Στον απόηχο της ομιλίας του πρωθυπουργού στην ΔΕΘ στους τέσσερις Στρατηγικούς άξονες προτεραιότητας πολιτικής περιλαμβάνονται : η φορολογική πολιτική με ελαφρύνσεις και αύξηση της εισπραξιμότητας , τα εργασιακά με άρση της υπερρύθμισης της αγοράς εργασίας, οι επενδύσεις με άρση όλων των αντικινήτρων και η νέα ψηφιακή πραγματικότητα μέσω της οποίας το στοίχημα της ανάπτυξης θα γίνει πραγματικότητα για όλους. Υπάρχουν όμως και επιπλέον ενθαρρυντικά στοιχεία που «μαρτυρούν» την αλλαγή κλίματος και έρχονται κυρίως να επιβεβαιώσουν μέσα από τη βελτίωση μάκρο- οικονομικών δεικτών, την αλλαγή ψυχολογίας την πραγματική οικονομία.
Με βάση επιπρόσθετα τελευταία επίσημα στοιχεία της Διεύθυνσης Οικονομικής ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας σχετικά με το ελληνικό ΑΕΠ του δεύτερου τριμήνου προκύπτουν τα εξής: ο ρυθμός μεγέθυνσης επιταχύνθηκε στο 1,9% ετησίως από το 1,1% του πρώτου τριμήνου με συνεισφορά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, η κατά 3,7% διόγκωση των εξαγωγών και η συνεισφορά κατά 0,5 μονάδες στο ΑΕΠ, η ενίσχυση της Δημόσιας κατανάλωσης κατά 5,3% που συνέβαλε κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες στην ετήσια αύξηση του ΑΕΠ (ενώ μικρή κατά 0,7% συρρίκνωση ιδιωτικής κατανάλωσης οφείλεται πιθανώς το έντονο προεκλογικό κλίμα που προηγήθηκε).
Οι προβλέψεις επίσης για τις εκτιμήσεις του ρυθμού ανάπτυξης για το 2019 είναι εξαιρετικά ενθαρρυντικές καθώς και για την επίτευξη στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% που παρά τη δυσμενή δημοσιονομική επιδείνωση της τάξης των 2 δις του πρώτου εξαμήνου τα αποτελέσματα του τρίτου τριμήνου δείχνουν ότι κινούμεθα εντός στόχου. Οι τελευταίες εξάλλου, πάντα τεκμηριωμένες , δηλώσεις του κεντρικού Τραπεζίτη ότι η μεγάλη αποκλιμάκωση αποδόσεων των ομολόγων που έχει συντελεστεί θα καταστήσει πιο εύκολη την μείωση στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα μετά το 2022 προδηλώνουν τις επόμενες κινήσεις που πρέπει να γίνουν και οι οποίες ταυτίζονται με τη Στρατηγική πρόθεση της Κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού.
Είναι ιδιαίτερα σημαντική η ένταξη της χώρας σε επενδυτική βαθμίδα και η αξιολόγηση της από τους διεθνείς οίκους που προϋποθέτει την εμπέδωση, όχι μόνο στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό μέτωπο, της ρεαλιστικής επίτευξης ρυθμού ανάπτυξης κοντά στο 3%. Αν αυτά συνδυαστούν και με την ένταξή μας αυτή τη φορά στο νέο Πρόγραμμα Ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, τότε η μείωση του κόστους δανεισμού και η βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους θα έρθει αναπόφευκτη.
Η αλήθεια είναι ότι η στοχοποίηση πρέπει να επικεντρωθεί στη μείωση των τόκων (που στην ουσία είναι το 3,5% πρωτογενές πλεόνασμα επί του χρέους), καθώς βάσει συμφωνίας το κεφάλαιο/ χρέος δεν πειράζεται , η οποία μπορεί να επιτευχθεί με δύο τρόπους είτε με μείωση των επιτοκίων είτε με επαναδιαπραγμάτευση μείωσης του χρέους. Η πρώτη προτεινόμενη λύση απαιτεί τη συναίνεση των Εταίρων όπου με την ταυτόχρονη ολοκλήρωση των διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η χώρα για απελευθέρωση εξαγωγών και ενίσχυση ανταγωνιστικότητας και σε συνδυασμό με ένα νέο QE είναι αρκετά πιθανό ,μέσω και της ανάπτυξης, να διευκολυνθεί η αποπληρωμή του χρέους και να χρειαστεί μικρότερο ποσό τόκων που πρέπει να αποπληρωθεί.
Όλα αυτά βεβαίως απαιτούν αρκετές υποθέσεις για να υλοποιηθούν και ως εκ τούτου η δεύτερη λύση ,αυτή της μείωσης του χρέους (που ήδη έχει σκαρφαλώσει στα 300δις δηλαδή 182% του ΑΕΠ) μέσω νέας διαπραγματευτικής ρύθμισης θα προκαλέσει αφενός , διεκδικήσεις επίτευξης μικρότερου πρωτογενούς πλεονάσματος και θα διευκολύνει περαιτέρω τη διαχείριση και άρα τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέος.
Με δεδομένη ωστόσο την ορθώς επιλεγείσα στρατηγική της Κυβέρνησης που όπως συνάγεται υπερθεματίζει της άποψης ότι όλοι οι δρόμοι - επιλογές Οικονομικής Πολιτικής πρέπει να οδηγούν στην Ανάπτυξη , υπάρχει από την άλλη και η διαχείριση ενός ιδιαίτερα τοξικού, διεθνούς περιβάλλοντος που προοιονίζεται πιθανή νέα σφοδρότερη κρίση εντός των επομένων δύο ετών , παρά τις ασφυκτικές πιέσεις που ασκεί ο Τράμπ για μείωση των επιτοκίων με σκοπό υποπτεύομαι να σκηνοθετήσει μία πραγματικότητα αναθέρμανσης της πραγματικής οικονομίας και διατηρήσιμης ανάπτυξης ,
« ροκανίζοντας» έτσι το χρόνο μέχρι τις επόμενες Αμερικανικές εκλογές. Η πραγματικότητα όμως δεν σκηνοθετείται καθώς έχει χαρακτηριστικά αυθυπαρξίας και αυτονομίας και αν αυτή σκηνοθετηθεί έχει τη διάρκεια μόλις ενός έργου δηλαδή περιορισμένου χρόνου. Η πραγματικότητα όμως είναι μία και είναι αυτή που βιώνουμε όλοι : Πολίτες, Αγορά, Funds, Kυβέρνηση. Το δυσμενές ωστόσο και δυσάρεστο διεθνές περιβάλλον αναλύεται σε τέσσερα κυρίως μέτωπα:
- στο κακό και ασταθές περιβάλλον Κυβερνησιμότητας στην Ιταλία όπου, παρά την πρόσκαιρη επίτευξη λύσης Κυβερνητικής συνεργασίας με την συνδρομή των πέντε αστεριών , ελλοχεύει ο κίνδυνος παλινόρθωσης , εντός ολίγου, των λαϊκιστών
- στην Γερμανική πραγματικότητα ύφεσης μετά από δύο αρνητικά τρίμηνα ανάπτυξης , που τώρα θα αρχίσει να καταλαβαίνει ότι η ύφεση δεν αντιμετωπίζεται με τα συμβατικά μέσα που επέβαλε σε άλλους όπως η σκληρή και εμπροσθοβαρής δημοσιονομική προσαρμογή στην Ελλάδα, αλλά π.χ. με ποσοτική χαλάρωση και δημοσιονομικό ορθολογισμό. Μην ξεχνάμε ότι η Γερμανία είναι ο πρώτος εισαγωγέας τόσο Ελληνικών όσο και Τουρκικών προϊόντων
- στον Εμπορικό πόλεμο που για δικούς του λόγους έχει κηρύξει ο Τράμπ στην Κίνα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες με την υπερβάλλουσα δασμολόγηση και τις προστατευτικές του Πολιτικές που πρωτίστως απειλούν τις εξαγωγές της Γερμανίας με ολέθριες επιπτώσεις στο ΑΕΠ της. Η πρόταση λύσης από πλευράς Κυβέρνησης ήταν μια επιθετική δημοσιονομική πολιτική περικοπής φόρων ή και αύξησης δημοσίων δαπανών μέσω επενδύσεων
- Στον αδίστακτο πολιτικά και ανυπόφορα αντιαισθητικό Τζόνσον που επέμενε αλλά την « πάτησε » σε ένα no deal brexit που όμως είτε έτσι είτε αλλιώς έχει ευρωπαϊκές επιπτώσεις όπως : μετατόπιση της ισορροπίας δυνάμεων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ζημιές για επιχειρήσεις και τράπεζες λόγω μειωμένης ρευστότητας , απώλεια συνεισφοράς του 5,8% που αντιπροσωπεύει το Ηνωμένο Βασίλειο στον Κοινοτικό Προϋπολογισμό, ενισχυμένο κλίμα αβεβαιότητας και ανασφάλειας λόγω απώλειας ενός σημαντικού εταίρου αλλά και βάσιμη υποψία ότι στο δρόμο της Μ. Βρετανίας θα ακολουθήσουν και άλλοι.
Αλλά και όσον αφορά τη χώρα μας δεν πρέπει να λησμονούμε ότι αναλογικά το 1,7% των συνολικών εξαγωγών μας προορίζεται στη Μ. Βρετανία, το 0,3% των μετοχών που διαπραγματεύονται τα βρετανικά χρηματιστήρια ανήκουν σε ελληνικά χέρια και οι τραπεζικές συναλλαγές Βρετανίας- Ελλάδας βρίσκονται στα επίπεδα του 24% του Ελληνικού ΑΕΠ.
Από την ανάλυση συνάγεται ότι όλες οι πράξεις ανεύθυνων Πολιτικών ηγεσιών έχουν κόστος και επιπτώσεις για τους Ευρωπαίους και Έλληνες πολίτες που, στο όνομα βεβαίως της πλειοψηφούσας Δημοκρατίας που επικαλούνται, « ξεπλένονται » οι αντιδημοκρατικές συμπεριφορές των Ηγετών κάποιων χωρών.