Ενας λόγος που δεν μας καταλαβαίνουν οι ξένοι και κάνουν συνεχώς λάθος αναγνώσεις της ελληνικής κατάστασης είναι, ίσως, ότι ούτε οι ίδιοι ξέρουμε ή αναγνωρίζουμε ποιοι είμαστε. Η συλλογική αυτογνωσία είναι εξαιρετικά χαμηλή και κυριαρχεί ο εξωραϊσμός της αυτοεικόνας μας με την επίκληση της σοφίας του λαού από τα κόμματα αλλά και με την -μελοδραματική συχνά- επίδειξη κατανόησης από το σύστημα απέναντι ακόμη και στα πιο αποκρουστικά κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας.
Λέγεται, για παράδειγμα, με έμφαση ότι, αφού η ΧΑ κατάφερε ξανά να είναι τρίτη δύναμη, με την ηγετική της ομάδα έγκλειστη στον Κορυδαλλό για δολοφονίες και άλλα κακουργήματα, μήπως να ξαναδούμε τον τρόπο που αντιμετώπισε το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα το νεοναζιστικό κόμμα, αφού η μέθοδος που ακολουθήθηκε δεν αποδίδει. Δεν πολυσυζητείται, αντίθετα, πόσο αποκαλυπτικό είναι αυτό το φοβερό φαινόμενο για την ποιότητα της παιδείας ενός σημαντικού τμήματος της ελληνικής κοινωνίας, για τη βαθύτερη σχέση πολλών με τη δημοκρατία και τη νομιμότητα, για τις παρανέργειες του φανατισμού και της απλοϊκής σκέψης, για την αποενοχοποίηση της βίας, για την κακία τόσων ανθρώπων της διπλανής πόρτας που φανερώνονται όταν κρύβονται στο παραβάν.
Καγχάζουμε, ας πούμε, για το 0,4 της ΔΗΜΑΡ και μπορούμε να απαριθμήσουμε έναν μακρύ κατάλογο με τις αιτίες του καταποντισμού της, αλλά δεν έχουμε και πολλά να πούμε για το ότι η Τελεία του Απ. Γκλέτσου με υποψήφια την Κ. Στανίση πέτυχε ένα 1,77% και κάτι αντίστοιχο η Ένωση Κεντρώων του Βασίλη Λεβέντη. Αλλωστε, το βρίσκουμε κανονικό ότι κάποιοι αγανακτισμένοι σπάνε πλάκα με την ψήφο τους, όπως φυσικά δεν μας εκπλήττει η πρωτιά της Ραχήλ Μακρή με το ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ στην Κοζάνη, η δικαίωση του Π. Χαϊκάλη που μετά την περιπέτειά του με τους κοριούς επανεξελέγη, η ανταμοιβή του Βορίδη που μετά το εμφυλιοπολεμικό του κήρυγμα έσκισε στην περιφέρειά του, η επιβράβευση του Νικολόπουλου των ΑΝΕΛ από τους Αχαιούς συμπολίτες του που προφανώς δεν είχαν ενοχληθεί από το χυδαίο ομοφοβικό tweet του σε βάρος του πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου. Σχετικό και άσχετο ότι ο Βαρουφάκης πέρασε κατά αρκετές χιλιάδες σταυρούς τον Δραγασάκη στην Β Αθήνας.
Σε πολλούς, μάλιστα, αρέσει που το ΠΑΣΟΚ τιμωρήθηκε και βρέθηκε στην τελευταία θέση της κατάταξης των κοινοβουλευτικών κομμάτων, πολύς τηλεοπτικός χρόνος αναλώνεται για να αναλυθεί το γεγονός αυτό, ρίχνει ο καθένας και από ένα βελάκι ή μια πέτρα πάνω στην πεσμένη παράταξη, αλλά δεν αφιερώνεται ο ίδιος χρόνος για να εξηγηθεί η αντοχή των ΑΝΕΛ που, πιστεύοντας πως οι Εβραίοι πληρώνουν λιγότερους φόρους, πέρασαν το ΠΑΣΟΚ χωρίς αυτό να θεωρείται σύμπτωμα παρακμής. Και βέβαια πέφτει γέλιο που ο Λεβέντης κέρδισε περισσότερους σταυρούς από τον Βενιζέλο στην Α Θεσσαλονίκης σαν ο εξευτελισμός να αφορά τον Βενιζέλο και όχι τους ψηφοφόρους που έκαναν αυτή την επιλογή.
Πέρα από την εκπροσώπηση στο κοινοβούλιο φασιστών και εκφραστών του πολιτικού underground, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και η περίφημη μετακινούμενη ψήφος, οι εκλογικοί αναλυτές τη λένε “δανεική”. Οι Νεοδημοκράτες που χάρισαν στον ΣΥΡΙΖΑ την εκτίναξη του ποσοστού του ήθελαν να διαμαρτυρηθούν για τον ΕΝΦΙΑ κοκ αλλά δεν σταμάτησαν στο Ποτάμι, πήγαν κατευθείαν στον βασικό πολιτικό αντίπαλο. Γιατί άραγε; Εγιναν ξαφνικά αριστεροί; Δεν πιστεύουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς; Το πιθανότερο είναι ότι πήγαν εκεί γιατί τους είναι οικείος ο πελατειακός κώδικας που χρησιμοποιείται και ο οποίος είναι τόσο ισχυρός ώστε υπερβαίνει τις πολιτικές, αισθητικές και αξιακές διαφορές. Τελικά, ιδεολογικοποιείται ο λαϊκισμός και αυτό καθορίζει τη νέα διαχωριστική γραμμή.
Κάπως έτσι φτάνουμε στην κυβερνητική συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ. Δεν είναι καταναγκασμός για το κόμμα του Α. Τσίπρα, είναι επιλογή. Και δεν πρόκειται για λεπτομέρεια, αλλά για την ουσία. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανέχεται απλώς τους ΑΝΕΛ και ό,τι αντιπροσωπεύουν, τους ξεπλένει. ο Α. Τσίπρας επιμένει στις αρχές του με τον πολιτικό όρκο, αφήνει λουλούδια στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής (δυο συγκλονιστικές στιγμές, λυτρωτικές μετά την κυριαρχία της λούμπεν δεξιάς) και ύστερα μοιράζει τα υπουργεία με τον Π. Καμμένο. Αντιφάσεις; Μακάρι να ήταν μόνο αυτό.