Αρκετοί φίλοι, και όχι μόνο αναγνώστες της ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ, διακρίνουν ένα διαφορετικό τόνο στις δημόσιες θέσεις που παίρνω το τελευταίο διάστημα. Είναι αλήθεια. Αλλά θέλω να πιστεύω πως οφείλεται σε αλλαγή της πραγματικότητας, όχι των ιδεών μου.
Το ζήτημα, μέσα στην απίστευτη πολυπλοκότητα του, θα μπορούσε να περιγραφεί σχετικά απλά:
οι εξελίξεις του 2013 (πάγκοινη διαπίστωση για την ανάγκη ανάπτυξης παγκοσμίως και κυρίως στην Ευρωζώνη, Κυπριακή κρίση και αλλαγές στο χώρο των τραπεζών, γερμανικές εκλογές και ανάδειξη μιας νέας συμμαχίας στην εξουσία, πολιτικές και κοινωνικές αντοχές και μη αντοχές στην Ελλάδα, αρχή αποχώρησης ορισμένων χωρών από τα Μνημόνια τους, αύξηση του αντι-ευρωπαϊσμού και πορεία προς ευρωεκλογές) πολιτικοποίησαν ντε φάκτο την κρίση και τον τρόπο αντιμετώπισης της΄
η δημοσιονομική προσαρμογή της Ελλάδας υπήρξε καλύτερη του αναμενομένου (εξ ου και το πρωτογενές πλεόνασμα), κάτι που δεν ισχύει για την πρόοδο στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων΄
η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αποφάσισαν, πέρσι και όχι φέτος, να στηρίξουν και όχι να εγκαταλείψουν την Ελλάδα και δεν υπάρχει κανένας λόγος να έχουν εν τω μεταξύ αλλάξει στάση.
Με αυτά τα δεδομένα, θα ανέμενε κανείς οι παρούσες διαπραγματεύσεις να έχουν πιο πολιτικό χαρακτήρα, με προσπάθεια της μεν τρόικας να συνεχιστεί η τήρηση των συμφωνημένων, της δε Ελλάδας να ληφθούν υπόψη οι προσπάθειες και οι βελτιώσεις, όπου καταγράφονται, αλλά και η ανάγκη να αντιστραφεί το συντομότερο δυνατό ο κύκλος της ύφεσης. Προφανώς οι διαπραγματεύσεις δεν πήραν αυτό το δρόμο, αφού εμφανίζονται δυσκολότερες και τεχνικότερες-λεπτομερειακότερες από ποτέ.
Τι και ποιος φταίει; Η ελληνική πλευρά στο μέτρο που δίνει την εντύπωση ότι επιθυμεί να αλλάξει μονομερώς πορεία, να πισωγυρίσει από τις ευθύνες και τις δεσμεύσεις της και να αρχίσει να μοιράζει το όποιο πλεόνασμα πριν ακόμα το δει. Δόθηκε τέτοια εντύπωση; Παρά κάποιες αστοχίες, δεν το πιστεύω: από τα πιο επίσημα χείλη έχει βεβαιωθεί ότι η προσπάθεια συνεχίζεται και θα συνεχιστεί, ότι η βοήθεια της Ένωσης (σίγουρα με τη μορφή της καλής και στενής σχέσης) είναι απαραίτητη και επιθυμητή, ότι δεν «υπάρχει επιστροφή» (τουλάχιστον εκ μέρους των δυνάμεων που σήμερα κυβερνούν) στις συνήθειες του παρελθόντος.
Αυτά δεν λέγονται μόνο, σε μεγάλο βαθμό και πράττονται: δεν υπήρξε καμία δημοσιονομική χαλάρωση, ενώ γίνονται (με δυσκολία, που δεν πρέπει όμως να εκπλήσσει κανέναν) και βήματα σε μεταρρυθμιστικά πεδία ως τώρα σχεδόν ακίνητα (δημόσια διοίκηση, αξιολόγηση, φορολογία, προσέλκυση επενδύσεων). Φυσικά υπάρχει βαρυγκόμια (σε ποια χώρα υπό Μνημόνιο η εξουσία αισθάνεται άνετα;), φυσικά λέγονται διάφορα για εσωτερική κατανάλωση (μήπως όμως κι αυτό είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο;), όμως η εικόνα είναι σαφής: η ελληνική κυβέρνηση ανταποκρίνεται όσο μπορεί καλύτερα στις υποχρεώσεις της, μέσα σε ένα δύσκολο πολιτικό (άγρια αντιπολίτευση) και εύθραυστο κοινωνικό (αύξουσα ανέχεια) περιβάλλον.
Άρα, υπάρχει και ευθύνη της τρόικας για την τροπή που παίρνουν τα πράγματα. Και αυτή, κατά τη γνώμη μου, συνίσταται στον επιτακτικό τόνο, στη μη λήψη υπόψη της πολιτικής και κοινωνικής συγκυρίας, στην αγνόηση των θετικών (θετικών, ας μην το ξεχνάμε, σε σχέση με το πρόγραμμα, όχι με τις πραγματικές συνέπειες του) και στην έμφαση στα αρνητικά, στην επικέντρωση στα επουσιώδη και όχι στα ουσιώδη. Στο μέτρο που οι θεμελιώδεις δεσμεύσεις τηρούνται, θα μπορούσε –και θα έπρεπε- να υπάρχει μεγαλύτερη ευελιξία στις λεπτομέρειες.
Ίσως κάποια από αυτά τα επιχειρήματα να έπρεπε από πλευράς μας να ειπωθούν έμμεσα και σε άλλα βήματα –ελπίζω ότι υπάρχει ακόμα χρόνος γι’ αυτό. Θα ήταν όμως άδικο, και αδικαιολόγητο, να τιμωρηθεί μια κυβέρνηση, και μια χώρα, τη στιγμή της μεγαλύτερης προσαρμογής της και της μεγαλύτερης ανάγκης για σταθεροποίηση –σε Ελλάδα και Ευρώπη. Αυτή η αδικία πιστεύω ότι υπάρχει καθήκον να μην αφεθεί να λάβει χώρα.