αλήθειας» επί των ανθρωπίνων, οδηγεί κατευθείαν σε κάποιο πολιτικό ή θρησκευτικό «ιερατείο», που την υπερασπίζεται ως κάτοχός της. Και από εκεί καταλήγουμε αναγκαστικά στην πυρά για τους αμαρτωλούς αμύητους ή στα στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους διαφωνούντες, μετατρέποντας την κοινωνία σε τόπο κυνηγιού των «επιτροπών δημόσιας σωτηρίας».
Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι κυβερνήσεις που είχαν αναφορές στον φασισμό ή ερωτοτρόπησαν με τον σταλινισμό, επικαλούμενες κάποια φυλετική ή ταξική «αλήθεια», αυτοχαρακτηρίστηκαν ως κυβερνήσεις εθνικής ή κοινωνικής σωτηρίας. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι και η τελευταία δική μας κυβέρνηση, πλειοδότησε σε τέτοιους σωτηριολογικούς αυτοχαρακτηρισμούς.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Τι επικαλείται ως δική της αλήθεια μία δημοκρατική κοινωνία, απέναντι στις «ιερές αλήθειες» της ράτσας, του έθνους, του Θεού, της ιστορίας ή κάποιας κοινωνικής τάξης; Η απάντηση είναι ότι δεν έχει να αντιτάξει τίποτε! Διότι είναι απολύτως απογυμνωμένη από οποιαδήποτε αλήθεια. Το μόνο που μπορεί να αντιτάξει είναι η γνώμη, η «δόξα» των πολιτών της. («Έδοξε τη βουλή και τω δήμω»).
Αυτό όμως είναι και η σαγήνη της. Γιατί έτσι η δημοκρατία γίνεται απρόβλεπτη και άσεμνη, σκερτσόζα και παιχνιδιάρα. Σαν την ανθρώπινη ψυχή. Με άλλα λόγια, γεμίζει με νόημα την ανθρώπινη ύπαρξη, σε αντίθεση με κάθε στρατόπεδο «αλήθειας», που για να μην πεθάνουν οι υπήκοοί του από πλήξη, μιμούμενο τις παλιές αυλές, επινοεί και χρησιμοποιεί γελωτοποιούς. Από τον Λάκη, ως τον Πολλάκη.
Και η πλήξη είναι η χαρακτηριστικότερη διαφορά ανάμεσα στην δημοκρατία και σε κάθε «στρατόπεδο αλήθειας». Γι’ αυτό και η δημοκρατία, ως το μόνο μη πληκτικό πολίτευμα – και δεν θα μπορούσε να είναι πληκτικό, αφού είναι μία ατέλειωτη δημιουργία – δεν έχει ανάγκη από δημόσιους γελωτοποιούς ή «ανιματέρ», για να κάνει υποφερτή τη ζωή μας. Γι’ αυτό και δεν διαθέτει Λάκηδες και Πολλάκηδες. Αν και ειδικά αυτοί, στη δημοκρατία απουσιάζουν και για έναν παραπάνω λόγο. Γιατί μαζί με όλα τα άλλα, η δημοκρατία είναι και θέμα γούστου και αισθητικής, όπως θα έλεγε η Μιμίκα Κρανάκη. (Βλ. εισαγωγή της στο «Διαβάζοντας τον Φρόϊντ»).
Η δημοκρατία δηλαδή, ακριβώς επειδή δεν έχει τίποτε άλλο από τις γνώμες των πολιτών της για να στηριχθεί, είναι και κάτι άλλο ακόμη, εξόχως σημαντικό. Είναι και «κλίμα», το οποίο δημιουργείται από την ποικιλία και την αντίθεση των γνωμών. Και όχι μόνον, αλλά δεν μπορεί καν να ζήσει χωρίς αυτό. Διότι η απουσία «κλίματος», παραπέμπει σε απάθεια της κοινωνίας, που οδηγεί στο μαρασμό της δημοκρατίας. Με άλλα λόγια, χωρίς «κλίμα» δεν μπορούμε να μιλάμε για ζωντανή δημοκρατία.
Και ερχόμαστε στα δικά μας. Όπως μάθαμε από την ανακοίνωση του προέδρου του ΣτΕ, αλλά και του συνδικαλιστικού οργάνου των δικαστών, ματαιώθηκε η διάσκεψη του δικαστηρίου με αντικείμενο τις τηλεοπτικές άδειες, λόγω του «κλίματος» που είχε δημιουργηθεί! (Απ’ όσα διέρρεαν οι σχετικοί «κύκλοι», ως «κλίμα» θεωρήθηκε το πιο φυσικό πράγμα που μπορούσε να συμβεί σε μία δημοκρατία: Την προηγουμένη είχε μιλήσει σε επιστημονική ημερίδα στον ΔΣΑ για το ίδιο θέμα ο Βαγγέλης Βενιζέλος, αντικρούοντας τον συνήγορο της κυβέρνησης)!
Το γεγονός δηλαδή ότι ζει ακόμη η δημοκρατία και μπορούν οι πολίτες να εκφράζουν διαφορετική γνώμη από αυτήν της εξουσίας, δημιουργώντας έτσι και το αντίστοιχο «κλίμα», θεωρήθηκε εμπόδιο για την διάσκεψη του ανωτάτου δικαστηρίου! Και κατέληξαν σ’ αυτήν την εκδοχή, γιατί προφανώς αγνόησαν το αυτονόητο που επισημάναμε. Ότι το «κλίμα» είναι στοιχείο της ζώσας δημοκρατίας.
Φαίνεται όμως ότι αγνόησαν και κάτι άλλο, εξ ίσου σημαντικό, για την συγκρότηση της δημοκρατίας. Ότι η ζώσα δημοκρατία, εκτός από το «κλίμα» και όλα όσα περιγράψαμε παραπάνω, είναι και κανόνες. Με πρώτον απ’ όλους, ότι οι δικαστές δικάζουν αποκλειστικά με βάση το νόμο και ποτέ με βάση το «κλίμα». Αυτά δεν κατάλαβαν οι δικαστές και γέλασε όλη η χώρα…