Στο δημόσιο λόγο έρχεται και επανέρχεται συνεχώς το ερώτημα περί ευθύνης των πολιτών. Πολλοί θεωρούν ότι για την παρατεταμένη κρίση που μαστίζει τη χώρα φταίει η νοοτροπία της κοινωνίας που αντιστέκεται στις μεταρρυθμίσεις, στις αλλαγές κλπ.
Η συζήτηση κινείται μεταξύ δύο άκρων. Οι μεν καθαγιάζουν τους πολίτες, τον ‘’λαό’’, την ‘’κοινωνία’’ με το γνωστό ‘’ο λαός έχει πάντα δίκιο’’, οι δε τους προσδίδουν την απόλυτη ευθύνη με το επίσης γνωστό, ‘’με αυτό το λαό τι περιμένεις, δεν υπάρχει ελπίδα’’. Η πρώτη εξαφανίζει την ευθύνη των πολιτών (δεν ευθύνεται για τίποτα), η δεύτερη την απολυτοποιεί (ευθύνεται για τα πάντα).
Πρόκειται όχι απλά για μια άτοπη προσέγγιση αλλά για μια εξόχως επικίνδυνη προσέγγιση, κυρίως γιατί προσδίδει ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά σε αφηρημένες έννοιες ‘’ο λαός’’, ‘’η κοινωνία’’. Στην πρώτη περίπτωση είμαστε ο περιούσιος λαός της οικουμένης, είμαστε πρώτοι απλά γιατί είμαστε ωραίοι, ενώ στην δεύτερη είμαστε ο χειρότερος, κάτι σαν ο ανορθολογισμός να είναι εγγεγραμμένος στο DNA μας και άρα να είμαστε καταδικασμένοι στον αιώνα τον άπαντα. Και στις δύο περιπτώσεις συγχέουμε τα εργαλεία που κατασκευάζουμε για να ερμηνεύσουμε την πραγματικότητα, δηλαδή τις έννοιες, με την ίδια την πραγματικότητα.
Είναι ξεκάθαρο ότι οι πολίτες ευθύνονται για τις επιλογές που κάνουν. Εάν όμως η συζήτηση ξεκινά και τελειώνει στην ευθύνη των πολιτών δεν πρόκειται να βγάλουμε άκρη. Εάν θέλουμε να δούμε ποια είναι η ευθύνη των πολιτών τότε θα ήταν χρήσιμο και διαφωτιστικό να εξετάσουμε σε πιο θεσμικό πλαίσιο ασκείται η ευθύνη τους, και ποιο είναι το εύρος της (δεν ευθύνονται για τα πάντα). Να δούμε δηλαδή πως λειτουργούν οι θεσμοί τι κοινωνική συνείδηση παράγουν, τι συμπεριφορές διαμορφώνουν, τι κανόνες επιβάλουν, και βεβαίως τι βαθμό αξιοπιστίας διαθέτουν. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.
Η λειτουργία των θεσμών
Μια απλή ματιά μας πείθει ότι δεν λειτουργούν καλά. Κόμματα που αγαπούν ιδιαίτερα τον λαϊκισμό και την δημαγωγία, ΜΜΕ που θεωρούν ότι το ασήμαντο και η ασάφεια είναι η πεμπτουσία της ενημέρωσης, κρατικοί θεσμοί που τους αρέσει η χαοτικού τύπου οργάνωση, οικονομικοί παράγοντες που απεχθάνονται τον ανταγωνισμό, όλα αυτά δημιουργούν ένα εξόχως προβληματικό τοπίο. Σε αυτό το πλαίσιο το ερώτημα που τίθεται είναι απλό. Είναι αυτό το κατάλληλο θεσμικό τοπίο στο οποίο μπορούν οι πολίτες να ασκήσουν την ευθύνη τους; Ευθύνονται πρωτίστως οι πολίτες για αυτή την λειτουργία των θεσμών ή οι ίδιοι οι θεσμοί; Πολλοί απαντούν μα οι θεσμοί είναι οι άνθρωποι. Ας το ξεκαθαρίσουμε λοιπόν. Οι θεσμοί είναι μια αφηρημένη έννοια, στην πράξη υπηρετούνται από άτομα. Άρα αυτό που πρέπει να δούμε είναι το τι κάνουν τα άτομα που διοικούν τους θεσμούς, τις θεσμικές ελίτ και όχι να επιρρίπτουμε ευθύνες στον ‘’λαό’’, στην ‘’κοινωνία’’ γενικώς και αορίστως.
Ας το δούμε όμως μέσα από ένα συγκεκριμένο παράδειγμα αυτό του ελληνικού. Η πολιτεία αφήνει το αεροδρόμιο να λειτουργεί επί δεκαετίες, το μεταφέρει στα Σπάτα εδώ και κάμποσα χρόνια και παρεμβαίνει μετά από τόσα χρόνια για να κάνει κάτι το εντελώς ακατανόητο. Ορίζει ότι το ελληνικό είναι δάσος και ότι μέρος του πρέπει να χαρακτηριστεί ως αρχαιολογικός χώρος (με προτάσεις που αποκλίνουν μεταξύ τους από 3.000 έως 280 στρέμματα). Γιατί δεν έγινε το αυτονόητο, γιατί δεν διευθετήθηκε το θέμα όλα αυτά τα χρόνια; Η δημόσια συζήτηση που επακολούθησε έγινε με ένα τέτοιο τρόπο ώστε να μην δύνανται οι πολίτες να κατανοήσουν τι ακριβώς συμβαίνει. Όλα τα σενάρια που είδαν το φως της δημοσιότητας μπορούν να γίνουν πιστευτά, η επένδυση μπλοκάρεται από άλλα οικονομικά συμφέροντα, ή από την απέχθεια κάποιων για τις επενδύσεις, ή από την όψιμη αγάπη κάποιων άλλων για το περιβάλλον και την πολιτιστική κληρονομιά. Όποια και εάν είναι η εξήγηση, από τη συζήτηση αυτή λείπει το βασικό, ένας αξιόπιστος κρατικός θεσμός ο οποίος να ξεκαθαρίσει τα πράγματα, αποτρέποντας τις διάφορες εικασίες και επιτρέποντας έτσι στους πολίτες να διαμορφώσουν μια ξεκάθαρη άποψη.
Υπάρχουν πάμπολλα άλλα παραδείγματα που δείχνουν την παράδοξη λειτουργία των θεσμών, όπως π.χ. το ιδιότυπο καθεστώς που επικρατεί στα Εξάρχεια ή οι βίαιες παρεμβάσεις διαφόρων μειοψηφιών στα πανεπιστήμια, όπου το κράτος δεν παρεμβαίνει ως όφειλε. Για να υποστηρίξουμε ότι και για αυτές τις περιπτώσεις ευθύνονται κυρίως οι πολίτες, θα πρέπει να αντιστρέψουμε τα πράγματα και να θεωρήσουμε ότι οι αρμοδιότητες των θεσμών ασκούνται πρωτίστως από τους πολίτες. Τότε όμως διαστρέφουμε πλήρως την τάξη των πραγμάτων, δεν μιλάμε πλέον για τη θεσμική συγκρότηση της πολιτείας. Μήπως τελικά το ορθό ερώτημα είναι ακριβώς το αντίστροφο, πως καταφέρνουν οι πολίτες και λειτουργούν σε ένα τέτοιο πλαίσιο; Τα επιχειρήματα όμως δεν σταματούν εδώ.
Οι πολίτες αντιστέκονται στις μεταρρυθμίσεις
Και εδώ πρόκειται για πλάνη, διότι στην ουσία αυτοί που αντιστέκονται είναι οι οργανωμένες συντεχνίες και πολλές φορές οι ίδιοι οι θεσμοί και όχι ο ‘’λαός’’ γενικά και αόριστα.
Κλασικό παράδειγμα εδώ είναι η μεταρρύθμιση Διαμαντοπούλου στην ανώτατη εκπαίδευση. Δεν πρόλαβε να εκδοθεί ο σχετικός νόμος και ξεκίνησε το ξήλωμα του από τα ίδια τα κόμματα, τα οποία παρεμπιπτόντως τον είχαν ψηφίσει με μοναδική για τα πολιτικά χρονικά της χώρας πλειοψηφία, και από κοντά βεβαίως και οι πανεπιστημιακές συντεχνίες. Δεν υπήρξε κάποιο κίνημα του ‘’λαού’’ ενάντια στη μεταρρύθμιση.
Σε πολλές μεταρρυθμίσεις οι πολίτες δεν έχουν κανένα μα κανένα αντικειμενικό συμφέρον να εναντιωθούν. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα εναντιωθεί στην προσπάθεια οικοδόμησης ενός ποιοτικού συστήματος εκπαίδευσης χωρίς φροντιστήρια, ή ενός ποιοτικού συστήματος υγείας χωρίς φακελάκι κ.ο.κ. Στην συντριπτική πλειοψηφία των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων (αν υποθέσουμε ότι πρόκειται για πραγματικές μεταρρυθμίσεις, αλλά ας μην πιάσουμε αυτή τη συζήτηση), αυτοί που αντιδρούν στην πραγματικότητα είναι οι οργανωμένες συντεχνίες και όχι ο ‘’λαός’’ γενικά και αόριστα.
Φταίνε οι πολίτες για τις επιλογές των πολιτικών και των κομμάτων που κάνουν
Ναι φταίνε, όμως πρέπει ταυτόχρονα να απαντηθεί και το εξής ερώτημα. Σ’ ένα πλαίσιο δημόσιου χώρου που κατακλύζεται από τα σκάνδαλα και την συνωμοσιολογία, όπου κατηγορίες εκτοξεύονται κατά ριπάς προς πάσα κατεύθυνση για κάθε κόμμα και για κάθε πολιτικό πρόσωπο, όπου τα ΜΜΕ παρέχουν χρόνο κυρίως σε όσους παράγουν θόρυβο, με ποιον ακριβώς τρόπο μπορούν οι πολίτες να επιλέξουν τους ‘’καλούς’’ πολιτικούς και τα ‘’καλά’’ κόμματα;’’.
Εν κατακλείδι
Η συζήτηση περί ευθύνης των πολιτών έτσι όπως διεξάγεται μας καταδικάζει σε μια θανατηφόρα κατάσταση, αναπαράγει συνεχώς μια βαθιά εθνική ενοχή και μια γενικευμένη πνευματική και αξιακή μιζέρια. Όταν δε, αναπαράγεται από τα στόματα των εκπροσώπων των θεσμών (πολιτικές, οικονομικές, μηντιακές, πανεπιστημιακές ελίτ, ή μήπως ψευδοελίτ;) τότε πρόκειται για ένα ασύλληπτο κυνισμό και μια απόλυτη διαστροφή της τάξης των πραγμάτων. Μεταθέτουν την άσκηση της λειτουργίας των θεσμών στους ίδιους τους πολίτες σχετικοποιώντας βεβαίως την δική τους ευθύνη. Αυτό πρέπει να σταματήσει.
Οι Έλληνες δεν είμαστε ούτε ο καλύτερος, ούτε ο χειρότερος λαός της οικουμένης. Έχουμε τα προτερήματά μας και τα μειονεκτήματά μας. Ορισμένες φορές κάνουμε καλές επιλογές άλλες όχι. Είμαστε το ίδιο επιρρεπείς στο λαϊκισμό και στην δημαγωγία όπως και οι άλλοι λαοί. Δεν υπάρχει καμία ιστορική ή άλλη αναγκαιότητα που μας κρατά καθηλωμένους στο παρελθόν. Εκεί που έγκειται η διαφορά με τις θεσμικά ανεπτυγμένες χώρες είναι ότι σε αυτές οι θεσμοί λειτουργούν πολύ καλύτερα και αυτό κάνει τη διαφορά. Αυτό άλλωστε μας εντυπωσιάζει όταν ταξιδεύουμε σε αυτές τις χώρες.
Πρέπει να κατανοήσουμε και κυρίως να το κατανοήσουν οι θεσμικές ελίτ ότι η παράδοξη λειτουργία των θεσμών ωθεί τους πολίτες στον ιδιωτικό τους χώρο, στο να μην πιστεύουν και να μην εμπιστεύονται κανέναν, και ενισχύει μια εξόχως επικίνδυνη κοινωνική συνείδηση τη γνωστή ‘’όλοι εναντίον όλων και ο καθένας για την πάρτη του’’.
Ιδιαίτερα τα κόμματα θα πρέπει να πάψουν να επιρρίπτουν την ευθύνη το ένα στο άλλο αποκρύπτοντας ταυτόχρονα (με αποχρώσεις βέβαια) το κοινό τους μυστικό, την άρνηση δηλαδή του θεσμικού εκσυγχρονισμού της χώρας και την αγάπη τους για τις επιμέρους διευθετήσεις αντί για την υπηρέτηση του συλλογικού συμφέροντος. Εάν συνεχίσουν έτσι είναι βέβαιο ότι όλες οι θυσίες και ο πόνος που προκάλεσε η κρίση θα πάνε χαμένες και είναι κρίμα.