Παρακολούθησα με μεγάλο ενδιαφέρον -και δεν το κρύβω μετά από καιρό και με ελπίδα- τις εισηγήσεις στη συνεδρίαση της Κ.Ε. της ΔΗΜΑΡ. Διαισθάνομαι, αλλά και συμπεραίνω ότι η ΔΗΜΑΡ ενηλικιώνεται και διαμορφώνει ένα νέο μεταρρυθμιστικό λόγο, που δεν έγινε δυνατό να αρθρώσει νωρίτερα, λόγω και δικών της παιδικών ασθενειών αλλά και ενός ασφυκτικού πολιτικού κλίματος, που πρότασσε τη διλημματική αποδοχή ή απόρριψη του μνημονίου. Ελπίζω – νομίζω βάσιμα – ότι αρχίζει να διατυπώνεται ένας πολιτικός λόγος που, αποδεσμευμένος από μια προγονική και αδιέξοδη αριστεροφροσύνη, δεν διαρθρώνεται κυρίως ανακλαστικά απέναντι σ’ αυτό που θα λέγαμε κοινή γνώμη. Δηλαδή δεν παραμένει αρνητικός, γενικόλογος, στρογγυλός και ασαφής, αλλά προσανατολίζεται στη δύσκολη αλλά απαραίτητη διερεύνηση ενός νέου κοινού οράματος και γίνεται θετικός, συγκεκριμένος, αιχμηρός και ουσιαστικός.
Γιατί χρειάζεται όμως η ΔΗΜΑΡ να συνενσαρκώσει και μια οραματική διάσταση της πολιτικής; Δεν έχουμε αφήσει οριστικά πίσω μαζί με την «αριστεροφροσύνη» και οποιαδήποτε οραματική, ουτοπική διάσταση της πολιτικής; Επιλέγοντας τη μεταρρύθμιση στη θέση της επανάστασης, δεν διαλέξαμε οριστικά και αμετάκλητα την προσαρμογή στον κόσμο μέσω του εφικτού; Δεν είναι από τη φύση της οποιαδήποτε οραματική αντίληψη της πολιτικής αντίθετη στη ψύχραιμη και έλλογη πρόσληψη της κοινωνικής πραγματικότητας και εμπόδιο στη σταδιακή μεταρρύθμιση;
Θα απαντούσα ότι, πράγματι, η ουτοπική διάσταση της νεωτερικότητας, συνδυασμένη με αντι-νεωτερικές θεωρήσεις του κόσμου, οδήγησε στις φασιστικές και τις σταλινικές δυστοπίες του 20ου αιώνα. Θα πρόσθετα, όμως, ότι αν καταδικάζαμε κάθε οραματική ιδέα, κάθε πρόσληψη και ενατένιση του μέλλοντος που υπερβαίνει το επίπεδο μιας ρεαλιστικής πολιτικής, σαν μια επικίνδυνη ουτοπία, τότε θα συνεισφέραμε στην ανάδυση ενός κενού που θα αναπληρωνόταν από τις ακροδεξιές δυστοπίες της τάξης, της οργανικής συμμετοχής στην εθνική κοινότητα και της θαλπωρής της πειθαρχημένης υποταγής.
Η επιμονή μας, όμως, στην αλλαγή του κόσμου και σε μία πολιτική των μεγάλων στόχων, χρειάζεται να συνδυάζεται με την πολιτική της υπευθυνότητας. Η Αριστερά είναι δημιουργική δύναμη μετάλλαξης του κόσμου, η οποία πλέον έχει συναίσθηση ότι δημιουργεί και μεταλλάσσει, ότι δεν καταστρέφει, αλλά όπως υπερβαίνει, έτσι διασώζει και συντηρεί. Μέρος των δυσκολιών και των ωδινών του τοκετού μιας μεταρρυθμιστικής αριστεράς, είναι ότι δεν είμαστε συνηθισμένοι να συνδυάζουμε ένα μεταρρυθμιστικό μ’ έναν -κυριολεκτικά κι όχι πολιτικά- συντηρητικό ρόλο. Δεν πιστεύαμε βαθιά ότι όπως συμβάλλουμε στην αλλαγή του κόσμου, παράλληλα στηρίζουμε τη συνέχεια, τη συντήρηση και την εμβάθυνση πολιτισμικών διαδικασιών. Για παράδειγμα, στόχος της Αριστεράς είναι η διατήρηση και η εμβάθυνση του κράτους δικαίου, των δημοκρατικών θεσμών, των φιλελεύθερων κατακτήσεων – κι όχι η υπονόμευσή τους. Η Αριστερά αντιμέτωπη με την κρίση ενός θεσμού, π.χ. του Πανεπιστημίου, διατυπώνει ένα όραμα και μια πρόταση για ένα καλύτερο Πανεπιστήμιο, που θα καλλιεργεί, θα μορφώνει και θα εκπαιδεύει. Δεν απαξιώνει ούτε με το λόγο της, ούτε με τις πρακτικές της, το θεσμό και την αναμορφωτική λειτουργία της εκπαίδευσης. Αντίθετα είναι αυτή που τον υπερασπίζεται.
Σήμερα διαμορφώνεται μια ριζικά νέα κοινωνική πραγματικότητα. Η κρίση των ευρωπαϊκών θεσμών μπορεί να γίνει εμβρυουλκός μιας πιο βαθιάς, δημοκρατικής και πλουραλιστικής ολοκλήρωσης της Ευρώπης. Ό,τι κάποτε σήμαινε η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, είναι καταδικασμένο να χάσει τελείως το νόημά του και κυριολεκτικά να πάψει να υφίσταται, αν αυτή παραμείνει εγκλωβισμένη στην ιστορική μορφή του αυτοεπιβεβαιωνόμενου κυρίαρχου έθνους-κράτους. Οι ευρωπαϊκοί λαοί έχουν άλλη μια φορά, μια κοσμοϊστορική ευκαιρία: Να υπερβούν μια μορφή πολιτικής οργάνωσης που δεν είναι ικανή να υπερασπιστεί τις ελευθερίες, τα δικαιώματα και την πολιτική και οικονομική ανεξαρτησία τους. Να βρεθούν στην πρωτοπορία της διαμόρφωσης μιας νέας πολιτικής ατζέντας για έναν παγκοσμιοποιημένο, πλουραλιστικό αλλά λιγότερο κατακερματισμένο κόσμο. Να μην διολισθήσουν στις εθνοκεντρικές φαντασιώσεις του 19ου αιώνα, που για άλλη μια φορά, σε περίοδο κρίσης, προβάλλουν ελκυστικές αλλά απειλούν να οδηγήσουν ξανά στη βαρβαρότητα του 20ου.
Η ελληνική μεταρρυθμιστική αριστερά, για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά ως συλλογική οντότητα. Αυτή δεν είναι μια μικρή κατάκτηση. Οι δυνάμεις που την αποτελούν, δεν είναι μόνο οι ήδη εμφανείς. Είναι σε μεγάλο βαθμό ακόμα αφανείς, αλλά το επόμενο διάστημα μπορούν να ενεργοποιηθούν. Η ΔΗΜΑΡ απευθύνεται σ’ αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις και δεν έχει ανάγκη από θνησιγενείς και παραγοντικού τύπου κινήσεις, που δεν συνεγείρουν κανέναν, αλλά αντίθετα απωθούν. Όταν ένα σύστημα καταρρέει, ακόμα και στην αρχή της νέας εποχής και για κάποιο διάστημα, πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις συνδεδεμένες με το παρελθόν, διαγκωνίζονται, διατηρώντας κάποιο οργανωτικό κεφάλαιο, να πάρουν θέση. Εμείς όμως χρειάζεται να θυμόμαστε ακόμα κι όταν άλλοι έχουν την ικανότητα να ξεχνούν. Όπως έχουμε γνωρίσει πολύ καλά στο παρελθόν, οι δημοκρατικές συνθήκες πολλές φορές ευνοούν τις προοπτικές όλων αυτών που αντιτίθενται και αντιστέκονται στις πραγματικές μεταρρυθμίσεις, γιατί έχουν πολλά να χάσουν. Αν η ΔΗΜΑΡ δείξει τόλμη και υπομονή, όμως, μπορεί να τους οδηγήσει στο να τα χάσουν.