«Παρακαλείται όποιος έχει καταλάβει τι ακριβώς διαπραγματευόμαστε με την τρόικα και τους δανειστές μας αυτή την εποχή να σηκώσει το χέρι του για να κληθεί να το εξηγήσει και στους υπόλοιπους», θα μπορούσε να είναι μία μικρή ή μεγάλη αγγελία στον Τύπο. Γιατί μέσα στον ορυμαγδό των δηλώσεων των ημετέρων αξιωματούχων τις τελευταίες εβδομάδες και τον λεγόμενο «δημόσιο διάλογο» στα μίντια, είναι βέβαιο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών έχει χαθεί. Αλλο αν τάσσεται υπέρ της… εθνικής ομάδας και εναντίον -κυρίως αυτό- της τρισκαταραμένης τρόικας, που κατά γενική αντίληψη «μας πίνει το αίμα με το μπουρί της σόμπας», η ανελέητη. Η εδραιωμένη αντίληψη άλλωστε είναι ότι οι τροϊκανοί εισέβαλαν στα άγια εδάφη μας, χωρίς πρόσκληση, για να διαλύσουν την ευλογημένη πατρίδα, που ώς εκείνη τη στιγμή ευημερούσε και ήταν η δακτυλοδεικτούμενη του πλανήτη για τη σοφία και την αποτελεσματικότητα με την οποία χειριζόταν τα θέματά της…
Τι διαπραγματευόμαστε λοιπόν με τόση ένταση; Διαπραγματευόμαστε το δικαίωμα στην παραγωγή ελλειμμάτων, ή μήπως γενναία ρύθμιση του χρέους σε χρόνο που εμείς θέλουμε, δηλαδή πριν από τις ευρωεκλογές; Διαπραγματευόμαστε την ορθότητα των εκτιμήσεών μας για τις δαπάνες και τα έσοδα, ή το μέγεθος του πρωτογενούς πλεονάσματος; Διαπραγματευόμαστε τον εθνικό πόθο για απαλλαγή από κάθε έλεγχο και επιτήρηση, ή την άρνηση να εκπληρώσουμε υποχρεώσεις για τις οποίες συμφωνήσαμε και βάλαμε υπογραφή; Μήπως πάλι, διαπραγματευόμαστε την αξίωση να μην παίρνουμε μέτρα, παράλληλα με την υποχρέωση των άλλων να μας στηρίζουν χωρίς όρους και μνημόνια; Και εφόσον διαπραγματευόμαστε, δηλαδή βρισκόμαστε σε μία διαδικασία «δούναι και λαβείν», τι ακριβώς ή περίπου, δίνουμε εμείς στους άλλους; Τέλος, μια και βρισκόμαστε σε διαπραγμάτευση, γιατί βάζουμε «κόκκινες γραμμές»; Για να γνωρίζει η άλλη πλευρά τα όριά μας και να μην τολμήσει να τα παραβεί, γιατί δεν εμπιστευόμαστε τους εαυτούς μας ότι θα τα τηρήσουμε οι ίδιοι, ή για να αυτοεγκλωβιζόμαστε αποκλείοντας ελιγμούς και συμβιβασμούς;
Προφανώς μικρή σημασία έχει ότι εκκρεμούν οι απαντήσεις και οι εξηγήσεις στα παραπάνω, αφού είναι εξασφαλισμένη η συμπαράσταση της ελληνικής κοινής γνώμης στην εθνική προσπάθεια της «επί θύραις» διαπραγμάτευσης. Αλλά ενώ η ελληνική κυβέρνηση με τη βοήθεια των μίντια έχει βάλει στο στόχαστρο την τρόικα, την ίδια στιγμή ζητάει να αναγνωρίσουν οι ξένοι «τις θυσίες του ελληνικού λαού» και να δείξουν κατανόηση. Κατά μία ερμηνεία ζητάει… έλεος, αφού αυτές οι θυσίες δεν έγιναν για να περιφρουρηθεί η ευημερία των υπόλοιπων Ευρωπαίων, αλλά για να σωθεί η Ελλάδα και οι πολίτες της από την άβυσσο της άτακτης χρεοκοπίας. Εκτός αν υπονοείται ότι η Αθήνα δεν εξεβίασε, όπως θα μπορούσε υποτίθεται, κατά τον ΣΥΡΙΖΑ, απαιτώντας διαγραφή του χρέους της, τότε που ο ουρανός απειλούσε να μας πλακώσει και η Ευρωζώνη δεν είχε προλάβει να θωρακισθεί.
Στην πραγματικότητα, την ένταση και την πολιτική διαπραγμάτευση την προκαλούν οι ευρωεκλογές του Μαΐου του 2014, ή οι ταυτόχρονες τριπλές εκλογές. Εστω όμως ότι θα διεξαχθούν μόνον οι ευρωεκλογές και είναι λογικό να επιδιώκει η κυβέρνηση να πάει σ’ αυτές δαφνοστεφανωμένη κατά κάποιον τρόπο. Οτι αυτή είναι που όρθωσε το ανάστημα απέναντι στην τρόικα, έβγαλε τη χώρα από το τούνελ στο φως, χωρίς νέα μέτρα, πέτυχε ρύθμιση του χρέους, έδωσε τέλος στα μνημόνια και άλλα συναφή. Φοβάται και σωστά ότι αν η κάλπη βγάλει πρώτο και με διαφορά τον ΣΥΡΙΖΑ, θα χάσει την πολιτική νομιμοποίηση και δεν θα μπορέσει να σταθεί στη συνέχεια. Από την άλλη πλευρά όμως, ευρωεκλογές έχουν και οι δανειστές που φοβούνται πολύ τον αυξανόμενο ευρωσκεπτικισμό που αναπτύσσεται στην Ευρωζώνη. Και αν τα κόμματα που τον εκφράζουν στείλουν μεγάλο αριθμό εκπροσώπων στο Ευρωκοινοβούλιο, θα κλονιστεί το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Ετσι, αν και επιθυμούν οι κυβερνήσεις τους να παρουσιάσουν ως επιτυχημένο το πρόγραμμα στήριξης, δεν θέλουν, προεκλογικά τουλάχιστον, να δείξουν προθυμία για νέες διευθετήσεις υπέρ της Ελλάδας.