Η συζήτηση για την σύγκρουση της Δύσης με την Ανατολή, με αιχμές τις ΗΠΑ και την Κίνα αντίστοιχα, έχει ανοίξει εδώ και δύο δεκαετίες τουλάχιστον, η ανακοίνωση της τεχνολογικής και αμυντικής συνεργασίας μεταξύ ΗΠΑ, Μεγάλης Βρετανίας και Αυστραλίας, την έφερε στην αιχμή της επικαιρότητας. Ταυτόχρονα όμως άνοιξε και άλλα θέματα μείζονος σημασίας, τόσο για το περιεχόμενο και την κατάληξη αυτής της σύγκρουσης, όσο και για τον ρόλο της ΕΕ, της Ρωσίας και της Ινδίας.
Καλό είναι όμως να δούμε την ιστορική εξέλιξη των σχέσεων Δύσης Ανατολής και πώς φθάσαμε στην σημερινή πραγματικότητα, που μοιάζει η ιστορία να κάνει κύκλο ή κατ’ άλλους εκδικείται.
Μέχρι τον 15ο αιώνα η Δύση και η Ανατολή, είχαν παραπλήσια οικονομική ανάπτυξη. Τον 15ο και 16ο αιώνα η Ευρώπη ευρισκόμενη σε θέση υπεροχής, οικονομικής και τεχνολογικής, δημιουργεί τις αποικίες και ξεκινάει η δική της μεγάλη ανάπτυξη, έναντι της στασιμότητας στην Ασία.
Μετά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο, έχουμε την μεγαλύτερη παγκόσμια ανισότητα. Από την δεκαετία του '80 και τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις στην Κίνα που εισήγαγε ο Τενκ Χσιαο Πινκ, μετά το θάνατο του Μάο, άρχισε η ψαλίδα της ανισότητας να κλείνει. Και το ερώτημα είναι πότε θα φθάσει στο ίδιο επίπεδο με την Δύση, σε 10 χρόνια ή σε περισσότερα και πόσα. Η αλλαγή της οικονομίας στην Κίνα, αλλά και στις άλλες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ασίας και, το άνοιγμα στην παγκόσμια οικονομία, είναι ο πρώτος παράγοντας αυτής της εξέλιξης, ο δεύτερος η Τεχνολογική επανάσταση, ιδιαίτερα στους τομείς της Πληροφορικής και της Επικοινωνίας.
Δηλαδή, εάν η πρώτη βιομηχανική επανάσταση οδήγησε στην μεγάλη ανάπτυξη στην Ευρώπη και στην βόρεια Αμερική και την έκρηξη της παγκόσμιας ανισότητας, η 4η βιομηχανική επανάσταση οδηγεί στο αντίστροφο, και η ειρωνεία είναι, ότι ξεκίνησε από την Δύση για να εκμεταλλευτεί την Ανατολή και πολύ γρήγορα άρχισε να παράγει αντίστροφα αποτελέσματα.
Γιαυτό και υποστηρίζεται από το 91% των Βιετναμέζων και, μόνο από το 37% των Γάλλων, για να περιοριστώ σε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αυτή η αντιστροφή, σε συνδυασμό με την έκρηξη των μεταναστευτικών-προσφυγικών ροών, έχει δημιουργήσει, εσωτερικές αμφισβητήσεις της φιλελεύθερης δημοκρατίας στην Δύση, από ρεύματα σε διαφορετικές πλευρές του πολιτικού φάσματος, και μια εξίσου σημαντική ελκτικότητα στο Κινεζικό μοντέλο, σε μεγάλο αριθμό χωρών με δεσποτικά ή αυταρχικά καθεστώτα, όπως παλιότερα ασκούσε το δυτικό μοντέλο. Ίσως αυτός να είναι και ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες.
Λίγο πριν το Μιλένιουμ, άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες ανησυχίες στην Δύση, κυρίως στις ΗΠΑ, ενώ η ΕΕ, ακόμη δεν έχει αποφασίσει τι την συμφέρει. Ο Ομπάμα άρχισε να μιλάει για μια στρατηγική soft αντιμετώπισης της Κίνας, όπως την άσκηση πίεσης για τα ατομικά δικαιώματα, το περιβάλλον, την παιδική εργασία. Ο Τράμπ, όπως σε πολλούς τομείς, είχε μπούσουλα το αντίθετο του Ομπάμα, ουσιαστικά ανέστειλε την στρατηγική Ομπάμα και αντιμετώπισε, πιστός στο σύνθημά του "Πρώτα οι ΗΠΑ" Κίνα και ΕΕ, με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή με αυξήσεις δασμών σε τομείς που έχουν οι ΗΠΑ, εμπορικό έλλειμμα. Και τώρα ο Μπάιντεν, ο πρόεδρος της μιας θητείας, επιτάχυνε την στρατηγική Ομπάμα, αλλά ενίσχυσε και την hart πολιτική. Η συμφωνία τεχνολογικής και αμυντικής συνεργασίας, μπορεί από κάποιους να ερμηνεύεται ως ενίσχυση της ασφάλειας της Αυστραλίας και χάιδεμα στα Αυτοκρατορικά αντανακλαστικά της Μεγάλης, κατ' όνομα ποια Βρετανίας. Είναι σαφές όμως, ότι είναι μήνυμα προς την Κίνα. Μήνυμα, ότι δεν θα αποκτήσει ποτέ πρωταγωνιστικό ρόλο.
Με ποιον τρόπο όμως θέλει να στείλει το μήνυμα;
Η Τεχνολογική και Αμυντική συνεργασία των τριών χωρών, σημαίνει άμεση στρατιωτική απειλή;
Δεν μπορούσαν να στείλουν αυτό το μήνυμα οι ΗΠΑ μόνες τους, όπως το έχουν κάνει πολλές φορές μέχρι τώρα, γιατί τώρα κάνουν την επιλογή της τριμερούς συνεργασίας; Πιστεύω πως:
α) Σίγουρα, δεν έχουν από μόνες τους την οικονομική δυνατότητα να στηρίξουν μια στρατηγική αποτελεσματικού περιορισμού της Κίνας, αφού θα ζημιωθούν και οι ίδιες. β) Το μήνυμα δεν είναι άμεσης στρατιωτικής απειλής, διότι, εκτός της Ρωσίας και η Κίνα, διαθέτει ισχυρές ένοπλες δυνάμεις και κυρίως πυρηνικά όπλα. Έτσι ούτε συμβατικός πόλεμος μπορεί να γίνει ούτε πυρηνικός. Τότε γιατί έκανε αυτήν την επιλογή ο Μπάιντεν, απλώς για να κερδίσει τα συμβόλαια των υποβρύχιων από τον Μακρόν; Σίγουρα είναι και αυτός βασικός λόγος, αφού η ασφάλεια της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας, προσφέρεται αποκλειστικά από τις ΗΠΑ και μόνο αυτές μπορούν να την προσφέρουν.
Οι ΗΠΑ θέλουν να αντιμετωπίσουν την Κίνα με την αύξηση των δαπανών για τους εξοπλισμούς, γνωρίζει την στρατηγική αυτή, την εφάρμοσε στην περίοδο του Ψυχρού πολέμου απέναντι στην Σοβιετική Ένωση και ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που κατέρρευσε η ΕΣΣΔ.
Οι δαπάνες για στρατιωτικούς εξοπλισμούς των ΗΠΑ, ακόμη και σήμερα, είναι 3,5 φορές υψηλότερες της Κίνας. Η Κίνα την διαφορά αυτή που είναι εκατοντάδες δις δολάρια ετησίως, την χρησιμοποιεί για την οικονομική της ανάπτυξη και την οικονομική διείσδυση σε όλο τον κόσμο. Όμως η σημερινή Κίνα έχει καπιταλιστική εξωστρεφή οικονομία, που παράγει πλούτο με πολλαπλάσιους ρυθμούς από τις ΗΠΑ και δεν έχει φιλελεύθερη δημοκρατία με το "υψηλό κόστος" της, συνεπώς δεν φαίνεται να είναι τόσο σίγουρο το αποτέλεσμα.
Η ΕΕ, εκτός από την Γαλλία, αντέδρασε με αμηχανία, γιατί από την μια πλευρά καταλαβαίνει ότι οι ΗΠΑ πλέον στα θέματα ασφάλειας, αλλά και οικονομίας, αναπτύσσουν μια αυτόνομη στρατηγική από την άλλη βλέπουν ότι αυτή η επιλογή θα την οδηγήσει στην αύξηση των αμυντικών δαπανών και σε δυσκολίες στις οικονομικές συναλλαγές με την Κίνα.
Η Ελλάδα βέβαια, ειδικά με την σημερινή κυβέρνηση, είναι εκτός φάσης, ετοιμάζεται να υπογράψει πενταετή διευρυμένη αμυντική συμφωνία με τις ΗΠΑ, χωρίς δεσμεύσεις ασφάλειας, όπως έγινε και με την αγορά των Ραφάλ. Για το ύψος των αμυντικών δαπανών της χώρας μας, παίρνουμε εύσημα από την Ουάσιγκτον, αφού είναι πολύ πιο υψηλός από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και σχεδόν ισοϋψής, ως ποσοστό του ΑΕΠ, με αυτό των ΗΠΑ. Τρία και πλέον δις ευρώ δώσαμε για τα Ραφάλ στην Γαλλία, ανάλογα πακέτα περιμένουν Ουάσιγκτον και μερικές χώρες της ΕΕ.
Είμαστε σωστοί, κανείς σύμμαχος δεν έχει παράπονο.