Κατ’ αρχάς να επισημανθεί ο επικίνδυνος μιθριδατισμός που έχει προσβάλλει την κοινωνία μας και αποδεικνύεται από την έκπληξη που επικρατεί μπροστά στα αυτονόητα:
- Έκπληξη, όταν ακούγεται ότι πρέπει να συλλαμβάνεται αυτός που πετάει μία μολότοφ, λες και η βαλλόμενη μολότοφ δεν είναι φονικό όπλο αλλά αποκριάτικη σερπαντίνα.
- Έκπληξη, όταν ακούγεται ότι ένας φοιτητής δεν μπορεί να θεωρείται παιδί αλλά υπεύθυνος πολίτης, ο οποίος εξ άλλου ψηφίζει κανονικά από τα δεκαεπτά του.
- Έκπληξη, όταν ακούγεται ότι σε μία δημοκρατική χώρα η τήρηση και η επιβολή του νόμου είναι πράξη δημοκρατική, παρ’ ότι χωρίς τον σεβασμό στους νόμους δεν νοείται δημοκρατία.
Θα μπορούσαν να παρατεθούν ατελείωτες ανάλογες περιπτώσεις από την σφαίρα της εργασίας (στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα), της παιδείας, των κοινωνικών συναναστροφών, της οικογενειακής ζωής, τόσες που με πραγματική έκπληξη θα γινόταν η διαπίστωση ότι η κοινωνία μας αντιμετωπίζει τα πάντα από μία οπτική επιεικώς παράδοξη και χωρίς επαφή με την πραγματικότητα.
H ασφάλεια που βίωσε η χώρα στην μεταπολεμική σιγουριά του ψυχρού πολέμου στην αρχή και η ευμάρεια που ακόπως απεκόμισε με την είσοδό της στην ΕΟΚ στην συνέχεια, ενώ αρκούν για να δικαιολογήσουν τον εφησυχασμό που κυριάρχησε, δεν μπορούν να εξηγήσουν την πρωτοφανή απόκλιση της σημερινής κοινωνίας μας από εκείνα τα χαρακτηριστικά που διέθετε και που της είχαν δώσει την δύναμη, μετά την απόλυτη καταστροφή της δεκαετίας του ’40, όχι απλώς να σταθεί στα πόδια της αλλά να δημιουργήσει με ορμή σε όλους τους τομείς τα δεκαπέντε με είκοσι πρώτα χρόνια, από το ’50 και μετά.
Η θέληση, η αποφασιστικότητα, το αίσθημα προσωπικής ευθύνης, ο σεβασμός στην μόρφωση και την κοινωνική προσφορά, η αυστηρή στάση ζωής, συντρόφευαν για αιώνες τον λαό μας, αποτελώντας συγχρόνως και τα μέσα που εξασφάλιζαν την κοινωνική κινητικότητα. Αυτά συντέλεσαν και στην οικονομική και πολιτιστική έκρηξη των δεκαετιών του ’50 και του ’60. Και μετά παρεμβλήθηκε η δικτατορία, με την κακή σπορά της: την αποδόμηση, την συκοφάντηση ή και την γελοιοποίηση όλων αυτών των αξιών, αναδεικνύοντας παράλληλα την δυνατότητα οιουδήποτε, χωρίς προϋποθέσεις αξίας, να αναρριχηθεί στην κοινωνική κλίμακα με μέσα παλαιόθεν γνωστά αλλά και πάντα, έως τότε, κατακριτέα. Η κακή σπορά έπεσε δυστυχώς σε γόνιμο έδαφος. Στην μεταπολίτευση, οι σπόροι φύτρωσαν και άνθισαν ως δημοκρατικά αιτήματα. Τραγικά παράδοξο.
Η μεταπολιτευτική κοινωνία θεώρησε αντιδραστική την αυστηρότητα στην διαπαιδαγώγηση, προοδευτική δε την επιείκεια και ατιμωρησία. Χωρίς να ζυγίσει ότι στην πρώτη περίπτωση προετοιμάζονται ενεργοί πολίτες ευνομούμενης κοινωνίας που θα διαθέτουν θάρρος και δεν θα φοβούνται να αναλάβουν την ευθύνη των επιλογών τους, ενώ στην δεύτερη κοινωνικά απροσάρμοστοι θρασύδειλοι, εσαεί ανήλικοι.
Απαξίωσε την γενική παιδεία και καλλιέργεια σε πρωτοφανή βαθμό για ευρωπαϊκή κοινωνία αλλά και για την παραδοσιακή ελληνική αντίληψη γι’ αυτά. Την περίοδο μάλιστα, που για πρώτη φορά για το σύνολο του λαού, δεν παρουσιάζονταν οικονομικά εμπόδια για την προσέγγισή τους. Και όχι μόνο δεν αντιλαμβάνεται πλέον την αξία της βαθειάς γνώσης, της Ιστορίας τουλάχιστον, για όλους, οπωσδήποτε πάντως για την ηγεσία της, αλλά έφτασε στο σημείο τα τελευταία χρόνια να δυσπιστεί ακριβώς έναντι όσων ξεχωρίζουν για την παιδεία που έχουν λάβει. Ενώ είναι βέβαιο ότι η σημασία της παραθετικής σειράς Ζ. Παπαντωνίου – Ουώλτερ Σκοτ – Π. Δέλτα – Ι. Βέρν – Παπαδιαμάντης – Ντοστογιέφσκι – Λ. Τολστόι στην διάπλαση των νέων, είναι πλέον ακατάληπτη.
Αυτή η ίδια κοινωνία, στο πλαίσιο του εκδημοκρατισμού της, υπέσκαψε την αξία της προσωπικής ευθύνης προωθώντας την συλλογική -υποτίθεται- έκφραση απόψεων, την συλλογικότητα στις αποφάσεις, κυρίως την συλλογικότητα στην ευθύνη, στα εκκολαπτήρια των στελεχών της, που ήταν και παραμένουν τα πολιτικά κόμματα. Αφέθηκε έτσι, εδώ και δεκαετίες να διοικείται από ένα σύστημα από το οποίο, πολύ επιδέξια, απουσιάζει παντελώς η έννοια της ευθύνης. Η αναζήτηση ευθυνών ή η έκφραση ανησυχίας, όταν μεν εκφράζεται στα πλαίσια της ‘συλλογικότητας’ είναι ή εκλαμβάνεται ως προσχηματική, όταν δε εκφράζεται από μεμονωμένα πρόσωπα, παραμερίζεται είτε ως γραφική είτε ως όχημα προσωπικής φιλοδοξίας, σίγουρα πάντως ως κοινωνικά ανάλγητη και αντιδημοκρατική.
Ως να είχε ενστερνισθεί την ιδέα του Τέλους της Ιστορίας αρκετά πριν την διατυπώσει ο Φουκουγιάμα, μη δυνάμενη να αντιληφθεί ότι η ανθρωπότητα και η ιστορία κινείται σε διαστήματα ευρύτερα της επικαιρότητας, αγνοώντας αυτάρεσκα τον Θουκυδίδη αρνήθηκε κάθε πιθανότητα διακύβευσης των κεκτημένων της (της ασφάλειας και του πλούτου της συμπεριλαμβανομένων) και υιοθέτησε ως ευτυχή προορισμό την εκκόλαψη μιας κοινωνίας ανεύθυνων ανηλίκων. Η Σύβαρις δεν δίδαξε δυστυχώς.