Ξανά στο ίδιο έργο θεατές λοιπόν. Και πάλι η Μαρία Ρεπούση βάλλεται με απειλές, με ύβρεις, με συκοφαντίες. Τι είναι όμως αυτό το τόσο τρομερό που ανέφερε στη συζήτηση για το νέο Λύκειο στη Βουλή και ξεσήκωσε και πάλι τους γνωστούς εθναμύντορες;
Η βουλευτής της ΔΗΜΑΡ είπε ότι τα Θρησκευτικά ως κατήχηση δεν πρέπει να υπάρχουν στο σύγχρονο Λύκειο και ότι η επαφή των παιδιών με τις θρησκείες πρέπει να γίνεται μέσα από ένα μάθημα ιστορικό και κοινωνιολογικό για τον ρόλο που έπαιξαν στην πορεία της ανθρωπότητας. Επεσήμανε επιπλέον την κυριαρχική θέση των Θρησκευτικών στο πρόγραμμα και στις εξετάσεις των επαγγελματικών λυκείων και ανέδειξε την υποβάθμιση της Ιστορίας, των φυσικών επιστημών και της Βιολογίας.
Η Ρεπούση δεν είπε τίποτα περισσότερο απ? όσα ισχύουν στα σύγχρονα δυτικά κράτη, το εκπαιδευτικό σύστημα των οποίων συμβαδίζει με τις επιστημονικές κατακτήσεις και τις γνωστικές ανάγκες της κοινωνίας. Ομως, πέρα από την εφιαλτικά επαναλαμβανόμενη αμφισβήτηση της ελευθερίας του λόγου μιας βουλευτού και πανεπιστημιακού, υπάρχει και η πιο ουσιαστική και θλιβερή πλευρά των γεγονότων. Ο τρόπος και η ένταση της αντίδρασης στα λεγόμενα της Ρεπούση αναδεικνύουν για πολλοστή φορά την εγχώρια αντίληψη για τον Χριστιανισμό. Η αντίληψη αυτή αρνείται προφανώς την αυτοτελή ηθική δύναμη του χριστιανισμού και γι? αυτό τον οργάνωσε σαν μια ακόμα δημόσια υπηρεσία. Αντί ο φορέας του, η Εκκλησία, ως ανεξάρτητος θεσμός να δρα ελεύθερα στην κοινωνία, προτιμά τη διά των νόμων και της δύναμης του κράτους επιβολή των ιδεών και των πρακτικών της. Αυτό βέβαια συνιστά μια ελληνική ιδιαιτερότητα σε σχέση με τον δυτικό κόσμο και προσιδιάζει σε δεσποτικού τύπου κοινωνίες.
Δυστυχώς στην Ελλάδα, περίπου διακόσια χρόνια μετά την ανεξαρτησία της, η θρησκεία παραμένει κυρίως στοιχείο της εθνικής ταυτότητας και παράδοσης και όχι μια προσωπική ηθική επιλογή και άσκηση. Ο οικουμενικός χριστιανικός λόγος απουσιάζει από την εκκλησιαστική ρητορική και προτείνεται μια περίπου εθνικοποιημένη εκδοχή του. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια και ιδίως μετά τη φρενήρη εκδήλωση της παγκοσμιοποίησης, προτάσσεται εκκωφαντικά η ιδιότητα του ορθόδοξου και όχι του χριστιανού. Ισως γι? αυτό ο θεσμικός εναγκαλισμός Εκκλησίας και Κράτους αντέχει ακόμα και ο χωρισμός τους συνεχώς αναβάλλεται. Ολα αυτά βέβαια είναι συμπτώματα μιας πεισματικής άρνησης της νεωτερικότητας από μεγάλα τμήματα του εγχώριου πληθυσμού και του εγκλεισμού τους σε μια φανταστική σχέση με τον σύγχρονο κόσμο που εντείνεται μάλιστα από την τρέχουσα κρίση. Η υπεράσπιση λοιπόν των αυτονόητων της Ρεπούση είναι υπεράσπιση του διαφωτιστικού νεωτερικού προτάγματος και της ανοικτής κοινωνίας.