Θυμωμένο πορτρέτο

Γιάννης Παπαθεοδώρου 13 Νοε 2019

TA NEA

Στις πρόσφατες εθνικές εκλογές, οι πολίτες έδωσαν ένα πολιτικό τέλος στη θλιβερή κοινοβουλευτική παρουσία της Χρυσής Αυγής. Το νέο-ναζιστικό μόρφωμα είχε ήδη αρχίσει να διαλύεται μέσα από αποχωρήσεις μελών, εκβιασμούς, αλληλοκατηγορίες και «καρφώματα». Είναι σαφές πως η δίκη της Χρυσής Αυγής ήταν καταλυτική όχι μόνο για τη δημόσια εικόνα του κόμματος αλλά και για την ανάδειξη της εσωτερικής λειτουργίας της οργάνωσης. Αναφερόμενος μάλιστα στην κατηγορία της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης, την οποία αντιμετωπίζει ο Ν. Μιχαλολιάκος είπε θυμωμένος : «Ποια εγκληματική οργάνωση; Εμείς ήμασταν γνωστοί στο Πανελλήνιο εδώ και 30 χρόνια. Με ποιο σκεπτικό όλοι αυτοί που εξέλεξε ο ελληνικός λαός είναι μέλη της εγκληματικής οργάνωσης; Πως είναι δυνατόν να κάνω εγώ εγκληματική οργάνωση με έναν πρώην Πασόκο που πουλούσε τυρόπιτες στο Περιστέρι (εννοεί τον Στ. Μπούκουρα), με τον Κουκούτση που ήταν ο ορισμός του παλαιοκομματισμού και του Μαυρογιαλούρου και με έναν ακόμη που έβοσκε πρόβατα στην Αιτωλοακαρνανία»; Κι όμως ? αυτοί ήταν το «προσωπικό» της οργάνωσης. Τα ίδια περίπου υποστήριξε ο Μιχαλολιάκος και για την «πολιτική ευθύνη» που ανέλαβε για τη δολοφονία του Φύσσα : «Με το ρήμα “αναλαμβάνουμε”, εννοούμε ότι έχουμε χρεωθεί το πολιτικό κόστος». Αν υπάρχει κάτι ενδιαφέρον στη δικογραφία της Χρυσής Αυγής και στις καταθέσεις των μελών της είναι ότι πέρα από την εγκληματική πράξη φανερώνεται ταυτόχρονα και ο πυρήνας της ιδεολογίας της : η ρευστοποίηση, δηλαδή, της ηθικής ευθύνης, η διαρκής μετατόπιση της, η επιλεκτική επίκλησή της.

Αν αντιστρέψουμε το σχήμα, μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε και τους λόγους για τους οποίους «μπήκε» η Χρυσή Αυγή στο Κοινοβούλιο. Η διαστροφή των νοημάτων, ένα πολύ κρίσιμο λεκτικό οπλοστάσιο της αντιδραστικής Ακροδεξιάς, μπορούσε να προσφέρει το άλλοθι για τη νόμιμη έκφραση και συγκάλυψη του ρατσισμού, του αντισημιτισμού, της ξενοφοβίας. Δεν ήταν ανάγκη να βγαίνουν οι ίδιοι οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής να βρίζουν ή να δέρνουν τους μετανάστες. Υπήρχαν ειδικά Τάγματα Εφόδου για αυτές τις δουλειές ? τάγματα που λειτουργούσαν στο πλαίσιο ενός κοινοβουλευτικού κόμματος που διατηρούσε παράλληλα μια μιλιταριστική ιεραρχική δομή. Η Χρυσή Αυγή προσέφερε έτσι μια διπλή επιλογή στον ψηφοφόρο: η αγωνία για την «αλλοίωση της εθνικής ταυτότητας» συνοδευόταν από τη «βρώμικη δουλειά» της εξτρεμιστικής βίας. Όταν η πλάστιγγα άρχισε να γέρνει επικίνδυνα προς την πλευρά της βίας, οι ψηφοφόροι προτίμησαν να δώσουν νέες – και ηπιότερες- προοπτικές στην πολιτική έκφραση του θυμού τους, για να συνεχιστεί η αντιδραστική κοινοτοπία. Για αυτό ίσως και ο Μιχαλολιάκος ήταν τόσο θυμωμένος στην απολογία του. Οι οπαδοί και οι ψηφοφόροι του τον εγκατέλειψαν σε μια μάλλον προνομιακή στιγμή για την «ιδεολογία της μνησικακίας», που προσπάθησε, εδώ και χρόνια, να εκπροσωπήσει το κόμμα και η οργάνωσή του.

Ρευστοποιώντας τη δική τους πολιτική ευθύνη έσπευσαν να καλύψουν το κενό με μια άλλη, εξίσου, «ελληνική» και ελληνοπρεπή λύση. Η Χρυσή Αυγή διαλύθηκε αλλά το θυμωμένο πορτρέτο της κοιτάει ακόμη με μίσος την «ανοιχτή κοινωνία». Ήδη εκεί έξω έχει αρχίσει να μυρίζει η τσίκνα από το μπάρμπεκιου, δίπλα στις «δομές» των προσφύγων. Καλές είναι οι πλάκες για τα σουβλάκια αλλά, στο τέλος, ο ρατσισμός μυρίζει πάντα ανθρώπινη σάρκα.