Και στο «μας» δεν βάζω τα θύματα. Βάζω όλο τον περίγυρο που βλέπει, ξέρει ή υποψιάζεται, που ακούει και στέκεται παθητικός, αμήχανος, φοβισμένος, αν όχι αδιάφορος μιας και «έτσι μάθαμε πως λειτουργούν τα πράγματα». Καθημερινά όλο και κάποιος βγαίνει για να πει ότι «τότε» (και το τότε είναι πριν 25, 20, 15 χρόνια) «είχα ακούσει αυτό για τον καταγγελλόμενο (και δεν αναφέρομαι μόνο στον καταγγελλόμενο πρώην διευθυντή του Εθνικού θεάτρου, αλλά και σε άλλους γνωστούς ηθοποιούς ή σκηνοθέτες που καταγγέλθηκαν επωνύμως). Κι αυτοί που ήξεραν ή άκουσαν, που τα θύματα ήταν φίλοι - φίλες και συνάδελφοι δεν αντέδρασαν. Ίσως ατομικά ο καθένας να ένιωθε πως ήταν δύσκολο. Αλλά αν πήγαιναν μια παρέα όλοι μαζί στον «θύτη» και του έτριζαν τα δόντια; Δίχως στην πρώτη τους κίνηση να κάνουν παραπέρα ενέργειες (αστυνομία, εισαγγελέα). Έτσι απλά να τον έπιαναν ήπια ή άγρια από το γιακά και να του έλεγαν «σταμάτα γιατί θα σε λιανίσουμε». Μήπως τότε θα μαζευόταν; Μήπως κάποια –πολλά- θύματα θα γλίτωναν;
Μα και στο πανεπιστήμιο που οι επώνυμες καταγγελίες για δυο καθηγητές στο ΑΠΘ ήταν δεκάδες, και από τις καταγγέλλουσες φοιτήτριες γράφτηκε ότι απευθύνθηκαν σε άλλο καθηγητή αλλά εκείνος δήλωσε αδυναμία, μήπως κι εκεί θα μπορούσε να κλείσει από την αρχή αυτή η πληγή; Μήπως, αν πήγαινε μια ομάδα συναδέλφων μαζί με τον/την πρόεδρο του τμήματος στο γραφείο του και τον στρίμωχναν για να σταματήσει, αλλιώς…, μήπως τότε θα γλίτωναν πολλές δεκάδες φοιτήτριες τον εκβιασμό, τη βία και την παρενόχληση που δέχτηκαν;
Μήπως η βία των φασιστοειδών, τάχα μου «εναλλακτικών», στα πανεπιστήμια δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί δίχως την ανοχή της πλειονότητας των πανεπιστημιακών και τη συνενοχή πολιτικών ομάδων και κομμάτων μέσα στην κοινωνία;
Μήπως η άνεση που είχαν οι παράγοντες ή οι προπονητές να εκβιάσουν και να βιάσουν αθλήτριες, βασιζόταν στην ασφάλεια της ανοχής και συνενοχής που άμεσα ή έμμεσα δήλωνε ο περίγυρος των άλλων παραγόντων;
Μήπως ανάλογα χαρακτηριστικά δεν βλέπουμε -δίχως να τα αξιολογούμε με τη σημασία που πραγματικά έχουν- και στη σχολική βία μέσα στις ομάδες των συνομηλίκων; Η σχολική βία, η λειτουργία του “θύτη” και του “θύματος” δεν γίνεται κατά κανόνα εν κρυπτώ. Γίνεται μέσα στην παρέα του διαλείμματος, μέσα στην ομάδα των συνομηλίκων. Γίνεται μπροστά στα άλλα παιδιά. Γίνεται με τη σύμφωνη γνώμη τους ή με την σιωπηλή ανοχή τους. Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Γιατί και ο “θύτης” κατά κανόνα αποβλέπει σε κάποιο ίδιον όφελος μέσα στην ομάδα (επιβεβαίωση της ηγετικής του θέσης, επιβολή της επιλογής του στους άλλους, κ.α.). Επίσης και γιατί (όπως και σ? όλες τις άλλες περιπτώσεις) ο “θύτης” δεν θα μπορούσε να ασκήσει βία αν είχε την ενεργό αντίδραση της ομάδας εναντίον του. Η σχολική βία είναι ένα φαινόμενο της ομάδας των συνομηλίκων και όχι μόνο μεμονωμένων “θυτών” και “θυμάτων”. Γι? αυτό και είναι ένα σοβαρό παιδαγωγικό ζήτημα που αφορά στο σύνολο του μαθητικού πληθυσμού. Η σχολική βία είναι μέρος του φαινομένου της βίας στην κοινωνία των ενηλίκων. Με ένα επιπλέον σημαντικό χαρακτηριστικό: τροφοδοτείται από τις αξίες της βίας και του μη σεβασμού του άλλου που κυριαρχούν στην ενήλικη κοινωνία, για να την τροφοδοτήσει στην επόμενη γενιά με πολίτες παρόμοιας κουλτούρας. Γι? αυτό το λόγο και θεωρώ σημαντικό να αναφερθούμε στη σχολική βία σε ξεχωριστό επόμενο κείμενο.
Τα «μήπως» δεν έχουν τελειωμό. Και απλώνονται σαν την κηλίδα πετρελαίου στη ανοιχτή θάλασσα. Γιατί μπορεί να εστιάζουμε σήμερα στην ακραία και απεχθή εκδοχή του βιασμού ανηλίκων, αλλά το πρόβλημα είναι πολύ, πολύ πιο μεγάλο και μας σκεπάζει όλους μας. Εδώ και μερικούς μήνες, ξεκινώντας από την καταγγελία της κ. Μπεκατώρου έχει ανοίξει ο ασκός του Αιόλου με καταγγελίες στους χώρους του αθλητισμού, του θεάτρου και των πανεπιστημίων. Και είναι πολλοί αυτοί που λένε και γράφουν, ότι δυστυχώς η σεξουαλική βία ενάντια σε γυναίκες (κυρίως) αλλά και σε άντρες είναι φαινόμενο που εκδηλώνεται σε όλους τους κοινωνικούς χώρους μηδέ της οικογένειας εξαιρουμένης. Μήπως να δούμε και τη σχολική βία ως μέρος αυτού του φαινομένου, με τα αδιαμφισβήτητα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της; Μπορεί εμείς να βλέπουμε μέσα από τις επίσημες καταγγελίες την κορυφή του παγόβουνου αλλά φαίνεται πως το μεγαλύτερο κομμάτι του είναι κρυμμένο κάτω από την επιφάνεια του νερού. Και ίσως εκεί η σεξουαλική βία να μην εκδηλώνεται πάντα με αυτές τις ακραίες μορφές που είδαμε αλλά, όπως και να το κάνουμε, το φαινόμενο είναι ενιαίο. Το πέρασμα από την μια ποιότητα βίας στην άλλη είναι πολλές φορές ζήτημα δευτερολέπτων ή εύθραυστων διαχωριστικών γραμμών. Όπως και η διάκριση της σεξουαλικής βίας από άλλες μορφές βίας σωματικής, ψυχολογικής ή λεκτικής. Έχουμε λοιπόν μπροστά μας ένα φαινόμενο με διάφορες εκδοχές και αποχρώσεις αλλά με κοινές ρίζες: μια κουλτούρα από όπου απουσιάζει ο σεβασμός του άλλου, ο σεβασμός της αξιοπρέπειας, της ζωής και της προσωπικότητας του άλλου, απουσιάζει ο σεβασμός στην ελεύθερη έκφραση του άλλου, ο σεβασμός στο δικαίωμά του να ορίζει τον εαυτό του, το σώμα του, την επιθυμία του. Κι αυτό το φαινόμενο φαίνεται να διαπερνά ολόκληρη την κοινωνία μας, να έχει βαθιές ρίζες στο χρόνο, ανεξάρτητα αν παλιότερα δεν ευνοούσαν οι συνθήκες και οι καταστάσεις να έρθει στην επιφάνεια όπως σήμερα.
Καλώς λοιπόν ήρθε ο καιρός να βγουν στην επιφάνεια, στο φως, οι θύτες και οι πράξεις βίας, καλώς παίρνουν τον δρόμο της δικαιοσύνης οι καταγγελίες, καλώς ραγίζει ο φόβος και ο τρόμος της καταγγελίας, αλλά μήπως την ίδια στιγμή όλοι εμείς οι υπόλοιποι σκεπάζουμε και συγκαλύπτουμε μια σημαντική διάσταση του προβλήματος: την πλάτη που διαθέτουν οι θύτες, δηλαδή εμάς που ξέρουμε και ανεχόμαστε; Υπάρχει άραγε κάποιος από μας που δεν έζησε δίπλα του κάποιον «θύτη» να βγάζει «δικαιωματικά» τη βία του σε γυναίκα, σε παιδί, σε υφιστάμενο, σε εξαρτημένο από αυτόν;
Μήπως τρομοκρατημένοι από την επίγνωση (λειψή ή πλήρη) της ευθύνης μας, δείχνουμε με το δάκτυλο το «τέρας» για να μη δούμε την πλάτη ή ακόμα καλύτερα την αγκαλιά ανοχής που προσφέρουμε; Μήπως φοβόμαστε μπας και ανακαλύψουμε πόσο πολύ του μοιάζουμε και πως ίσως από τύχη, ίσως από φόβο δεν κάναμε και μεις τα ίδια; Ή μήπως διστάζουμε να αναγνωρίσουμε το μέγεθος της αδυναμίας μας στο να υπερασπιστούμε αυτές τις βασικές και θεμελιώδεις αρχές συμβίωσης, τον σεβασμό του άλλου, το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα στην ελευθερία της προσωπικής έκφρασης; Αλλά αν καταφέρουμε και ξεπεράσουμε τον δισταγμό και τον φόβο, και δηλώσουμε στους διπλανούς μας την υποκειμενική μας αδυναμία, τότε το πιο πιθανό είναι να ανταμώσουμε και τη δική τους αναγνώριση της αδυναμίας. Και τότε στο μαζί της αναγνώρισης υπάρχει ελπίδα να υψωθεί μια δύναμη μη ανοχής, μη συγκάλυψης, και αποτροπής της βίας στο πρόσωπο του άλλου.