Οι θεωρίες συνωμοσίας ξεκινούν συχνά από μια υπόνοια. Θέτουν ερωτήματα, όπως ποιος επωφελείται από το γεγονός ή την κατάσταση και, με τον τρόπο αυτό, εντοπίζουν συνωμότες. Κάθε «στοιχείο» το παρουσιάζουν έτσι, ώστε να ταιριάζει στη θεωρία. Μόλις ριζώσουν οι θεωρίες συνωμοσίας, εξαπλώνονται ταχύτατα. Είναι δύσκολο να τις αντικρούσει κάποιος, επειδή όποιος το επιχειρεί θεωρείται συμμέτοχος της συνωμοσίας, σημειώνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η UNESCO στη σειρά εκπαιδευτικών ενημερωτικών γραφημάτων που βοηθούν τους πολίτες να εντοπίζουν, να καταρρίπτουν και να καταπολεμούν τις θεωρίες συνωμοσίας.
Θεωρίες συνωμοσίας είναι πιο εύκολο να ασπαστούν άνθρωποι ταλαιπωρημένοι ψυχολογικά, οι οποίοι μπρος στο φάσμα κάποιας κρίσης τρομοκρατούνται, γίνονται ευάλωτοι και έτοιμοι να ασπαστούν ανάλογες θεωρίες. Με αυτόν τον τρόπο αρνούνται μια πραγματικότητα την οποία δεν μπορούν να ερμηνεύσουν, να αιτιολογήσουν, να ελέγξουν. Η εύκολη ερμηνεία είναι η ασπίδα αυτών των πανικοβλημένων ανθρώπων απέναντι σε προβλήματα και δυσκολίες που ξεπερνούν το μέτρο και το σθένος τους.
Ο Γάλλος φιλόσοφος Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ, στο βιβλίο του «Θεωρίες Συνωμοσίας - Εσωτερισμός, Εξτρεμισμός» σημειώνει ότι οι θεωρίες συνωμοσίας ξεκινούν ήδη από την περίοδο μετά τη Γαλλική Επανάσταση, ενώ ο συγγραφέας πιστεύει ότι όλα βασίζονται στον φόβο. Επίσης, υποστηρίζει ότι η δυσκολία μας να κατανοήσουμε πολλά ιστορικά γεγονότα ενισχύει σημαντικά την ανάπτυξη συνωμοσιολογικών θεωριών και ότι η κατασκευή ενός δαιμονικού εχθρού αποτελεί μια καθησυχαστική εξήγηση για όλα τα δεινά.
Συνωμοσιολογική σκέψη δεν σημαίνει να πιστεύει κανείς στην ύπαρξη συνωμοσιών, που άλλωστε δεν έχουν πάψει ποτέ να υπάρχουν στ' αλήθεια. Συνωμοσιολογική σκέψη είναι η τάση να βλέπει κανείς παντού συνωμοσίες και να πιστεύει ότι οι συνωμοσίες είναι οι λύσεις σε όλα, όσα συμβαίνουν στον κόσμο. Άλλωστε, το φαινόμενο αυτό δεν είναι καινούργιο, πάντοτε οι θεωρίες συνωμοσίας έβρισκαν εύφορο έδαφος και γοήτευαν πολλούς ανθρώπους.
Οι άνθρωποι που καταναλώνουν συνωμοσιολογικές τροφές γίνονται μνησίκακοι και τοξικοί. Το σύνδρομο της παντογνωσίας του αδαούς αναπτύσσεται μαζί με την περιφρόνηση στους πραγματικούς επιστήμονες, το μίσος για τους διανοούμενους και την ισοπεδωτική αντιμετώπιση όλου του πολιτικού κόσμου ως σάπιου.
Ο συνωμοσιολόγος, όταν ζει μια μη κανονική πραγματικότητα και η καθημερινότητά του έχει ανατραπεί, βρίσκει φίλους να πει τους φόβους και τις σκέψεις του και στη συνέχεια συγκεντρώνει δίπλα του κι άλλους με σκοπό να διαμορφώσει κάποια ομάδα, για να μη νιώθει μόνος. Αισθάνεται με αυτόν τον τρόπο ότι υπάρχει, οι σκέψεις του δεν είναι αδιάφορες και ως άτομο έχει υπόσταση, έχει λόγο και μέσω της ομάδας νιώθει ότι αποκτά την απαραίτητη δύναμη για να συνεχίσει και την αναγκαία ισχύ για να επιβάλει τις ιδέες του. Απολαμβάνει δε ότι όλοι, η κυβέρνηση, η επιστημονική κοινότητα, τα ΜΜΕ, οι αρχές, προσπαθούν να τον πείσουν, γιατί επιτέλους δεν περνά απαρατήρητος, δεν είναι αμελητέα ποσότητα, οι εμμονές του δίνουν οντότητα και λόγο ύπαρξης.
Ο Βολταίρος έγραφε, αμφιβολία δεν είναι μια ευχάριστη κατάσταση, αλλά η βεβαιότητα είναι μία παράλογη κατάσταση.
Αυτό ακριβώς είναι που χορταίνει τον συνωμοσιολόγο, μια δυσάρεστη κατάσταση, από την οποία όχι μόνο δεν μπορεί να ξεφύγει αλλά δεν μπορεί καλά, καλά να την ερμηνεύσει, να την προσεγγίσει. Πιο εύκολο, απλό και βολικό γι αυτόν είναι να εφεύρει μια παχουλή βεβαιότητα πάνω στην οποία θα ρίξει όλες τις ανησυχίες, τους φόβους και στο τέλος θα ξαπλώσει κι αυτός και θα απολαμβάνει να χαζεύει όλους αυτούς που αγωνίζονται, παλεύουν, ταλαιπωρούνται για να λύσουν το πρόβλημα.
Η πρωτόγνωρη συσσώρευση επιστημονικής γνώσης και η εντυπωσιακή τεχνολογική ανάπτυξη, με τον τρόπο που συντελούνται, διαμορφώνουν ένα ιδιότυπο χάσμα: από τη μια όσοι έχουν άμεση πρόσβαση στη γνώση και διαθέτουν τα μεθοδολογικά εργαλεία για να την κατανοήσουν και από την άλλη το ευρύ κοινό, που εκπαιδεύεται να καταναλώνει απλώς τα τεχνολογικά επιτεύγματα μηχανικά χωρίς να μπορεί κατανοήσει, να ερμηνεύσει και να αιτιολογήσει. Έτσι το άτομο χάνεται μέσα στον κυκεώνα πληροφοριών, στους δαιδαλώδεις διαδρόμους των προβλημάτων, στις πολύπλευρες εκδοχές συμπερασμάτων και στις πολυποίκιλες ροές δεδομένων. Όταν πια δεν μπορεί ούτε κατ’ ελάχιστον να «αντιμετωπίσει» αυτόν τον τεράστιο όγκο πληροφοριών σε συνδυασμό με την διαταραγμένη καθημερινότητά του, καταφεύγει στις απλοϊκές βεβαιότητες, τις εύκολες εξηγήσεις και τις χοντροκομμένες ερμηνείες. Οι θεωρίες συνωμοσίας, όσο παράλογες κι αν είναι, έχουν το πλεονέκτημα ότι «ερμηνεύουν» τα γεγονότα και παρέχουν μια απλή και συνεκτική εικόνα του κόσμου, στον οποίο τίποτε πια δεν φαίνεται τυχαίο, αλλά όλα, ακόμη και τα πιο τρομακτικά και παράξενα είναι εξηγήσιμα.
Μια βασική παράμετρος που τροφοδοτεί τη συνωμοσιολογία στο κοινωνικό πεδίο είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς και στους εκπροσώπους τους. Σφοδρή κριτική άσκησε η πρόσφατα βραβευμένη με Νόμπελ Ειρήνης Φιλιππινέζα δημοσιογράφος, Μαρία Ρέσα εναντίον του facebook χαρακτηρίζοντάς το «απειλή» κατά της Δημοκρατίας και επισημαίνοντας ότι ο κολοσσός των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι «μεροληπτικός απέναντι στα γεγονότα» και δεν προστατεύει τους χρήστες από την διάδοση του μίσους και της παραπληροφόρησης.
Ο Εμμάνουελ Καντ έγραφε, Μπορούμε να μετρήσουμε την ευφυΐα ενός ανθρώπου με βάση πόσες αβεβαιότητες μπορεί να αντέξει.
Σε έναν κόσμο, λοιπόν, γεμάτο αβεβαιότητες, φόβους και εμμονές, ο πολλαπλασιασμός των θεωριών συνωμοσίας, καθώς και η γρήγορη διάδοσή τους σε πολύ μεγάλα στρώματα του πληθυσμού αποτελούν εντυπωσιακό φαινόμενο και είναι αναγκαίο για κάθε δημοκρατικό πολίτη να κατανοήσει τη λειτουργία τους και να βρει τρόπους αντίστασης και αντιμετώπισής τους.