*Το κείμενο αυτό, είναι η εισαγωγική τοποθέτηση του γράφοντος, ως προέδρου, στην ομότιτλη εκδήλωση του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης», που διεξήχθη στις 20.10.2022 στην αίθουσα Τελετών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, την οποία μπορεί να παρακολουθήσει κανείς στο κανάλι του, στο You Tube. Την εκδήλωση χαιρέτισε ο πρόεδρος του ΔΣΑ και συμμετείχαν οι καθηγητές Χαράλαμπος Ανθόπουλος, Σπύρος Βλαχόπουλος και Κώστας Γιαννακόπουλος, οι βουλευτές και/ή πρώην υπουργοί Όλγα Κεφαλογιάννη, Μιχάλης Καλογήρου και Χάρης Καστανίδης και το μέλος της ΑΔΑΕ Αικ. Παπανικολάου.
Με την παρούσα εκδήλωση («Θεσμικές και νομοθετικές προκλήσεις από την υπόθεση των υποκλοπών») ο Όμιλος «Αριστόβουλος Μάνεσης» αποφάσισε τελικά να μην συμμορφωθεί προς τα υποδείξεις, που κορυφώθηκαν με το «υποκλοπές τέλος» που σάλπισε πρωτοσέλιδα μια φιλοκυβερνητική εφημερίδα. Κατ’αρχάς, το πότε θα δοθεί τέλος δεν το γνωρίζει κανείς, προς το παρόν, διότι τίποτε δεν αποκλείει να αναζωπυρωθεί η υπόθεση. Πέρα από αυτό, όμως, και τα όσα προέκυψαν έως τώρα δεν είναι ούτε λίγα ούτε αμελητέα, για να τα προσπεράσουμε ελαφρά τη καρδία και να πάμε παρακάτω. Το αντίθετο μάλιστα. Το σκάνδαλο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, όχι μόνον για τους τριγμούς που προκάλεσε στο πολιτικό σύστημα, επαναφέροντας μνήμες άλλων εποχών, αλλά και διότι ανέδειξε ή επιδείνωσε σημαντικές παθογένειες της συνταγματικής μας πραγματικότητας.
Ήδη έχουν γραφεί και έχουν ειπωθεί πολλά βέβαια, τόσο για την πολιτικές και ποινικές ευθύνες όσων εμπλέκονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όσο και για τους χειρισμούς που έγιναν στην συνέχεια. Σε επίπεδο κομμάτων –όπως φάνηκε και από τα ξεχωριστά πορίσματα στην Εξεταστική Επιτροπή, που θα συζητηθούν αύριο– η απόσταση είναι τεράστια μεταξύ των λεγομένων της κυβερνητικής πλειοψηφίας και του συνόλου της Αντιπολίτευσης.
Ευτυχώς, όμως, παρόμοια απόκλιση δεν ισχύει στον χώρο της επιστήμης του Συνταγματικού Δικαίου, τουλάχιστον ως προς τα μείζονα: πρώτον ως προς την αντισυνταγματικότητα των παρακολουθήσεων (έστω και με διαφορετική αιτιολογία), δεύτερον ως προς την βαρύτατη πολιτική ευθύνη του ίδιου του Πρωθυπουργού –που όλοι σχεδόν αναγνωρίζουν ότι είναι αντικειμενική και μη μεταβιβάσιμη– τρίτον ως προς το ότι έπρεπε να αποκαλυφθεί η αλήθεια, έστω και με άδεια του πρωθυπουργού, ενώπιον των αρμόδιων οργάνων της Βουλής, τέταρτον ως προς το ποιοι έπρεπε να κληθούν για να καταθέσουν στην Εξεταστική Επιτροπή και πέμπτον ως προς κάκιστη αντιμετώπιση της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Ανταποκρίσεων από την πλευρά της κυβερνητικής πλειοψηφίας, .
Οι μόνες σημαντικές διαφοροποιήσεις εστιάζονται αφ’ενός στο αν επιτρέπεται –και σε ποια έκταση– η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για τους βουλευτές και ευρωβουλευτές και αφ’ετέρου στο αν δικαιούνται οι αυτουργοί των παρακολουθήσεων (δηλ. ο Διοικητής της ΕΥΠ, ο Γενικός Γραμματέας του πρωθυπουργικού γραφείου και η αρμόδια εισαγγελέας) να κρυφτούν πίσω από ένα άλλο απόρρητο, αυτό που αφορά, υποτίθεται, κρίσιμα εθνικά μυστικά, για να μην αποκαλύψουν στην Βουλή το τι πράγματι συνέβη. Επίσης, ποικίλες αποχρώσεις υπάρχουν και ως προς το τι σημαίνει στην πράξη «ανάληψη πολιτικής ευθύνης», καθώς οι απόψεις κλιμακώνονται από την προσφυγή στις κάλπες μέχρι την παραίτηση του πρωθυπουργού, είτε άμεση –την οποία έχω υποστηρίξει και εγώ προσωπικά ως μόνη θεσμικά αξιοπρεπή λύση– είτε υπό προϋποθέσεις.
Στην συζήτηση αυτή, μάλιστα, για την πολιτική ευθύνη, αναδείχθηκαν και άλλα κρίσιμα ζητήματα, σχετικά με την λειτουργία του πολιτεύματος. Το σημαντικότερο ίσως είναι το πέπλο σιωπής το οποίο άπλωσαν για το θέμα τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, σχεδόν στο σύνολό τους, αποδεικνύοντας για μία ακόμη φορά την μεροληπτική και συχνά προπαγανδιστική στάση τους, που υπονομεύει εκ βάθρων τον επιτασσόμενο από το Σύνταγμα επικοινωνιακό πλουραλισμό. Θλίψη δυστυχώς προκαλεί και η λειτουργία της Εξεταστικής Επιτροπής, που ποδηγετήθηκε από μία άκρως μεροληπτική κυβερνητική πλειοψηφία, παρότι συγκλήθηκε, με βάση την αναθεωρημένη σχετική συνταγματική διάταξη, με πρωτοβουλία της Αντιπολίτευσης. Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, και το πώς αντιμετωπίσθηκε το σκάνδαλο από το κυβερνών κόμμα, το οποίο έλαμψε διά της απουσίας του, τόσο σε επίπεδο κοινοβουλευτικής ομάδας όσο και σε επίπεδο εσωκομματικών διαδικασιών, σε αντίθεση για παράδειγμα με όσα συνέβησαν στην Αγγλία και μάλιστα για ήσσονος σημασίας θέμα.
Β. Ωστόσο, ο συνταγματικός και γενικότερα ο ευρύτερος νομικοπολιτικός προβληματισμός δεν εξαντλείται μόνο σε αυτά τα ζητήματα. Ανεξάρτητα από τις όποιες πολιτικές και ποινικές ευθύνες, που επιβάλλεται ασφαλώς να αναζητηθούν και να καταλογισθούν, είναι αναμφισβήτητο ότι υπάρχουν πολλές επιμέρους προεκτάσεις της εν λόγω υπόθεσης, που αγκαλιάζουν κρίσιμες πτυχές του κράτους δικαίου αλλά και του πολιτικού συστήματος. Σε αυτές ακριβώς τις προεκτάσεις πρέπει να στραφούμε πλέον, τόσο σε επιστημονικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο, με οδηγό τα όσα προηγήθηκαν και εστιάζοντας ιδίως:
Πρώτον σε μια νέα νομικοπολιτική και ευρύτερα θεσμική αξιολόγηση της ίδιας της συνταγματικής ρύθμισης του άρθρου 19, υπό το πρίσμα των πρόσφατων εξελίξεων και
Δεύτερον, στην διερεύνηση των δυνατών τροποποιήσεων των ισχυουσών διατάξεων, τόσο στο επίπεδο του νόμου όσο και στο επίπεδο του Κανονισμού της Βουλής, προκειμένου να μην επαναληφθούν στο μέλλον τέτοιες παραβιάσεις του.
Με άλλα λόγια, το επιπρόσθετο ζητούμενο είναι, πλέον η εξεύρεση πρόσφορων εναλλακτικών λύσεων, προκειμένου να αναδιαταχθεί ριζικά το εγγυητικό οπλοστάσιο του απορρήτου των επικοινωνιών. Και αυτό σημαίνει, ιδίως, αφ’ενός μεν την ριζική αναβάθμιση του ρόλου της δικαστικής εξουσίας και της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών αφ’ετέρου δε την αποτελεσματική αντιμετώπιση των ιδιαιτεροτήτων της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, ως προς τα πολιτικά πρόσωπα.
Μια τέτοια αντιμετώπιση, όμως, προϋποθέτει πρώτα και πάνω από όλα έναν νηφάλιο και εποικοδομητικό διάλογο, στον οποίο οφείλουμε να συμβάλουμε όλοι. Όχι βέβαια για να ξεχασθούν οι ευθύνες ή για να ανακαλυφθούν άλλοθι. Αλλά για να βρεθούν λύσεις που θα θωρακίσουν αποτελεσματικότερα, για το μέλλον, το κράτος δικαίου και σε τελευταία ανάλυση την ίδια την Δημοκρατία μας.