Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον που ενδιαφερόταν για την τέχνη και την πολιτική. Ή για την πολιτική και για την τέχνη. Δεν μπορώ ακόμα να τα βάλω στη σωστή σειρά. Πολιτική και βιβλία, τα έμαθα από τον μπαμπά μου. Μουσική από την μαμά μου. Θέατρο και σινεμά, ήταν ο κοινός τους τόπος, μου τα έμαθαν και οι δύο.
Θυμάμαι, μικρό παιδί, δεν πήγαινα ακόμα στο σχολείο, τον μπαμπά μου να με κρατάει στην αγκαλιά του και να μου διαβάζει το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου», με εκείνη την βαθιά φωνή του, που όταν έφτανε στο «… και ο Αϊζενχάουερ πλένει τα χέρια του με ένα σαπούνι» κόμπιαζε και ένας μικρός λυγμός στεκότανε στο λαιμό του. Το έχω ακόμα, του Τάσου Λειβαδίτη, πολυγραφημένο και όχι τυπωμένο. Αλλά δεν το διαβάζω. Δεν θέλω. Ανήκει σε μιαν άλλη εποχή.
Θυμάμαι, μικρό παιδί, όταν έβγαινε καινούργιος δίσκος του Θεοδωράκη ή του Χατζηδάκη. Μαζευόμασταν το βράδυ γύρω από το πικαπ, η τελετουργία με την βελόνα να ακουμπάει πάνω του. Και μετά απλώναμε όλες μας τις αισθήσεις όπως τα χέρια πάνω από το μαγκάλι, να τις ζεστάνουμε με νότες.
Θυμάμαι μια ολονυχτία συζητήσεων μετά το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε». Εξ ίσου θυελλώδης ήταν η βραδιά μετά τα «Επιφάνεια». Δεν ξέρω που ακριβώς ήταν οι διαφωνίες, άκουγα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, όμως θυμάμαι ότι μετά τον Λειβαδίτη, πήρε σειρά ο Σεφέρης στο βραδινό διάβασμα.
Θυμάμαι, μικρό παιδί, όταν στην θεϊκή δυάδα προστέθηκε και ένας τρίτος, ο Διονύσης Σαββόπουλος. Τις συζητήσεις μετά, για το αν η Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη συνιστούσε ασέβεια ή πρόκληση προς την ιστορία.
Μου άρεσε, παρακαλούσα, για λίγη ώρα παράταση πριν πάω για ύπνο, για να ακούω. Δεν ξέρω πόσα ακριβώς καταλάβαινα τότε, όμως είναι όλα αποθηκευμένα στον σκληρό μου δίσκο. Στα δύσκολα, εκεί καταφεύγω.
Θυμάμαι τις συζητήσεις πριν από την 21η Απριλίου, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Τις άγνωστες λέξεις που είχαν περάσει στην καθημερινότητά μας. Άκουγα, ρωτούσα και ήμουν πολύ τυχερή που πάντα έπαιρνα απαντήσεις.
Θυμάμαι, μικρό παιδί, όταν πήγα στο σχολείο και μας είπαν να γυρίσουμε στα σπίτια μας. Δεν πήγα για παιχνίδι, κατάλαβα. Γύρισα στο σπίτι, δεν ήταν κανείς, οι γονείς είχαν φύγει για τις δουλειές τους. Με απόλυτη ψυχραιμία, κατέβασα όλη τη βιβλιοθήκη. Τύλιξα μέσα σε σακούλες τις Επιθεωρήσεις Τέχνης, τα Προβλήματα Σοσιαλισμού και Ειρήνης, όλα της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, καθώς και την ρώσικη λογοτεχνία. Κοντοστάθηκα στα ιστορικά βιβλία του μπαμπά μου, αλλά θεώρησα ότι δεν αποτελούν πρόβλημα, τα άφησα στη θέση τους. Δεν είχα ακούσει ακόμα για τον Κορδάτο, το έμαθα όμως το ίδιο απόγευμα. Μάζεψα τους δίσκους του Θεοδωράκη και του Χατζηδάκι. Τα κατέβασα στο υπόγειο. Ο μισός χώρος ήταν διαμορφωμένος σε αποθήκη και σε κάποιο σημείο υπήρχε ένα πολύ μικρό άνοιγμα που έβγαινε στα θεμέλια του υπόλοιπου σπιτιού. Με το ζόρι χωρούσε ένα μικρό παιδί. Τα έκρυψα όλα. Μπήκα και βγήκα άπειρες φορές, λίγα-λίγα, προσεκτικά τυλιγμένα για να μην πάθουν τίποτα, μέσα σε ένα πρωινό η βιβλιοθήκη μας μετακόμισε στα θεμέλια του σπιτιού μας. Και μετά οι δίσκοι.
Όταν γύρισε ο μπαμπάς μου, με συνωμοτικό ύφος, του είπα να μην ανησυχεί, είχα φροντίσει για όλα. Θυμάμαι ακόμα εκείνο το αμυδρό χαμόγελο περηφάνιας, που όμως δεν πέρναγε στην ματιά του. Θυμάμαι όταν στην μεταπολίτευση, βγάλαμε από το υπόγειο τα κρυμμένα βιβλία και τους δίσκους, σε άψογη κατάσταση και ξαναπήραν τη θέση τους στα ράφια της βιβλιοθήκης. Τα έχω όλα στην δική μου πια βιβλιοθήκη. Τα κοιτάζω. Και θυμάμαι.