Μετά την εμπειρία της πανδημίας του κορωνοϊού, στην Ευρώπη όπως και στην Ελλάδα η επιστροφή στο κοινωνικό κράτος δεν θα γίνει πλέον από ιδεολογική επιλογή αλλά από ανάγκη για την προστασία των πολιτών, αλλά και των βασικών τομέων της ζωτικής οικονομίας, υποστηρίζει ο καθηγητής Θεόδωρος Παπαθεοδώρου , στη συνεντευξή του στην «Μ» και τον Αντώνη Τριφύλλη. Η πανδημία, τονίζει, έδειξε ότι όπου δοκιμάστηκαν και άντεξαν τα εθνικά συστήματα υγείας, προστατεύτηκε η ζωή. Όπου κατέρρευσαν, οι απώλειες ήταν μεγάλες
«Το κλασσικό σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο του κοινωνικού κράτους διαχέεται πλέον σε όλο το φάσμα των υπεύθυνων πολιτικών δυνάμεων και προβάλλει ως ανάγκη στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης», αναφέρει
Αναφερόμενος στην ΕΕ, ο κ. Παπαθεοδώρου, εκτιμά ότι η Ευρώπη θα δοκιμαστεί το επόμενο διάστημα στη διατήρηση και εμβάθυνση της πολιτικής συνοχής της, στη διαχείριση ενός νέου μεταναστευτικού προσφυγικού κύματος, καθώς και στην αντιμετώπιση της ante portas οικονομικής κρίσης. Στο ρευστό αυτό γεωπολιτικό περιβάλλον, η Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει δύο σημαντικά προβλήματα: την τουρκική προκλητικότητα και τις καινούργιες εντάσεις στο προσφυγικό-μεταναστευτικό
Ειδικότερα για την Ελλάδα, εκτιμά ότι στη νέα μετά Κορωνοϊό εποχή, θα ενισχυθεί ο διπολισμός των δυνάμεων, «μεταξύ αυτών που θα επιχειρήσουν σοβαρές μεταρρυθμίσεις, θα προτείνουν πραγματικά προοδευτικές λύσεις για την κοινωνία και τους πολίτες και των πραματευτάδων των λαϊκιστικών τσιτάτων ή των γενικώς αναπολούντων το ένδοξο παρελθόν των μεγάλων ιδεολογικοπολιτικών συγκρούσεων. Η νέα εποχή θα φέρει και κόμματα νέου τύπου», τονίζει.
Ολόκληρη η συνέντευξη
Η Ελληνική οικονομία, όπως προβλέπουν διεθνείς Οργανισμοί, θα υποστεί την μεγαλύτερη ύφεση από τις χώρες της Ευρωζώνης. Πιστεύετε ότι με τα μέχρι τώρα μέτρα που έχει λάβει η Ε.Ε. και με αυτά που υποθέτουμε ότι θα λάβει με το πακέτο ανάταξης της οικονομίας θα μπορέσουμε να αντεπεξέλθουμε στις προκλήσεις και τους κινδύνους που διαγράφονται; Μπορεί το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία να αντεπεξέλθουν ; Μήπως το παραγωγικό μοντέλο μας θα πρέπει να σχεδιαστεί από την αρχή;
-Πράγματι το ζήτημα των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας σε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. είναι κυρίαρχο και τίθεται πλέον με τρόπο επιτακτικό. Οι προβλέψεις για βαθιά ύφεση, κυρίως στις πλέον ευάλωτες λόγω υψηλού χρέους οικονομίες, όπως η ελληνική, η αύξηση της ανεργίας, ο κίνδυνος αποδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων και η ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων συνθέτουν την εικόνα μιας νέας βαθιάς οικονομικής κρίσης. Η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει αυτή τη νέα κρίση βγαίνοντας τραυματισμένη από την προηγούμενη δεκαετή κρίση της χρεοκοπίας και των μνημονίων. Όλες οι εκτιμήσεις διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών για τις επιπτώσεις του lockdown στην ελληνική οικονομία είναι σήμερα δυσοίωνες, ιδιαίτερα λόγω της σημαντικής εξάρτησής της από τον τουρισμό, αλλά και λόγω των ευαλωτότητάς της από την προηγούμενη κρίση. Τρία είναι τα κρίσιμα στοιχεία για την επόμενη περίοδο: Το μέγεθος της ύφεσης (που πολλοί προβλέπουν να κυμαίνεται από 5,5 έως 10%), η αύξηση του χρέους και η αύξηση της ανεργίας. Καθένα από αυτά τα στοιχεία θα πρέπει να αντιμετωπισθούν έγκαιρα και αποφασιστικά, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και της συντονισμένης εθνικής προσπάθειας. Επ?αυτού η Ε.Ε. αντέδρασε με τη συνηθισμένη καθυστέρηση, την αναγκαία εσωτερική διαπραγμάτευση και με συμβιβασμούς, αλλά πλέον πιστεύω με μεγάλη συνείδηση των κινδύνων. Η δημιουργία Ταμείου Ανάκαμψης με 500 δις ευρώ, μετά τη συμφωνία Μακρόν-Μέρκελ, είναι ένα πρώτο θετικό, ουσιαστικό θα έλεγα, βήμα, που μπορεί να ενισχύσει την ελληνική οικονομία. Πολλοί λένε ότι το ποσό είναι ανεπαρκές για την προστασία των ευάλωτων ευρωπαϊκών οικονομιών. Σίγουρα δεν είναι αρκετό. Ωστόσο, το σημαντικό είναι ότι η Ε.Ε. θα δανεισθεί χρήματα και στη συνέχεια θα τα μεταβιβάσει στις χώρες που τα έχουν ανάγκη. Η ευρωπαϊκή βοήθεια μέσω μεταβιβάσεων δεν επιβαρύνει το δημόσιο χρέος και αυτό είναι θετικό για τη βιωσιμότητα της οικονομίας μας. Ταυτόχρονα, τα άλλα χρηματοδοτικά εργαλεία που προβλέφθηκαν ήδη από την ΕΚΤ και τον ESM, διαμορφώνουν ένα δίχτυ προστασίας, το οποίο μπορεί να μην είναι όσο εκτεταμένο θα έπρεπε, αλλά είναι εξαιρετικά σημαντικό στις σημερινές συνθήκες. Άλλη μια φορά αποδεικνύεται η σπουδαιότητα της συμμετοχής μας στο σκληρό πυρήνα της νομισματικής, δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής της Ευρώπης. Ως προς την επόμενη μέρα, είναι απόλυτα αναγκαίο στην Ελλάδα να μην καταρρεύσει η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και να στηριχθεί με κάθε μέσο η εργασία, ιδιαίτερα τους επόμενους μήνες που θα φαίνονται περισσότερο οι συνέπειες από το σοκ που θα υποστεί ο τουρισμός, αλλά και ο κλάδος των υπηρεσιών. Θα πρέπει να βοηθούν οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις να ζήσουν ώστε να μην αυξηθεί υπερβολικά η ανεργία και να υπάρξουν στο μέλλον προοπτικές ανάπτυξης. Και βεβαίως θα πρέπει να ξανασυζητήσουμε το σχεδιασμό και την ανασυγκρότηση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, ώστε να μην εξαρτάται αποκλειστικά από τη μονοκαλλιέργεια του Τουρισμού. Αυτό περνάει από τον αναπροσδιορισμό των ζωτικών τομέων της οικονομίας (αγροτοδιατροφικός τομέας, ενέργεια, ψηφιακός μετασχηματισμός, κοινωνική οικονομία, επικοινωνίες, μεταφορές, μεταποίηση, εξαγωγές) στο πλαίσιο της νέας ανάπτυξης. Βέβαια, όλα τα παραπάνω θα επιδράσουν καταλυτικά στο πολιτικό σύστημα. Η νέα, Μετά Κορωνοϊό, θα ενισχύσει το διπολισμό των δυνάμεων, μεταξύ αυτών που θα επιχειρήσουν σοβαρές μεταρρυθμίσεις, θα προτείνουν πραγματικά προοδευτικές λύσεις για την κοινωνία και τους πολίτες και των πραματευτάδων των λαϊκιστικών τσιτάτων η των γενικώς αναπολούντων το ένδοξο παρελθόν των μεγάλων ιδεολογικοπολιτικών συγκρούσεων. Η νέα εποχή θα φέρει και κόμματα νέου τύπου.
Το ζητούμενο στην εποχή μας, σε ότι αφορά την Ευρώπη και ειδικότερα την Ελλάδα, είναι η διατήρηση και η ενίσχυση του μοναδικού παγκοσμίως κοινωνικού κράτους. Τα τελευταία χρόνια η οικονομία υπαγόρευε την δημοσιονομική πειθαρχία σε βάρος του κοινωνικού κράτους. Πιστεύετε ότι μπορούμε να σκεφτούμε τρόπους αναστροφής της τάσης, ιδιαίτερα σε μια εποχή όπου το ιδιωτικό και δημόσιο χρέος έχει αυξηθεί με αστρονομική ταχύτητα;
Στην Ευρώπη όπως και στην Ελλάδα η επιστροφή στο κοινωνικό κράτος δεν θα γίνει πλέον από ιδεολογική επιλογή αλλά από ανάγκη για την προστασία των πολιτών, αλλά και των βασικών τομέων της ζωτικής οικονομίας. Η πανδημία έδειξε ότι όπου δοκιμάστηκαν και άντεξαν τα εθνικά συστήματα υγείας, προστατεύτηκε η ζωή. Όπου κατέρρευσαν, οι απώλειες ήταν μεγάλες. Ο λαϊκισμός και η ανευθυνότητα της ανοσίας της αγέλης αποδείχθηκαν καταστροφικοί. Επομένως, σήμερα, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και ανεξάρτητα από το πολιτικό φάσμα της διακυβέρνησης (κεντροδεξιά, κεντροαριστερά ή συνεργατικά σχήματα) η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους επανέρχεται στο επίκεντρο των μεταρρυθμίσεων, υπό το βάρος των νέων προκλήσεων της κοινωνίας της διακινδύνευσης. Αυτό σημαίνει ότι για να προφυλαχθούμε από επερχόμενους ανάλογους κινδύνους, πολλά ευρωπαϊκά Κράτη και ιδιαίτερα η Ελλάδα καλούνται να ανασυγκροτήσουν το Εθνικό Σύστημα Υγείας, να το ενισχύσουν με μέσα και προσωπικό, να εξορθολογίσουν τις δαπάνες και μεγιστοποιήσουν την αποτελεσματικότητά του, να φροντίσουν για την επάρκεια των υγειονομικών και φαρμακευτικών αγαθών, να αυξήσουν τις προνοιακές, να αναδιοργανώσουν την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και να βρουν νέους τρόπους συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Το κοινωνικό κράτος που υποχώρησε δραματικά κατά την περίοδο της δεκαετούς οικονομικής κρίσης και υπέφερε από την εφαρμογή μιας ασφυκτικής δημοσιονομικής πειθαρχίας, επανέρχεται ως ανάγκη της διακυβέρνησης αντιμετώπισης των κινδύνων και διασυνδέεται πλέον απόλυτα και με την ανάκαμψη της οικονομίας. Το ίδιο ισχύει για την επιδότηση της εργασίας, την καταπολέμηση της ανεργίας και των ανισοτήτων, γιατί πλέον το κοινωνικό κράτος είναι αυτό που οφείλει να ενισχύσει την κοινωνική δικαιοσύνη για να διασώσει παράλληλα και την οικονομία. Στο σημείο αυτό τέμνεται η πολιτική των ευρωπαϊκών επιχορηγήσεων με την αναγκαία εθνική πολιτική μεταρρυθμίσεων και ανασυγκρότησης του κοινωνικού κράτους. Το κλασσικό σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο του κοινωνικού κράτους διαχέεται πλέον σε όλο το φάσμα των υπεύθυνων πολιτικών δυνάμεων και προβάλλει ως ανάγκη στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από την αντιστροφή της τάσης που κυριάρχησε με την προηγούμενη παγκοσμιοποίηση των αγορών και την κατάρρευση των συστημάτων υγείας, κοινωνικής πρόνοιας, παιδείας και εργασίας, θα εξαρτηθεί η διαμόρφωση νέων πολιτικών πρόληψης των παγκοσμιοποιημένων πλέον κινδύνων.
Οι τρεις υπερδυνάμεις σε οικονομικό επίπεδο, οι ΗΠΑ, η Ε.Ε. και Κίνα θα μπορέσουν να αποκαταστήσουν μια ισορροπία που έχει διαταραχτεί από την πολιτική εμπορίου των ΗΠΑ; Κι αν όχι τι προβλέπετε ότι μπορεί να συμβεί; Υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί κλίμα γεωπολιτικής αναταραχής; Και πώς θα επηρεάσει την χώρα μας;
Η κρίση του κορωνοϊου σηματοδότησε την απαρχή ανακατατάξεων στην παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων. Το πρώτο στοιχείο είναι ο απομονωτισμός των ΗΠΑ με την (προεκλογική) πολιτική του Τραμπ και η σταδιακή τους απόσυρση από ζωτικά συμφέροντά της στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή. Η κρίση και ο τρόπος διαχείρισής της από τον Τραμπ μειώνει την αξιοπιστία των ΗΠΑ και ανακατατάσσει την εύθραυστη παγκόσμια τάξη. Ο απομονωτισμός αυτός, η αμφισβήτηση του Π.Ο.Υ., η αντιπαράθεση με την Ευρώπη και οι επιθετικές δηλώσεις εναντίον της Κίνας διαμορφώνουν ένα νέο γεωπολιτικό περιβάλλον. Η Κίνα και η Ρωσία επενδύουν ήδη σε αυτή τη νέα διεθνή συμπεριφορά των ΗΠΑ και επιδιώκουν να καταλάβουν χώρο στο συσχετισμό δυνάμεων. Ιδιαίτερα η Κίνα, στο πολυπολικό σύστημα ισχύος, επιδιώκει να αξιοποιήσει την έγκαιρη και δραστική αντιμετώπιση του ιού στο εσωτερικό της, για να διαμορφώσει συμμαχίες σε βάρος της απούσας Αμερικής και να προσεγγίσει την Ευρώπη μέσω της υγειονομικής αλλά και της οικονομικής διπλωματίας. Τέλος, η Ρωσία σε συμμαχία με την Τουρκία διευρύνει την επιρροή της στη Συρία και Λιβύη, αποσκοπώντας στην καθιέρωσή της ως ισχυρού παράγοντα στις εξελίξεις στην περιοχή, αλλά και στον έλεγχο των ενεργειακών δρόμων, όσο αυτοί παραμένουν μετά την κρίση. Σε αυτό το πλαίσιο η Ευρώπη –η δύναμη της ήπιας ισχύος- εμφανίζεται ως ο ευάλωτος και αδύναμος παίκτης. Αντέδρασε καθυστερημένα στην υγειονομική κρίση, τα κράτη-μέλη ακολούθησαν αποκλίνουσες πολιτικές, το χάσμα βορρά-νότου εμπόδισε σε σημαντικό βαθμό τη γρήγορη λήψη μέτρων οικονομικής ανάκαμψης, ενώ ο γαλλο-γερμανικός άξονας επιστράτευσε τη δυναμική του την ύστατη ώρα για να μην μεγεθυνθούν οι διχαστικές τάσεις και η κατάρρευση της αλληλεγγύης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση βγαίνει από την κρίση σοβαρά τραυματισμένη και χρειάζεται να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να ανατάξει τις εσωτερικές αντιφάσεις και να κερδίσει ένα μέλλον ευημερίας, αλληλεγγύης ενότητας και ολοκλήρωσης. Σε διεθνές επίπεδο είναι υποχρεωμένη να διατηρεί σχέσεις συνεργασίας τόσο με τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, όσο και με την Κίνα, χωρίς να μπορεί, ωστόσο, να διαμορφώσει νέους συσχετισμούς. Η Ευρώπη θα δοκιμαστεί το επόμενο διάστημα στη διατήρηση και εμβάθυνση της πολιτικής συνοχής της, στη διαχείριση ενός νέου μεταναστευτικού προσφυγικού κύματος, καθώς και στην αντιμετώπιση της ante portas οικονομικής κρίσης. Στο ρευστό αυτό γεωπολιτικό περιβάλλον, η Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει δύο σημαντικά προβλήματα: την τουρκική προκλητικότητα και τις καινούργιες εντάσεις στο προσφυγικό-μεταναστευτικό. Και στα δύο, η προσήλωση στο Διεθνές Δίκαιο και η τήρηση των Συνθηκών, αλλά και η αταλάντευτη αποφασιστικότητα για την υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας είναι η μόνη λύση. Η εξωτερική πολιτική Ερντογάν , με ένα ρευστό και ασταθές οικονομικά και πολιτικά, εσωτερικό μέτωπο, έχει ως μόνο στρατηγικό βάθος τη δημιουργία τετελεσμένων και γκρίζων ζωνών. Αυτό θα πρέπει να αποτραπεί από την πλευρά της Ελλάδας. Γι? αυτό απαιτείται η εθνική γραμμή και συνεννόηση των υπεύθυνων πολιτικών δυνάμεων, διεθνοποίηση των προβλημάτων που προκαλεί η Τουρκία, ισχυρές περιφερειακές συμμαχίες, αρραγές εσωτερικό μέτωπο στα εθνικά θέματα και διαρκής εγρήγορση.
Ο Θεόδωρος Π. Παπαθεοδώρου είναι Καθηγητής Αντεγκληματικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, πρώην Πρύτανης του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, πρώην Υφυπουργός Παιδείας και πρ. Βουλευτής Αχαΐας. Είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1986 και είναι κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος (DEA) των Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Πουατιέ της Γαλλίας. Στο ίδιο Πανεπιστήμιο ανακηρύχθηκε Διδάκτορας Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών με το βαθμό "Άριστα" το έτος 1992 και έλαβε το Δίπλωμα Διεύθυνσης Ερευνών το 1992. Το 1994 έλαβε την Υποτροφία της Επιστημονικής Αριστείας από το Δίκτυο Γαλλόφωνων Πανεπιστημίων.
Το 1994 εξελέγη Λέκτορας του Ποινικού Δικαίου και των Εγκληματολογικών Επιστημών στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της La Rochelle της Γαλλίας. Από το 2003 υπηρετεί ως μέλος ΔΕΠ του Τμήματος Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου με αντικείμενο «Συγκριτική Αντιεγκληματική Πολιτική». Τον Δεκέμβριο του 2009 εξελέγη Πρύτανης του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και άσκησε τα καθήκοντά του μέχρι τον Ιούνιο του 2012 όποτε και ορίσθηκε Υφυπουργός Παιδείας (2012-2013). Κατά την περίοδο 2015-2019 διετέλεσε Βουλευτής Αχαΐας.
Έχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα και επιστημονικές μελέτες σε ελληνικά και διεθνή νομικά περιοδικά, καθώς και μονογραφίες στα ελληνικά και γαλλικά.
Τέλος, το 2003, η Γαλλική Δημοκρατία του απένειμε το Παράσημο της Τάξης του Ακαδημαϊκού Φοίνικα.