Σε ερώτηση δημοσιογράφου του τηλεοπτικού σταθμού ‘Αnt1,’ σχετικά με τον λόγο που δεν έδωσε το παρών στην εκδήλωση για τον πρώην πρωθυπουργό και πρόεδρο του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος Κώστα Σημίτη, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ απάντησε ουσιαστικά «πως δεν έχει καμία δουλειά με όλους όσοι καταχράστηκαν τα δισεκατομμύρια του ελληνικού λαού».[1]
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως η Κασσελακική αντίληψη, έτσι όπως διεφάνη στην απάντηση που έδωσε στον δημοσιογράφο,[2] αντανακλά την εκ-πεφρασμένη αρνητική αντίληψη που έχουν πολλά στελέχη του λαϊκιστικού ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία για το πρόσωπο του Κώστα Σημίτη.
Υπό αυτό το πρίσμα, στηλιτεύοντας, τόσο το πολιτικό πρόσωπο, όσο και ό,τι αυτό εξέφραζε πολιτικοϊδεολογικά, προγραμματικά και αξιακά, δια της άρνησης αυτή την φορά («μόνο εκσυγχρονισμός δεν ήταν»), δεν ξεφεύγει από την Συριζαϊκή πεπατημένη.
Αντιθέτως, εγγράφει τον εαυτό μου μέσα στον κύκλο της Συριζαϊκής ανάγνωσης και προσέγγισης της Μεταπολιτευτικής ιστορίας της χώρας, εκεί όπου μικρή σημασία έχουν τα πολιτικά πρόσωπα.
Αυτό που έχει σημασία δεν είναι παρά οι συλλογικές δράσεις και διεκδικήσεις των ‘από κάτω’, των ‘outsider,’ οι οποίοι, κάθε φορά, στην ίδια μονοσήμαντη ανάγνωση, κατόρθωναν να αλλάξουν τα πράγματα προς όφελος των πολλών.
Οπότε, ο άλλοτε υποψήφιος ευρωβουλευτής του κόμματος αντιπαρατάσσει στο μνημειώδες εγχείρημα του εκσυγχρονισμού τα κινήματα και τους ‘κύκλους διαμαρτυρίας,’ για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Αμερικανού κοινωνιολόγου Charles Tilly, κάνοντας το με το γνωστό σε πολλούς ‘Πολακικό’ ύφος[3] (‘δεν με νοιάζει ότι κα αν λέτε ότι και αν πούνε: Δεν σας υπολογίζω’), ακριβώς διότι μόνο με αυτό το ύφος, ευδιάκριτο ενίοτε και στη γλώσσα που χρησιμοποιεί, αισθάνθηκε άνετα, αισθάνθηκε ‘ικανός’ να συγκροτήσει το δικό του εθνικολαϊκιστικό υπόδειγμα.
Εντός του οποίου συμπεριλαμβάνονται, πρώτον, η διαμόρφωση ενός καθαυτό εθνικολαϊκιστικού, διχοτομικού και μανιχαϊκού σχήματος τύπου ‘ελίτ’ ή ‘λαός’ (στην Κασσελακική εθνικολαϊκιστική βουλγκάτα ή μανιέρα, ‘μόνο επιλέγεις’ και δεν συνεργάζεσαι: Και ο ίδιος ‘επέλεξε τον λαό, τον λαό μας’), και, σε ένα δεύτερο και βαθύτερο επίπεδο, μεταξύ ‘εχόντων’ και μη ‘εχόντων,’ σε ένα πολύ λεπτό γλωσσικά, συμβολικά και πολιτικά σημείο όπου οι ‘έχοντες’, για να καταστούν ‘έχοντες,’ τα ‘έκλεψαν όλα από τον λαό’, με επικεφαλής τότε τον Κώστα Σημίτη και το ΠΑΣΟΚ.
Δεύτερον, επενδύει στην επίδειξη «κοινωνικής»[4] και πολιτικής μνησικακίας, κατά τους Ανδρέα Πανταζόπουλο και Marc Angenot.
Σε μία τέτοια περίπτωση, έρχεται μετά από χρόνια ο ίδιος, ως ο φέρων το ‘δώρο’ της γλώσσας στον ‘ελληνικό λαό’ (‘λαέ, με αυτά που σου λέω σου ανοίγω τα μάτια’), για να χλευάσει και να για να ειρωνευθεί, με πεζοδρομιακό ύφος, τον Κώστα Σημίτη για ‘όλα όσα έπραξε’: ‘Τι δουλειά έχω εγώ να συνομιλήσω με τον θεμελιωτή της διαπλοκής εν Ελλάδι’; ‘Τον μη εκσυγχρονιστή’; Άρα, η απουσία του από την εκδήλωση φανερώνει την βαθιά επιθυμία του να ‘εκδικηθεί’ (μνησικακία) τον πρώην πρωθυπουργό.
Τρίτον, εστιάζει στις συνωμοσιολογικές αφηγήσεις, εκεί όπου ‘κάποιοι,’ (ποιοι; ‘Θα σας πει ο Σημίτης και όχι εγώ’) ‘κάποτε’, με ‘κάποιον τρόπο’, «σπατάλησαν τα δισεκατομμύρια του ελληνικού λαού», υπενθυμίζοντας τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2016-2018, όταν, στο όνομα μίας ‘Αριστερής τιμιότητας,’ στελέχη του συγκεκριμένου κόμματος στιγμάτιζαν και δαιμονοποιούσαν στελέχη του ΠΑΣΟΚ και όχι μόνο, καθιστώντας του a priori ‘ενόχους’ για ‘διαφθορά’ και δίνοντας το έναυσμα στα διάφορα ανώνυμα τρολ να επιτεθούν λεκτικά σε αυτά τα στελέχη, χλευάζοντας τους ίδιους, το κόμμα στο οποίο ανήκαν και τους ψηφοφόρους του.
Στην εθνικολαϊκιστική ρητορική Κασσελάκη συναιρείται ο πρώιμος ‘Καραμανλισμός’ (του Κώστα Καραμανλή του νεότερου), για τον οποίο ο Κώστας Σημίτης δεν ήσαν παρά ‘αρχιερέας της διαπλοκής’ (ο Κασσελάκης κάνει χρήση αυτού του όρου), με τον ύστερο ‘Τσιπρισμό’, για τον οποίο ‘για όλα φταίνε πάντα οι άλλοι.’
Άλλως πως, μπορούμε να δούμε, θεωρητικά, το πως πάνω το εθνικολαϊκιστικό κομβικό σημείο, όπως θα μας έλεγε ο Ernesto Laclau,[5] συνιστά το ‘έδαφος’ πάνω στο οποίο αναπτύσσεται ο νεολογισμός τον οποίο εισήγαγε στη δημόσια σφαίρα ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Εξωτερικών Ευάγγελος Βενιζέλος.
Ήτοι, ο ‘εκτσογλανισμός’ μέσω του οποίου περιγράφεται μία ολόκληρη κοσμοαντίληψη που αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ. Στον Κασσελακικό ‘εκτσογλανισμό’ τύπου ο ‘Σημίτης είναι μία Πασοκική κουφάλα όπως είπαν και άλλοι πριν από εμένα’ (οι γνωστές αντι-Πασοκικές αφηγήσεις τίθενται πάλι στο προσκήνιο) θεωρείται ένδειξη ‘αδυναμίας’ το να καθίσεις δίπλα του και να τον χαιρετήσεις όπως επιτάσσει ο θεσμικός του ρόλος.[6]
[1] Βλέπε σχετικά, ‘Κασσελάκης για Σημίτη: Τι δουλειά έχω με όλους εκείνους που έχουν σπαταλήσει τόσα δισεκατομμύρια του ελληνικού λαού,’ Διαδικτυακή έκδοση εφημερίδας ‘Πρώτο Θέμα,’ 07/11/2023, Κασσελάκης για Σημίτη: Τι δουλειά έχω με όλους εκείνους που έχουν σπαταλήσει τόσα δισεκατομμύρια του ελληνικού λαού (protothema.gr) Για την ακρίβεια, ο πρόεδρος του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς απάντησε υπό μορφή ερώτησης και δη ερώτησης ρητορικού τύπου. Δηλαδή, ερώτησης που δεν επιδέχεται απάντησης, αυτή την φορά από τον δημοσιογράφο. Με αυτόν τον τρόπο, ο νέος πρόεδρος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πρώτον, εξέφρασε την εναντίωση του στην όλη εκδήλωση για τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, διαφωνώντας, με ‘φορτισμένο’ τρόπο, με την πραγματοποίηση της. Δεύτερον, εξέφρασε την εναντίωση του προς όλους όσοι συμμετείχαν (αρχηγοί ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας, βουλευτές των δύο κομμάτων), προσλαμβάνοντας του, απλοϊκά, λαϊκίστικα και εσφαλμένα, ως μέλη ενός ‘ενιαίου δικομματικού μπλοκ που κατέκλεψε και καταχρέωσε την χώρα, οδηγώντας την στη χρεοκοπία’. Και, τρίτον, εξέφρασε την εναντίωση του προς το πρόσωπο του πρώην πρωθυπουργού, δηλώνοντας εμμέσως πλην σαφώς, δια της ρητορικής ερώτησης που υποκρύπτει πονηρία και ειρωνεία, την εναντίωση του τόσο προς το πρόσωπο του εκσυγχρονιστή Κώστα Σημίτη, όσο και προς την πολιτική του κληρονομιά, την οποία δεν προτίθεται να διεκδικήσει. Είτε εν συνόλω είτε τμήμα αυτής, όπως συμβαίνει με τον πρωθυπουργό και πρόεδρο (και πολύ ορθά) της Νέας Δημοκρατίας, Κυριάκο Μητσοτάκη. Ως προς αυτό μάλιστα, ο Στέφανος Κασσελάκης ταυτίζεται με τον πρώην πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα, που εν προκειμένω ‘δανείζονταν’ στοιχεία από συγκεκριμένους πρωθυπουργούς της Μεταπολίτευσης εκτός από δύο: Από τον Κώστα Σημίτη και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη (μπορούμε να προσθέσουμε και τον Αντώνη Σαμαρά σε αυτή την κατηγορία). Από τον Ανδρέα Παπανδρέου οικειοποιήθηκε το ύφος και την φρασεολογία του, ακόμη και την λαϊκίστικη φρασεολογία του, από τον Κώστα Καραμανλή την χαλαρότητα που συμπυκνώνονταν σε ένα μόνιμο χαμόγελο και σε εκφράσεις τύπου ‘τι γίνεται δικέ μου ή φίλε μου;’ στο εγκάρσιο σημείο όπου από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, αν και προσπάθησε, δεν κατάφερε να ‘δανειστεί’ τίποτα. Το όλο ‘Καραμανλικό’ ύφος, η ευθυκρισία που κινούνταν στον αντίποδα του λαϊκισμού της εποχής του, απέκλιναν δραστικά από το ‘Τσιπρικό’ υπόδειγμα άσκησης πολιτικής.
[2] O τρόπος με τον οποίο απάντησε καθίσταται, θεωρητικώ τω τρόπω, χαρακτηριστικός της Κασσελακικής αντίληψης περί ‘ζώσας’ πολιτικής: Από την αρχή ουσιαστικά της εμφάνισης του στο πολιτικό προσκήνιο, στα τέλη του περασμένου Αυγούστου, ο Στέφανος Κασσελάκης αφήνει αιχμές και νύξεις κατά πολιτικών του αντιπάλων, εσωκομματικών και μη, από τον δρόμο, όντας ντυμένος με casual εμφάνιση. Γιατί όμως πράττει κάτι τέτοιο; Σπεύδουμε να απαντήσουμε λέγοντας πως πράττει κάτι τέτοιο διότι με αυτόν τον τρόπο έχει την δυνατότητα να εκφραστεί όπως ‘θέλει’ και να προβάλλει τον πραγματικό του εαυτό. Διότι έχει την δυνατότητα να είναι γλωσσικά αυθόρμητος, αποφεύγοντας την στυλιζαρισμένη και επιτηδευμένη πολιτική γλώσσα, επενδύοντας συμβολικούς και γλωσσικούς πόρους, συνειδητά, προς την κατεύθυνση (ας το προσέξουμε αυτό το σημείο) του ‘λάθους’: ‘Τι σημασία έχει να κάνω εγώ ένα και δύο και τρία γλωσσικά λαθάκια; Σημασία έχει να συνειδητοποιήσει ο λαός πόσο ‘λάθος’ είναι η πολιτική του Κυριάκου Μητσοτάκη (ενδεικτικό παράδειγμα), πόσο ‘λάθος’ υπήρξε η πολιτική του Κώστα Σημίτη’. Διότι μπορεί και λέει αυτό που θέλει ελεύθερα, δίχως να έχει τον φόβο πως αυτό που θα πει θα αξιολογηθεί από στελέχη του κόμματος του.
[3] Συν τοις άλλοις, οι δηλώσεις του Στέφανου Κασσελάκη για τον Κώστα Σημίτη, φανερώνουν το πόσο κοντά βρίσκεται πολιτικοϊδεολογικά, στον ‘Πολακισμό’ και στην ατζέντα του. Εν είδει υποθέσεως εργασίας, θα υποστηρίξουμε πως στο σύντομο χρονικό διάστημα που βρίσκεται στην προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ, ο Κασσελάκης έχει μετατρέψει τον ΣΥΡΙΖΑ σε ένα «κόμμα γνώμης», σύμφωνα με την διατύπωση του Κώστα Λάβδα, εκεί όπου ‘όλοι έχουν μία άποψη για όλα και κυρίως για τα εσωκομματικά.’ Εκεί όπου ‘όλοι’ δεν ξεκινούν τις δημόσιες παρεμβάσεις τους αν δεν μιλήσουν πρώτα για τα εσωκομματικά του κόμματος τους, μιμούμενοι τον ναρκισσισμό (ας θυμηθούμε τον «ναρκισσισμό της ελάχιστης διαφοράς» του Φρόιντ) του αρχηγού τους. Βλέπε και, Λάβδας, Κώστας., ‘Κεντροαριστερά, εκλογικά καρτέλ και ευρωπαϊκή σύγκλιση. Η Ιταλία σε συγκριτική προοπτική,’ στο: Κατσούλης, Ηλίας., (επιμ.), ‘Νέα Σοσιαλδημοκρατία. Περιεχόμενα πολιτικής, θεσμοί και οργανωτικές δομές,’ Εκδόσεις Σιδέρης Ι., Αθήνα, 2002, σελ. 215. Για την Φροϋδική ανάλυση, βλέπε και, Spaaij, R., ‘Understanding football hooliganism. A comparison of Six Western European Football Club,’ Amsterdam, Amsterdam University Press, 2006.
[4] Βλέπε σχετικά, Angenot, Marc., ‘Dialogues des sourds. Traite de rhetorique antilogique,’ Paris, Mille et une nuits, 2008, σελ. 336-350. Και, Πανταζόπουλος, Ανδρέας., ‘Η λαϊκιστική μνησικακία,’ Κείμενο Εργασίας, Κύκλος Ιδεών, 06/06/2017, Η λαϊκιστική μνησικακία (ekyklos.gr)
[5] Παρά τις συχνές αναφορές του στο ενδεχόμενο να αναλάβει κάποτε την πρωθυπουργία της χώρας, ο Στέφανος Κασσελάκης και οι συν αυτώ δεν διακρίνονται από την «έντονη προσήλωση τους στο στόχο της κατάληψης της πολιτικής εξουσίας», για να στραφούμε στην ανάλυση των Λάβδα και Di Virgilio. Άλλωστε, δεν μπορεί να γίνει και διαφορετικά. Βλέπε και, Λάβδας, Κώστας., ‘‘Κεντροαριστερά, εκλογικά καρτέλ και ευρωπαϊκή σύγκλιση. Η Ιταλία σε συγκριτική προοπτική,’ στο: Κατσούλης, Ηλίας., (επιμ.), ‘Νέα Σοσιαλδημοκρατία. Περιεχόμενα πολιτικής, θεσμοί και οργανωτικές δομές…ό.π., σελ. 215. Di Virgilio, A., ‘Electoral Alliances: Party identities and coalition games,’ European Journal of Political Research, 34, 1998. Εναργώς διαφαίνεται η πολύ μεγάλη διαφορά του Κώστα Σημίτη από τον Στέφανο Κασσελάκη, τόσο ως προς το ύφος δημόσιας παρουσίας και άσκησης πολιτικής, τόσο ως προς την διαμόρφωση ολοκληρωμένων στρατηγικών (το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα ενίσχυσε και προσέδωσε νέα δυναμική στη διαδικασία εξευρωπαϊσμού της χώρας), τόσο ως προς αντιμετώπιση των πολιτικών αντιπάλων, τόσο ως προς την υπευθυνότητα που πρέπει να διακρίνει έναν πολιτικό. Ο Κώστας Σημίτης κόμισε στην ελληνική πολιτική σκηνή την αρχή ‘είμαι υπόλογος και υπεύθυνος για όσα λέω και όσα κάνω.’ Πως τεκμαίρεται ο προδήλως εσφαλμένος ισχυρισμός του Στέφανου Κασσελάκη πως ο Κώστας Σημίτης δεν ήσαν εκσυγχρονιστής; Δεν τεκμαίρεται γιατί πολύ απλά δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο. Ίδιον του Κασσελακικού υποδείγματος άσκησης πολιτικής είναι η χρήση γλωσσικών αφορισμών και όχι μόνο μίας χρήσεως: Όσο μεγαλύτερος ο αντίκτυπος του αφορισμού, τόσο λιγότερο αισθάνεται ο Στέφανος Κασσελάκης την ανάγκη να εξηγήσει τι εννοεί και να επιχειρηματολογήσει πειστικά.
[6] Η έλλειψη θεσμικής παιδείας καθίσταται ευδιάκριτη.