Θεσσαλονίκη, 15 Ιούλη 2016, δεκάτη πρωινή. Παπαναστασίου – Κ. Καραμανλή – Εγνατία – Αριστοτέλους – Παραλία – Μαρτίου. Ωραία διαδρομή για ποδήλατο στη θερινή Θεσσαλονίκη υπό την προϋπόθεση πως δεν θα βρεθούν μπροστά σου γηραιά λεωφορεία, νταλίκες και λοιπά ρυπογόνα μέσα. Συγκομιδή της σημερινής ποδηλατάδας μια δέσμη αγκάθια, ένα σύνολο σκηνών που άλλοτε θα φάνταζαν φωτογραφίες ειλημμένες από παράσταση ιλαροτραγωδίας.
Σκηνή Πρώτη: Μπροστά από το ΑΠΘ: Ενώ στην αίθουσα τελετών απόφοιτοι ορκίζονται, στον περίβολο κι εντός του «σεπτού τεμένους των Μουσών» κατασκηνωτές απολαμβάνουν τον ελληνικό μύθο τους. Ο αέρας σμίγει τις σερπαντίνες και το χαρτοπόλεμο των θεατών της αποφοίτησης με τα σκουπίδια της «κατασκήνωσης». Τα γκράφιτι στα κατεβασμένα στόρια αναδεικνύουν το μέγεθος της εγκατάλειψης «εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα/ κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο». Είναι άλλωστε κοινό μυστικό πως εδώ, με σημείο αναφοράς το άσυλο (<α.στερ.+ συλάω-ώ) οι αιώνιοι διακινητές ουσιών και λοιπών εμπορευμάτων ζουν τον δικό τους μύθο, λαφυραγωγώντας, παραβιάζοντας κι ασελγώντας «μούσαις χάρισι». Μια εικόνα μπροστά από το περίπτερο επιβεβαιώνει πως οι νεήλυδες είναι ιδανικοί πελάτες· αφετέρου η παρουσία τους σε συνδυασμό με την απουσία των αρχών παραπέμπει σε ακώλυτη δράση των σταθερών εποίκων του περιβόλου. Η πολιτεία αδιαφορεί. Άλλωστε ολόκληρη η χώρα θυμίζει ένα τεράστιο no border camp, με όλο και περισσότερους πολίτες να παροπλίζονται από τα στοιχεία που συνθέτουν την ιδιότητά τους. Άλλωστε, οι ηγήτορες έχουν άλλες δουλειές· πρωτίστως συναλλάσσονται με διακύβευμα τις 4 άδειες και τις 200 ψήφους.
Σκηνή Δεύτερη: Στάση Καμάρα, έξω από την ΕΥΑΘ: Επαιτεία, γκράφιτι, σκουπίδια, παράξενοι τύποι και ο οικείος κουλουρτζής με το προϊόν έκθετο στους ρύπους. Κοιτώ πίσω από την στάση τα μαγαζιά: το μπουγατσάδικο, τον φούρνο, το φαρμακείο και το κατάστημα καλλυντικών και χύμα αρωμάτων. Το τελευταίο καινούριο, στη θέση του Κωνσταντινίδη. Με κυριεύει νοσταλγία για το αλλοτινό κόσμημα ενός άγριου σημείου, από όπου το φθινόπωρο του 2003 είχα προμηθευτεί τους πρώτους οικιστές της ιστορικής και φιλολογικής βιβλιοθήκης μου.
Σκηνή Τρίτη: Οδός Αριστοτέλους: Ως συνήθως περιπλανιούνται ανενόχλητοι οι ποικίλοι λαθρέμποροι και οι επαίτες με τις πανομοιότυπες πινακίδες. Πλάι σε έναν ξέχειλο κάδο η λουσάτη κυρία παζαρεύει τσιγάρα από τη Βουλγάρα Ρομά. Μια άλλη βγαίνει καταϊδρωμένη από το αγορα-χρυσάδικο, κρατώντας σφικτά την Luis Vuitton. Ο καλοντυμένος γηραιός κύριος απογοητευμένος μετά το πέρασμα από το ΑΤΜ γυρεύει ένα εισιτήριο. Κοιτάζει τον σκουπιδοτενεκέ, ύστερα το πλακόστρωτο. Φαίνεται απεγνωσμένος και μάλλον τυχερός. Αθέατη παρατηρώ τη δύσκολη προσαρμογή των αλλοτινών μεγαλοαστών σε μια ανοίκεια πραγματικότητα. «Wow! We have just killed the middle class!», θα μπορούσε να πει ένας νεόκοπος εθνικός ήρωας. Εν τω μεταξύ η «ελίτ» βρίσκεται υπό διωγμό. Η «αμαρτωλή ελίτ» συνιστά πια το αντίπαλο δέος στον «απλό λαό», που με την «απλή και άδολη αναλογική» θα δείξει τη δύναμή του και θα γευτεί τους καρπούς της. Η πολυθρύλητη πάλη των τάξεων εκθρονίζει τον αγώνα των αξίων, για την αριστεία και τις αξίες. Αφού μέρος του «λαού» στερείται και τα μπάνια του πια, μυείται στον εναλλακτικό τουρισμό της φυγής από την πραγματικότητα.
Σκηνή Τέταρτη: Η θάλασσα με μερεύει, όπως και τα περιστέρια. Κοιτάζω το Λευκό Πύργο και αναθυμάμαι τις συγκεντρώσεις στη σκιά του, τον περασμένο Ιούλη. Αν μπορούσε να μιλήσει μάλλον θα αναρωτιόταν όπως κι εγώ για τη χρησιμότητα των συγκεντρώσεων «ενάντια στη λιτότητα και τα τελεσίγραφα» και των πανηγυριών της νίκης. Ίσως… ίσως… ως έμβλημα μιας κοσμοπολίτικης πόλης δήλωνε και «μενουμΕυρωπαίος». Δυτικότερα τα έργα των βανδάλων με αγριεύουν. Πότε πρόλαβαν να μουντζουρώσουν και τις καινούριες φωτογραφίες; Το πολύπαθο «Φεγγάρι στην Ακτή» φεγγίζει δια της απουσίας του. Αναλογίζομαι τους βάνδαλους που καθαίμαξαν, γονάτισαν κι εντέλει βύθισαν το γλυπτό. Ήταν όντως εύκολο να το καταστρέψουν παρά να διδαχθούν την γραμματική του· να εκπαιδευτούν να λαξεύουν φεγγάρια και να διαχέουν φως· να τρέφονται με φως αντί με την αδρεναλίνη της καταστροφής. Λυπάμαι και φοβάμαι διότι στην πόλη, στη χώρα, στον κόσμο πλήθυναν οι βάνδαλοι, οι ολετήρες οι μεταμφιεσμένοι σε σωτήρες. Η χώρα, ο κόσμος… όλο και περισσότερο θυμίζει ανοχύρωτη πολιτεία με σιδηρόφρακτους θύλακες.
«Κι ο τελικός συμβιβασμός/ Ο πληθυσμός είναι νεκρός/ κι ούτε ψωμί ούτε νερό/ οι νέοι τρέφονται με σκόνη/ Ο τελικός συμβιβασμός/ Στην πολιτεία κατοικούν οι δολοφόνοι,/ ο πληθυσμός είναι νεκρός/ Έγινε ο τελικός συμβιβασμός», σιγοψιθυρίζω συνδυάζοντας το περιεχόμενο του δελτίου ειδήσεων με τις πρωινές παραστάσεις. Οι φρυκτωρίες του κόσμου εκπέμπουν φρίκη, σκέφτομαι, με το μυαλό στη χώρα του Διαφωτισμού. Παρανοϊκά αντάρτικα inta και ante portas. Μια αίσθηση πολιορκίας. Η κραυγή του αθώου αίματος σμίγει με το άσθμα του συμπιεσμένου Πνεύματος των Νόμων.
Στη σκέψη του φορτηγού της Νίκαιας, στο μυαλό εισβάλλουν τα τανκς που πριν 42 χρόνια, τέτοια ακριβώς ημέρα «εκινήθησαν[…] προς Λευκωσίαν περί την 8.15΄ π.μ., με κατευθύνσεις το Προεδρικόν Mέγαρον, το κτίριον της Aρχής Tηλεπικοινωνιών και το κτίριον της Aρχιεπισκοπής». Κι ενώ οι Τούρκοι εισέβαλλαν, εμείς, οι Κύπριοι, με το βλέμμα στην Ελλάδα και τα μηνύματα της αρωγής: «Αγκαλιαστήκαμε κλαίγοντας και πηδούσαμε/ και φιλιόμαστε και νοιώθαμε ρίγη να μας περιλούουν/ και τα στήθια μας φούσκωναν να διαρραγούν/ κ’ έχασκαν μ’ ένα γελόκλαμα[…]/ Ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε ως το βυθό[…]/ γιατί ήταν ψεύτικο το μήνυμα[…]/ Είχε λέει, άλλη δουλειά η Ελλάδα/ κάτι πανηγυρισμούς[…]» (Κ. Μόντης, Τρίτο Γράμμα στη Μητέρα). Ο επίλογος της τραγωδίας εκείνης γράφτηκε στις 16 Αυγούστου. Ο επίλογος των πανηγυρισμών του περσινού Ιούλη εξακολουθεί να γράφεται, ερήμην μάλλον των αμαθών πρωταγωνιστών, εκείνων των μαθητευόμενων οδηγών τρένων άνευ φρένων, των αλιέων των αχαρτογράφητων υδάτων.