Υπάρχει θεός; Σύμφωνα με μια παλιότερη μέτρηση, το 52% των Ευρωπαίων απαντάει ναι και μόνο το 18% όχι. Οι υπόλοιποι δηλώνουν πως πιστεύουν στην ύπαρξη μιας «ανώτερης δύναμης».
Δεν είναι τυχαίο ότι οι Έλληνες είναι μεταξύ των πλέον θρήσκων λαών (81% δηλώνουν πως πιστεύουν στο θεό). Ακολουθούν Μαλτέζοι, Κύπριοι και Πορτογάλοι. Αντίθετα, από τους Εσθονούς πιστεύει μόνο το 16%, τους Τσέχους το 19%, τους Σουηδούς το 23%, τους Δανούς το 31%, τους Γάλλους και τους Ολλανδούς το 34%.
Το «σωματίδιο του θεού» ή σωματίδιο «θεός», ή καλύτερα το περίφημο πείραμα του CERN, αυτό που διοργανώνει το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ερευνών στη Γενεύη, ξαναφέρνει στην επικαιρότητα ένα παλαιό πρόβλημα που συνδέεται με τη σχέση της εκκλησίας με το κράτος και ακόμη περισσότερο, της χριστιανικής σκέψης με την επιστήμη.
Μια προηγούμενη αφορμή στάθηκε η «νέα δίκη των πιθήκων» στις ΗΠΑ και μια πολύ ριζοσπαστική άποψη των καθολικών επισκόπων της Μ. Βρετανίας επί του θέματος των σχέσεων εκκλησίας-επιστήμης. Θα περίμενε κανείς να ανοίξει κάποτε και μια ανάλογη συζήτηση και στην Ελλάδα, με όρους 21ου αιώνα.
Επί του παρόντος, έχουμε μια ακόμη παρέμβαση του Πειραιώς, με όρους …Βυζαντίου.
Η σχέση του χριστιανισμού με την επιστήμη, πέρασε από πολλές φάσεις. Το σημαντικότερο θέμα που επηρέασε τις σχέσεις τους ήταν, βέβαια, η θεωρία της εξέλιξης, από τα μέσα του 18ου αιώνα. Ο χριστιανισμός θεώρησε το Δαρβίνο και τη θεωρία του ως ευθεία αμφισβήτηση της ιδέας της δημιουργίας του κόσμου από το θεό, όπως αυτή περιγράφεται στη Γένεση. Εκτός από την έντονη αντίθεση και πολεμική που άσκησε η εκκλησία, «επιστράτευσε» και ορισμένους επιστήμονες, που προσπάθησαν να αποδείξουν ότι όσα αναφέρονται στο κείμενο της Γένεσης στέκουν επιστημονικά. Ότι, δηλαδή, με επιστημονική μέθοδο και απτά ευρήματα, τεκμηριώνονται όλες οι περιγραφές της Γένεσης. Ως επιστήμες αρωγούς, αξιοποίησαν κυρίως τη γεωλογία, τη βιολογία και τη φυσική. Το φαινόμενο αυτό, η προσπάθεια επιστημονικής τεκμηρίωσης της δημιουργίας του κόσμου από το θεό, ονομάστηκε από τότε «επιστημονικός δημιουργισμός» ή απλώς «δημιουργισμός». Αξιοποιήθηκε, ακόμα, το θρησκευτικό φρόνημα ορισμένων επιστημόνων -και όχι το ίδιο το επιστημονικό τους έργο- για να διευρύνουν το μέτωπο των «αντιφρονούντων» κατά της θεωρίας της εξέλιξης. Στη σχετική βιβλιογραφία έχουν καταγραφεί τόμοι ολόκληροι αλλά και πολλά μαργαριτάρια με μια «πιθηκοφοβία» γραφική έως διασκεδαστική.
Η άποψη της «εξέλιξης» των όντων και του πλανήτη συνολικά, προϋπάρχει της ιδέας της «δημιουργίας». Οι Βαβυλώνιοι πίστευαν ότι ο Ουρανός, η Γη αλλά και οι Θεοί γεννήθηκαν από ένα πρωταρχικό ον. Παρεμφερείς απόψεις εξέφραζε ο Βραχμανισμός, ο Βουδισμός και οι αρχαίες αιγυπτιακές θρησκείες. Ο Αναξίμανδρος (6ος π.Χ. αιώνας), πίστευε ότι ο άνθρωπος κατάγεται από κάποιο είδος ζώου και ότι τα χερσαία ζώα, μαζί με τον άνθρωπο, ζούσαν πριν στη θάλασσα, ως ψάρια. Ο Ηράκλειτος, αργότερα, ο Εμπεδοκλής, ο Σπεύσιππος και ο Λουκρήτιος, πρόβαλαν θεωρίες για τον κόσμο που εμπεριείχαν τη λογική της «εξέλιξης» και όχι μιας στατικής και άπαξ δημιουργίας.
Με την εξάπλωση του χριστιανισμού, ατονούν όλες οι θεωρίες περί της εξέλιξης και κυριαρχεί η άποψη, ή καλύτερα η λογική της «δημιουργίας» του κόσμου, των φυτών και των ζώων. Για περίπου 1.500 χρόνια, ο κόσμος «ξέρει» πως δημιουργήθηκε από το Θεό. Ο γιατρός Παράκελσος (1493-1541) φαίνεται πως επαναφέρει μια κάποια εκδοχή περί εξέλιξης, υποστηρίζοντας ότι τα ενόργανα όντα προήλθαν από την αρχέγονη πρωταρχική ύλη, ενώ ο Μπέικον μίλησε για την εξέλιξη των ζωικών ειδών και ο Βαβίνι, την ίδια εποχή, έκανε πρώτος νύξη για την πιθανή καταγωγή του ανθρώπου από τον πίθηκο. Πολλοί φυσιοδίφες, βοτανολόγοι, γεωλόγοι, φιλόσοφοι και άλλοι διανοητές, όπως ο Καρτέσιος, ο Λάιμπνιτς, ο Συρανό ντε Μπερζεράκ, ο Ντιντερό, ο Καντ, ο Λαπλάς, ο Λινναίος, ο Λαμάρκ (στο σύγγραμμά του Ζωολογική Φιλοσοφία, 1809), ο Έρασμος Δαρβίνος (παππούς του Κάρολου), ο Μπουφφόν, ο Γκαίτε, κ.ά., προετοιμάζουν το έδαφος για την «επίσημη» εμφάνιση της θεωρίας της εξέλιξης από τον Κ. Δαρβίνο.
Το έργο του Δαρβίνου «Καταγωγή των Ειδών», βλέπει το φως της δημοσιότητας το 1859. Μόλις 20 χρόνια αργότερα, δημοσιεύεται το πρώτο κείμενο του Δαρβίνου στα ελληνικά. Πρόκειται για το Βιογραφικό σχεδίασμα ενός μικρού παιδός, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ποικίλης ύλης -«οικογενειακό» το αποκαλεί ο Θ. Χελδράιχ στην επιστολή του προς τον Δαρβίνο, στην οποία και του το αναγγέλλει-«ΕΣΤΙΑ», τεύχος 104, του 1879. Ο Θ.Χ. αντάλλαξε ορισμένες επιστολές με τον Δαρβίνο, στις οποίες τον πληροφορεί για την «πρώτη μετάφραση στα νέα Ελληνικά ενός έργου σας… μεταφραστής είναι ένας νέος κρητικός γιατρός, ο Δρ. Σ. Μηλιαράκης, ένας από τους θαυμαστές σας και από τους ενθουσιώδεις οπαδούς σας, οι οποίοι είναι ακόμα αρκετά σπάνιοι στην Ελλάδα. Δεν είναι απαλλαγμένο κάποιου κινδύνου και χρειάζεται αρκετό ηθικό θάρρος για να ομολογεί κανείς και να αποδέχεται τις αρχές σας σ’ αυτή τη χώρα, όπου ακόμα βρισκόμαστε υπό την κυριαρχία του δογματισμού». Όπως μας πληροφορεί ο Κ. Κριμπάς, η πρώτη μετάφραση της Καταγωγής των Ειδών γίνεται μόλις το 1915, από τον Ν. Καζαντζάκη. Η Καταγωγή του Ανθρώπου, μεταφράζεται ακόμα αργότερα.
Το κείμενο της Γένεσης είχε εκληφθεί από τους χριστιανούς ως «ανθρωποκεντρικό», ότι, δηλαδή, η γη και όλα τα άλλα, πλην του ανθρώπου, τμήματά της, υπάρχουν χάριν και υπέρ των συμφερόντων και των σκοπών του ανθρώπου. Όλη η εβραιοχριστιανική παράδοση και οι περιγραφές της Γένεσης διευκόλυναν μια τέτοια πρόσληψη του κόσμου και δημιούργησαν μια παράδοση στην οποία αποδόθηκε η αρχή, η πηγή της κυριάρχησης της λογικής του «ανθρώπινου σωβινισμού», έναντι όλων των υπολοίπων όντων του πλανήτη. Βεβαίως, η σύγχρονη επιστήμη από τον Φ. Μπέικον (1561-1630) και μετά, ενίσχυσε αυτή τη λογική της χρησιμοθηρικής σχέσης με τη φύση και μπορεί, από κοινού με τη χριστιανική παράδοση, να επωμιστεί την «ευθύνη» ενός ακραίου ανθρωποκεντρισμού, ο οποίος χαρακτηρίζει και σήμερα τη θέση του ανθρώπου μέσα στη φύση και τις σχέσεις του με αυτήν.
Ο δαρβινισμός και ο ίδιος ο Δαρβίνος, πέρασαν από συμπληγάδες για να υπάρξουν και να συζητηθούν στο πεδίο του επιστημονικού διαλόγου και της ακαδημαϊκής αντιπαράθεσης. Χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τον κοινωνικό και θεολογικό συντηρητισμό, αλλά και τον έντονο συντηρητισμό που συνόδευε, κυρίως τότε, και το χώρο της επιστήμης και των επιστημόνων. Το πνεύμα του διαφωτισμού διευκόλυνε εν μέρει, αλλά δεν μπορούσε να προφυλάξει τους φορείς αυτών των «ανατρεπτικών» θεωριών, από το στόχαστρο της «πιθηκοφοβίας» της βικτωριανής Αγγλίας. Ο ίδιος ο Δαρβίνος «δεν άντεχε τις δημόσιες αντιπαραθέσεις» και είχε αρνηθεί ευγενικά να προλογίσει μια νεώτερη έκδοση του Κεφαλαίου του Μαρξ, πιθανότατα για να μη δημιουργηθεί οποιοσδήποτε ανεπιθύμητος συνειρμός.
Η ελληνική εκκλησία έχει μείνει στην εποχή του διλήμματος «εξέλιξη» ή «δημιουργία» και η απάντησή της, βέβαια, είναι «δημιουργία». Αυτό το ρεύμα σκέψης, ο «δημιουργισμός», όπως αναφέρθηκε, ουσιαστικά μεταφέρει, υποτίθεται, το δίλημμα στο πεδίο της επιστήμης, ενώ απαντά με όρους θρησκευτικούς, μη επιστημονικούς. Πολύ συχνά στο παρελθόν, η επιχειρηματολογία των «δημιουργιστών» επιστράτευε και «επιστημονικά» επιχειρήματα (εξ ου και ο επίσης χρησιμοποιούμενος όρος «επιστημονικός δημιουργισμός»).
Πριν καν εμφανιστεί η θεωρία της εξέλιξης στην Ελλάδα, μεταφράστηκε στα ελληνικά και κυκλοφόρησε ένα βιβλίο, το 1867(!), υπό τον τίτλο: Λόγοι εν λίθοις, ή η γραφή βεβαιούμενη υπό της γεωλογίας, που συνέγραψε ο «Μακωσλάνδος Δομίνικος». Το 1936, ο μητροπολίτης Κίτρους, Κοϊδάκης Κωνσταντίνος, εξέδωσε στην Κατερίνη ογκώδη τόμο 469 σελίδων, με τίτλο Γεωλογία και Αγία Γραφή, όπου επιχειρεί και αυτός να αποδείξει ότι η «γένεση» επιβεβαιώνεται επιστημονικά. Σε σειρά τευχών του, το 1890, το εξαίρετο επιστημονικό περιοδικό «Προμηθεύς» παρουσιάζει τη θεωρία της εξέλιξης, από τον πατέρα της οικολογίας και μαθητή του Δαρβίνου, Έρνεστ Χέκελ. Οι αντιδράσεις που συνόδευσαν τα δημοσιεύματα αυτά, είναι πρωτοφανείς. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο κάποιοι θεολόγοι διανοητές της εποχής, να ζητούν, στο όνομα μιας ιδιότυπης «πιθηκοφοβίας», και τη φυσική εξόντωση των εκφραστών των απόψεων αυτών.
Ποτέ η ελληνική εκκλησία, ως τέτοια, δεν συζήτησε νηφάλια τα θέματα αυτά μέχρι σήμερα. Τους εκπροσώπους του «διαφωτισμού» τους καταγγέλλουμε, δεν συνδιαλεγόμαστε μαζί τους, είναι το κυρίαρχο δόγμα της. Υπάρχουν, όμως, μεμονωμένοι θεολόγοι διανοητές (π.χ. Μπέγζος, Αγουρίδης, Ματσούκας, αλλά και ο Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας), που έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις -όχι μόνο στο δίλημμα αυτό.
Ο Μ. Μπέγζος, τη διατύπωσε περίπου ως εξής: «και δημιουργία και εξέλιξη», δηλαδή, ενώ ένας χριστιανός μπορεί να πιστεύει ότι τον κόσμο τον δημιούργησε ο θεός, ο τρόπος, όμως, που ο κόσμος ζει και εξελίσσεται, είναι θέμα της επιστήμης να τον διερευνήσει. Η θεωρία της εξέλιξης είναι ένα τρόπος που η επιστήμη απαντά. Η αμφισβήτηση αυτής της θεωρίας, δεν είναι θέμα της εκκλησίας, αλλά μιας άλλης επιστημονικής προσέγγισης, που ενδεχομένως θα μπορούσε να την αντικρούσει ή να την ξεπεράσει. Ο χριστιανισμός και η εκκλησία, συνεχίζει, δεν είναι, εξ ορισμού, ούτε υπέρ, ούτε κατά της θεωρίας της εξέλιξης. Η προσέγγιση αυτή, ομολογουμένως, αποτελεί μια τομή στην προσέγγιση του σχετικού θέματος. Η αξία της είναι ασφαλώς ευρύτερη, γιατί επιχειρεί να οριοθετήσει -και να περιφρουρήσει- κατά κάποιο τρόπο, τη θέση και το λόγο της εκκλησίας στη σύγχρονη κοινωνία.
Δηλαδή, προσπάθησε να πει ότι «συμφέρει» την εκκλησία να μην εμφανίζει τον χριστιανισμό ως μία εκδοχή επιστημονική.
Η προσέγγιση αυτή δεν κυριαρχεί, καλύτερα δεν αγγίζει την ελλαδική εκκλησία, η οποία δεν ασχολείται καν με παρόμοια θέματα. Δεν «ανοίγει» νέα θέματα. Για όλα έχει απόψεις, από το παρελθόν, όμως! Όλα λύθηκαν, κάποτε, και από τότε ισχύουν αναλλοίωτα, όπως ισχυρίζεται και η παλαιοκομμουνιστική εκδοχή της στο πεδίο της πολιτικής. Η επίκληση της παράδοσης, το άλλοθι της ακινησίας. Ο πραγματικός λόγος, όμως, πρέπει να αναζητηθεί στην «πνευματική οκνηρία» που διακατέχει την εκκλησία, δεκαετίες τώρα. Άλλα τα ενδιαφέροντα, άλλες οι προτεραιότητες και άλλοι οι προσανατολισμοί της. Όποιος «ανοίγει» τέτοια θέματα, βαφτίζεται εκπρόσωπος του διαφωτισμού, «του κακού», δηλαδή.
Ο εκσυγχρονισμός, η μεταρρύθμιση της εκκλησίας και των σχέσεών της με το κράτος, την κοινωνία και την επιστήμη, ΔΕΝ βρίσκονται προ των πυλών…