Δεύτερης, θεωρητικά, διαλογής οι καναδικές εκλογές, έδωσαν εντούτοις δύο χρήσιμα μαθήματα και μια αισιόδοξη υπόσχεση: η αρνητική καμπάνια μπορεί να γυρίσει τελικά εναντίον εκείνου που την ενορχηστρώνει κι όχι εκείνου που την υφίσταται΄ η διαφοροποίηση σχετικά με τη λιτότητα και το περιβάλλον μπορούν να αποτελέσουν, ακόμα και εντός κρίσης, διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα «προοδευτικά» (που δεν ονομάζονται πια απαραιτήτως Αριστερά) και τα «συντηρητικά» (που συνήθως δεν είναι πια νεοφιλελεύθερα) κόμματα, ιδίως στις «πλούσιες» χώρες’ οι «κακοί» δεν νικάνε πάντα, ούτε καν στην πολιτική.
«Κακός» της καναδικής υπόθεσης ήταν αναμφισβήτητα ο απερχόμενος Πρωθυπουργός Στίβεν Χάρπερ, ένα κράμα Νίξον (για το μακιαβελισμό και την κρατική χρήση της παρανομίας) και Θάτσερ (για την ιδεολογική υπεράσπιση του έθνους σε εποχή παγκοσμιοποίησης, της Αγοράς στην εποχή των ακροτήτων και της βιομηχανίας –του ορυκτού πλούτου- σε εποχή περιβαλλοντικής συνειδητοποίησης). Ο Χάρπερ είχε καταφέρει, σε δέκα χρόνια και τρεις θητείες, να μετατρέψει τον Καναδά από «πρόσκοπο» σε ταραξία της τάξης των μεγάλων του πλανήτη. Τώρα το εκκρεμές είναι πιθανό να γυρίσει, αφού στο ρόλο του «καλού» εμφανίζεται ο θριαμβευτής των εκλογών της Δευτέρας Τζάστιν Τριντό, γιός (σας θυμίζει κάτι;) του θρυλικού (ως Πρωθυπουργού αλλά κυρίως ως γόη) Πιέρ-Έλιοτ. Κι ένα μεγάλο μέρος του θριάμβου του, πέρα από τα νιάτα του (σας θυμίζει κάτι;) και το πιο φιλικό στην ανάπτυξη πρόγραμμά του, το οφείλει στην έμπνευση των αντιπάλων του να τον παρουσιάσουν ως “just not ready”. Όχι μόνο δεν ήταν ανέτοιμος για την εξουσία, αλλά αντίθετα η εξουσία έπεσε σαν ώριμο φρούτο στην αγκαλιά του, παγιδεύοντας αυτούς που προσπάθησαν να τον παγιδεύσουν έχοντας ξεχάσει την δίψα των απανταχού εκλογικών σωμάτων όχι μόνο για αλλαγή αλλά και για απαλλαγή.
Παρόμοια παγίδα, που όμως εκτός από έμμεση εκλογική ήττα μπορεί να κοστίσει στη χώρα του την απώλεια της θέσης της στη διεθνή κοινότητα, στήνει επιμελώς από μήνες στον εαυτό του ο Βρετανός Πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον. Η προσπάθεια του να αλλάξει την Ευρώπη, ώστε οι συμπολίτες του να ψηφίσουν υπέρ της παραμονής της χώρας τους σε αυτήν, απειλείται με διπλή αποτυχία: σίγουρα η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι διατεθειμένη να κάνει σημαντικές παραχωρήσεις τις οποίες θεωρεί παράλογες (αλλαγή Συνθηκών, απόδοση επιπλέον προνομίων στις εκτός ευρώ χώρες) ή παράνομες (κάμψη του θεμελιώδους κανόνα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων για να αποκρουστούν οι μετανάστες και οι πρόσφυγες )’ οι δε μαξιμαλιστικές αυτές διεκδικήσεις είναι πιθανό να κάνουν τις ρεαλιστικές αλλά συμβολικού κυρίως χαρακτήρα παραχωρήσεις για τις οποίες είναι έτοιμη η Ένωση (μη αναφορά σε μια «όλο και πιο ολοκληρωμένη πολιτική κοινότητα», ενίσχυση του δικαιώματος αρνησικυρίας των εθνικών Κοινοβουλίων) να φανούν εντελώς ανεπαρκείς και να οδηγήσουν σε απόρριψη της παραμονής της Βρετανίας. Προσπαθώντας να χώσει το «ναι» στο καλούπι του «όχι» -ή το αντίστροφο-, ο παντοδύναμος σήμερα Πρωθυπουργός μπορεί να οδηγήσει σε μια εις βάρος του –αλλά και εις βάρος της Ευρώπης- επιτάχυνση των εξελίξεων (σας θυμίζει κάτι;).