Καθώς περνάμε σιγά-σιγά από τις διαπραγματεύσεις περί του αν θα υπάρξει συμφωνία της Ελλάδας με τους πιστωτές της στις διαπραγματεύσεις περί της ίδιας της συμφωνίας (σήμερα της προσωρινής, που όμως εμπεριέχει το σπόρο της από τον Ιούνιο πιο μόνιμης), το ζήτημα που γεννάται, στον πραγματικό κόσμο, δεν είναι αν αυτή η μετάβαση συνιστά κάτι ανάρμοστο για μια Αριστερή κυβέρνηση ή μια αβάσταχτη υποχώρηση από τις πολιτικές αρχές και τις προεκλογικές υποσχέσεις της. Το πραγματικό πολιτικό ζήτημα είναι: πώς και σε τι βαθμό θα μπορέσει να περισώσει η συγκεκριμένη Αριστερή κυβέρνηση τον πυρήνα του προγράμματός της, που δεν είναι άλλος από τη λείανση, με τη βοήθεια του κράτους αλλά και της ανάπτυξης, της αποκαλούμενης «ανθρωπιστικής κρίσης», δηλαδή των «τριών τρομερών τριάντα» (απώλεια εθνικού εισοδήματος, ανεργία, ανέχεια) που βιώνει η ελληνική κοινωνία τα πέντε τελευταία χρόνια.
Ο λόγος που αυτό είναι πρόβλημα για μια νέο-εκλεγμένη κυβέρνηση με ισχυρή λαϊκή αποδοχή συνδέεται άμεσα με τον τρόπο που επιτεύχθηκε και με το χαρακτήρα που πήρε η συμφωνία-γέφυρα της περασμένης Παρασκευής: είναι μια συμφωνία υπό διπλή αίρεση (επικύρωσης από τους δανειστές –θεσμούς και χώρες- και διαρκούς κατάφασης επί των ειδικότερων μέτρων) και υπό τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της ως τώρα κρατούσας λογικής. Το –σταδιακό- γεφύρωμα της απόστασης Θεσσαλονίκη (το ανθρωπιστικό πρόγραμμα) – Βερολίνο (το πρόγραμμα των «θεσμών») αποτελεί ακόμα δυσκολότερη, και σίγουρα κρισιμότερη, άσκηση από την προσωρινή «γέφυρα» που μόλις στήθηκε.
Η κυβέρνηση εντάσσει εντός του «πακέτου των μεταρρυθμίσεων» που της ζητήθηκε να παρουσιάσει πολλά από τα «μέτρα της Θεσσαλονίκης». Αυτή η κίνηση δείχνει συνείδηση της πολιτικής σημασίας αντιμετώπισης της κρίσης σε «ανθρώπινο επίπεδο», ιδίως έναντι ενός εσωτερικού ακροατηρίου που παρακολούθησε αμήχανο την πορεία και την κατάληξη της διαπραγμάτευσης γύρω από μια παράταση του Μνημονίου, η οποία στην αρχή αποκλειόταν. Ενέχει όμως, πριν καλά-καλά ολοκληρωθεί η προσωρινή συμφωνία, και μεγάλα ρίσκα.
Οποιαδήποτε μέτρα, για να γίνουν δεκτά, σύμφωνα με τη συμφωνία-πλαίσο της Παρασκευής, θα πρέπει να πληρούν τρεις όρους: να αποτελούν μεταρρυθμίσεις, να μην έχουν επίπτωση στη δημοσιονομική σταθερότητα και να μην τα χαρακτηρίζει πλήρης αοριστία. Και οι τρεις αυτοί όροι δοκιμάζονται όταν έρχεται η ώρα να αναμετρηθούν με τα μέτρα της Θεσσαλονίκης.
Ορισμένα, όπως η δωρεάν απόδοση ρεύματος και επιδότηση διατροφής, έχουν οπωσδήποτε κόστος. Άλλα, όπως οι ρυθμίσεις για τα «κόκκινα» δάνεια, τις ληξιπρόθεσμες οφειλές, τον πλειστηριασμό της πρώτης κατοικίας, είναι περισσότερο παροχές –δικαιολογημένες ίσως, αν εστιασθούν σωστά- παρά «μεταρρυθμίσεις», δηλαδή δομικές αλλαγές στον τρόπο που λειτουργεί το κράτος και η οικονομία. Σε αυτές, αντίθετα, ανήκουν σίγουρα αναγγελθέντα -και από τους «θεσμούς»- μέτρα, όπως η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, του λαθρεμπορίου μεγάλης κλίμακας, της διαφθοράς, η αναδιοργάνωση του δημοσίου τομέα, ενώ, εξίσου αναμφίβολα, δεν ανήκουν μέτρα όπως η επαναπρόσληψη απολυμένων υπαλλήλων, τα οποία «ούτως ή άλλως θα ισχύσουν». Το πρόβλημα, όμως, ακόμα και με τις πραγματικές μεταρρυθμίσεις, όπως και με τα περισσότερα από τα μέτρα τα οποία βάζει στο τραπέζι αυτοδεσμευόμενη η κυβέρνηση, είναι ότι παραμένουν πολύ αόριστα –εξαγγελίες περισσότερο ακόμα παρά ενδείξεις για πολιτικές πράξεις.
Διόλου τυχαία, και γνωρίζοντας ασφαλώς όλες τις παραπάνω παραμέτρους, η κυβέρνηση δεν προτείνει στους δανειστές μόνο όσα θα ήθελαν να ακούσουν, αλλά και κομμάτια από το δικό της πρόγραμμα. Η Θεσσαλονίκη προσπαθεί να επιζήσει παρά την πίεση του Βερολίνου. Ο αγώνας αξίζει να δοθεί, έστω και με τους όρους των άλλων.
Το αν, όμως, κάποια από αυτά τα απαραίτητα για την κοινωνική συνοχή μέτρα θα μπορέσουν και να εφαρμοστούν –στην επόμενη φάση, μετά το πέρας του τετραμήνου και της τελικής της αξιολόγησης- θα εξαρτηθεί από τρεις κυρίως παράγοντες: την πειστική εύρεση πόρων που θα τα χρηματοδοτήσουν (με εξοικονόμηση από άλλα μέτωπα), την εξειδίκευση και κοστολόγησή τους και την οικοδόμηση γενικά μιας συμφιλιωτικής τάσης έναντι των εταίρων –αυτό που εκείνοι ονομάζουν «αξιοπιστία» και ο Μανώλης Γλέζος «ντροπή». Ποιος είπε ότι τα δύσκολα είναι πίσω μας;