Η πρόσφατη απόφαση 660/2018 της «Ολομέλειας» του Συμβουλίου Επικρατείας (ΣτΕ) για το μάθημα των θρησκευτικών αποτελεί αναμφισβήτητα μια από τις χειρότερες στιγμές του.
Εν πρώτοις, είναι απορίας άξιον γιατί ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, το οποίο έχει απασχολήσει επανειλημμένα και έντονα την κοινή γνώμη, κρίθηκε από την μικρότερη δυνατή σύνθεση της Ολομέλειας (συνολικά 17 σε σύνολο 64 Συμβούλων!!!). Ας όψεται βεβαίως ο πρόεδρος του ΣτΕ, που επιλέχθηκε, ελαφρά τη καρδία, από την παρούσα κυβέρνηση, παρά τις πανταχόθεν προειδοποιήσεις…
Από τους 17 την απόφαση ψήφισαν μόλις 9 Σύμβουλοι (του προέδρου, βεβαίως, συμπεριλαμβανομένου…). Οι 3 κράτησαν επαμφοτερίζουσα –και ασαφή– στάση, ενώ 5 μειοψήφησαν τεκμηριωμένα, σώζοντας την τιμή του ΣτΕ. Όλως τυχαίως, πουθενά η πλειοψηφία δεν μνημονεύει ούτε το Πρακτικό Επεξεργασίας 347/2002 του Ε΄ Τμήματος του ΣτΕ (υπό την προεδρία του μετέπειτα προέδρου του, Κώστα Μενουδάκου), που είχε ήδη τάμει εύστοχα και νηφάλια το ζήτημα, αλλά ούτε και την μνημειώδη απόφαση 2280/2001 της Ολομέλειας του ΣτΕ για τις ταυτότητες (που λήφθηκε από διπλάσιους -35- Συμβούλους…), παρότι σε πολλά σημεία αποτελούσε νομολογιακό προηγούμενο.
Ως προς την ουσία, η θέση της πλειοψηφίας είναι όχι μόνον ανερμάτιστη αλλά και ανατριχιαστική, διότι αφ’ενός μεν απομακρύνεται εμφανώς από τις αρχές και τις αξίες μιας σύγχρονης –ανοιχτής και δημοκρατικής– ευρωπαϊκής κοινωνίας αφ’ετέρου δε μηρυκάζει τις πλέον ακραίες θεοκρατικές αντιλήψεις (παρεμφερείς με αυτές των φονταμενταλιστών του Ισλάμ), που κυκλοφορούν, δυστυχώς, στους κόλπους της Ιεραρχίας…
Το χειρότερο είναι ότι η πλειοψηφία αντιμετωπίζει την εκπαίδευση σαν προέκταση των κατηχητικών σχολείων της Εκκλησίας, επανεισάγοντας, εν τέλει, μια εκδοχή απροκάλυπτου θρησκευτικού ολοκληρωτισμού, η οποία, βέβαια, είναι συμβατή μόνο με τις αντιλήψεις που συνοψίζονταν στο –αλήστου μνήμης– διαβόητο σύνθημα: «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» (ενώ κάτι ανάλογο ήταν, θυμίζω, και η υποχρεωτική αθεϊστική προπαγάνδα στα σταλινικά καθεστώτα…).
Είναι εύλογο, στο πλαίσιο ενός τέτοιου άρθρου, να μην υπάρχουν περιθώρια για αναλυτικά συνταγματικά επιχειρήματα (τέτοια, για όποιον ενδιαφέρεται, περιέχονται εκτενώς στην μονογραφία μου: «Θρησκεία και Εκπαίδευση, κατά το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Από τον κατηχητισμό στην πολυφωνία», 1993/1998, εκδόσεις Σάκκουλας, ενώ, σχεδιάζεται και σχετική επιστημονική εκδήλωση στις 9 Μαΐου στον ΔΣΑ). Ωστόσο, κρίνω σκόπιμο να επισημάνω ότι θεωρώ αδιανόητο η πλειοψηφία του Δικαστηρίου:
πρώτον, να αποκόπτει πλήρως την «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης», που προβλέπει το άρθρο 16.2 του Συντάγματος, από την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (του άρθρου 5 παρ. 1) και από την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης (του άρθρου 13 παρ. 1), επικαλούμενη αυθαίρετα μια θεοκρατική ερμηνεία της «επικρατούσας θρησκείας» (άρθρο 3) και
δεύτερον, να επικαλείται εντελώς παραπλανητικά και ψευδεπίγραφα την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όταν είναι γνωστό ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, που την εφαρμόζει, έχει υπογραμμίσει, σε όλους τους τόνους, ότι η θρησκευτική εκπαίδευση δεν επιτρέπεται επ’ουδενί να αποσκοπεί στην «δογματική επιβολή θρησκευτικών δοξασιών» («indoctrination») και γι αυτό πρέπει να παρέχεται «με κριτικό, αντικειμενικό και πλουραλιστικό τρόπο»…