Η χώρα μας δεν ευτύχησε ακόμα να αποκτήσει μια σοβαρή, συνεκτική μεταναστευτική πολιτική. Παρότι έχουν περάσει κάμποσα χρόνια από τότε που άρχισαν να φτάνουν στην Ελλάδα τα πρώτα μεταναστευτικά κύματα. Η έλλειψη αυτή και τα λάθη που έγιναν γύρω από τα θέματα αυτά συνέβαλαν στη διόγκωση του προβλήματος, στην πολιτική εκμετάλλευσή του και στην εκτίναξη του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.
Δημιουργήθηκε εκ των πραγμάτων ευνοϊκό πεδίο ανάπτυξης ρατσιστικών, φασιστικών και ακροδεξιών κινημάτων, που σήμερα, από περιθωριακά φαινόμενα, έχουν εγκατασταθεί με επικίνδυνο τρόπο στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων της χώρας. Υπ? αυτή την έννοια η απόφαση του ΣτΕ που έκρινε κατά πλειοψηφία αντισυνταγματικό τον «Νόμο Ραγκούση» για την απόκτηση ιθαγένειας και για τη συμμετοχή αλλοδαπών στην ανάδειξη τοπικών αυτοδιοικητικών αρχών, έχει μεγάλη πολιτική σημασία. Ιδίως, μάλιστα, όταν στο θέμα της απονομής της ιθαγένειας η πλειοψηφία του ΣτΕ εισηγείται εκτός από τα αντικειμενικά κριτήρια (χρόνια παραμονής, εργασίας, κοινωνικής ασφάλισης, εκπαίδευσης κ.λπ.) αδιευκρίνιστα υποκειμενικά αξιολογικά κριτήρια «ελληνικότητας», που ανοίγουν «επικίνδυνους δρόμους»…
Πιθανώς, ο «Νόμος Ραγκούση» να έχει κάποιες νομικές ατέλειες ή αστοχίες. ?Η κάποια σημεία του να θέλουν κάποια αναμόρφωση. Αλλο όμως αυτό και άλλο η προσπάθεια μέσω αυτών να επανέλθουμε σ? έναν «ραφιναρισμένο νομικά» ρατσισμό, που αρνείται να συνειδητοποιήσει τη νέα πραγματικότητα που έχει δημιουργήσει η νόμιμη παραμονή στην Ελλάδα χιλιάδων μεταναστών και των παιδιών τους που έχουν γεννηθεί στη χώρα μας και που φοιτούν ή έχουν τελειώσει σχολείο εδώ. Δεν είναι δυνατόν πολίτες που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα ή που ζουν και δραστηριοποιούνται συνειδητά στη χώρα μας, μετέχοντες στους θεσμούς της (νόμιμη εργασία, σχολείο, ασφάλιση κ.λπ.), να στερούνται την ελληνική ιθαγένεια, εφόσον το επιθυμούν. Η ισότιμη και ολοκληρωμένη ένταξή τους στο ελληνικό νομικό πλαίσιο πρέπει να είναι σαφής πολιτική επιλογή μιας δημοκρατικής χώρας που αναγνωρίζει τη συμμετοχή όσων μετέχουν νόμιμα και θεσμικά στην καθημερινή ζωή της χώρας. Το ζήτημα είναι κατεξοχήν πολιτικό και δευτερευόντως νομικό και συνδέεται με το «τι χώρα θέλουμε να είμαστε»..