Κατέβαινα την Αλεξάνδρας με την κόκκινη τετρακοσάρα XJ μου, με το ένα χέρι στην τσέπη του μπουφάν μου. Δεν οδηγούσα έτσι, για λόγους επίδειξης ή κάτω από την επήρεια κάποιας κακοφορμισμένης εφηβείας, εξ άλλου είχαν περάσει προ πολλού και το ένα και το άλλο. Πήγαινα σιγά και με το ένα χέρι, γιατί το κρύο ήταν τσουχτερό, καθώς εκείνος ο Φεβρουάριος δεν αστειευόταν. Είχε ρίξει κάνα δυο πασπάλες χιονιού και μια φορά μάλιστα το είχε στρώσει. Η μέρα κόντρα στον θυμωμένο μήνα μεγάλωνε διαρκώς. Στο ύψος του Αρείου Πάγου έκανα αριστερά τη ματιά μου και τις πολυκατοικίες τις στεφάνωνε ένα αναποφάσιστο κόκκινο που στο κάτω μέρος έσβηνε στο κίτρινο των ηλεκτρικών λαμπτήρων, των κάθετων προς τη λεωφόρο δρόμων. Από την Ασκληπιού μέχρι τη ΖΙΝΑ και σίγουρα πριν συναντηθώ με το Πεδίον του Άρεως το κόκκινο του ουρανού είχε γίνει μωβ και βυθιζόταν στις αχανείς εκτάσεις του μαύρου. Έτσι είναι ο χρόνος, όπως μας δίδαξαν όλοι οι σοφοί, τόσο σχετικός που μπορεί να εκτροχιάσει κάθε προσμονή της ημέρας, κάθε πεποίθηση της εποχής μέχρι και κάθε απόχρωση από τους μέχρι πρότινος γνωστές παλέτες της βεβαιότητας. Μας βασανίζουν οι αβεβαιότητες μας, κάποιος σοφός έλεγε από το πόσες από δαύτες μπορούμε να αντέξουμε, κρίνεται και η δύναμή μας. Αλλά μήπως η αβεβαιότητα δεν είναι αυτή η τρελή κατάσταση που μας ωθεί να φτάσουμε στα όριά μας, να ξεψαχνίσουμε τις δυνατότητές μας, να βρούμε και να σημαδέψουμε τα αδιέξοδά μας και τους γκρεμούς μας; Πρέπει να παίρνει κανείς ρίσκα. Πρέπει να επιδιώκει καταστάσεις που τον βγάζουν από τα γνωστά, την πεπατημένη, που τον ξεβολεύουν και τον κάνουν να νοιώθει αβέβαιος. Μόνον έτσι υπάρχουν αποτελέσματα και δημιουργία, σκέφτηκα και κει που είχα φτάσει στην Πατησίων κι έστριβα μαλακά τη μηχανή να μπω στην Ιουλιανού, παρά λίγο να φάω τα μούτρα, καθώς ο μπροστινός τροχός κάπου βρήκε. Ρίσκα είπαμε αλλά το τιμόνι της μηχανής καλύτερα να το κρατάμε και με τα δυο χέρια, σκέφτηκα και πάρκαρα έξω από τη «Μεγάλη του Γένους σχολή του Σταυράκου».
Ανέβηκα την στρογγυλή παμπάλαια ξύλινη σκάλα του νεοκλασικού, που αγκομαχούσε κάτω από τα βήματά μου και μπήκα στην αίθουσα που είχαμε μάθημα. Πρώτη ώρα ο πιο γλυκός αναρχοκομουνιστής, που γνώρισα ποτέ – με ότι καλό τρυφερό και ανθρώπινο, απέμεινε στην έννοια, από τους επιγόνους του Προυντόν, του Μαρξ, του Μπακούνιν και των άλλων – ο παχουλός άγγελος της Ιουλιανού και περιχώρων ο Βασίλης Ραφαηλίδης. Συνήθως μας περίμενε, αλλά σήμερα τον περιμέναμε και μάλιστα είχε αργήσει αρκετά. Κάποια στιγμή ξεπρόβαλε το κεφάλι στην πόρτα και μετά το σώμα του.
-Ρε τι κάνετε εδώ; Εδώ μέσα θα μάθετε σινεμά, σηκωθείτε φύγετε, πηγαίνετε στους κινηματογράφους. Μετά έσκασε στο γνωστό, παιδικό, πνιχτό του γέλιο, που το έσβηνε πάντα με την κίνηση να φέρει στο στόμα την αναμμένη πίπα του, το ίδιο γέλιο το οποίο συγκρατούσε σφιχτός κόμπος της γραβάτας του, αυτό το γέλιο που το στεφάνωνε ο σεβασμός που είχε κερδίσει με τα γραπτά του πονήματα και τις προφορικές του διακλαδώσεις απέναντι σε συνταξιδιώτες φίλους κι ιδεολογικούς «εχθρούς». Στη συνέχεια, διαπιστώσαμε ότι όλο αυτό δεν ήταν μια ακόμη πρόκληση-πρόσκληση του δάσκαλου, γιατί μας ενημέρωσε ότι στην Αλκυονίδα, στον τότε ναό των κινηματογραφόφιλων δηλαδή, όλα αυτά τα είπε αποφασιστικά και ήρεμα.
- Ξεκινάει σήμερα αφιέρωμα στον Θόδωρο Αγγελόπουλο εγώ πάω εκεί, όποιος θέλει ας έρθει, είπε και κίνησε να κατεβαίνει την παλιά ξύλινη σκάλα, η οποία τώρα έτριζε πιο πολύ κάτω από το βάρος όλων μας.
Στην Αλκυονίδα άκουσα τον Βασίλη Ραφαηλίδη να μιλά για το έργο του μεγάλου σκηνοθέτη με τίτλο «Η ομιχλώδης ελληνική ιστορία στις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου»
«Όλες οι ταινίες του Αγγελόπουλου θα μπορούσαν να έχουν, αν όχι τον ίδιο τίτλο, τουλάχιστον τον ίδιο διευκρινιστικό υπότιτλο: «Τοπίο στην ομίχλη». Η ομίχλη στην Ελλάδα δεν είναι το γνωστό, συνηθισμένο μετεωρολογικό φαινόμενο. Το ελληνικό τοπίο το συνηθίσαμε ηλιόλουστο. Κι ωστόσο τα φιλμικά τοπία στις ταινίες του Αγγελόπουλου είναι μουντά, βροχερά, χιονισμένα, παγωμένα, υγρά. Τοπία βόρεια, ομιχλώδη. Όμως, παρά την κάθε άλλο ελληνική υγρασία τους, οι ταινίες του Αγγελόπουλου είναι βαθιά κι ουσιαστικά ελληνικές: Η ομίχλη στην Ελλάδα δεν είναι μετεωρολογικό φαινόμενο, είναι ιστορικό».
Η ταινία που είδαμε ήταν η «Αναπαράσταση», θα ήταν η τρίτη φορά που την έβλεπα. Δεν είχα κουράγιο να συνεχίσω και τους Κυνηγούς που ακλουθούσαν. Εξ άλλου η Βάλια η συμφοιτήτρια, που πιθανόν θα μπορούσε να πάρει από πάνω μου την κούραση της ημέρας και να με παρασύρει να δω και τους Κυνηγούς, βολόδερνε κάπου μπροστά και δεξιά με κάτι φίλες της, χωρίς να έχει ασχοληθεί, σήμερα, καθόλου μαζί μου. Η Αναπαράσταση, πρώτη ταινία του Αγγελόπουλου, είχε συνεπάρει τους πάντες μέσα στην αίθουσα, η ταινία θεωρείται ταινία-κλειδί για την κατανόηση ολόκληρου του έργου του, η αναπαράσταση ενός φόνου καθίσταται αδύνατη, γιατί ανάμεσα στο γεγονός και την αναπαράστασή του εγκαθίσταται η ομίχλη που δημιουργεί το δαιμονικό ένστικτο της αυτοσυντήρησης δυο ουσιαστικά αθώων δολοφόνων, που προσπαθούν να επιβιώσουν σε πείσμα του δολοφονικού τοπίου, που αυτό έκανε στην ουσία το φόνο. Με το κακοτυπωμένο πρόγραμμα στο χέρι βγήκα από την αίθουσα, κοντοστάθηκα στο φουαγιέ κι έριξα μια ματιά στην αρχή του εντύπου, με την ελπίδα πως μπορεί η Βάλια να πάρει μυρωδιά την αναχώρησή μου και να τρέξει πίσω μου.
Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1935. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο της οδού Αχαρνών στον Άγιο Παντελεήμονα και συνέχισε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Β' Γυμνάσιο Αρρένων, με συμμαθητές γνωστές προσωπικότητες της πνευματικής ζωής της χώρας, όπως ο καθηγητής φιλοσοφίας Χρήστος Γιανναράς, ο δημοσιογράφος και στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος και ο ζωγράφος Αλέκος Φασιανός. Ο δημιουργός της εμβληματικής ταινίας «Ο Θίασος» (1974), παραμένει ο σημαντικότερος κινηματογραφιστής, που ανέδειξε η χώρα μας κι ένας από τους σπουδαιότερους του παγκόσμιου κινηματογράφου. Κυρίαρχα θέματα στο φιλμικό του σύμπαν η μετανάστευση, η επιστροφή στην πατρίδα και η ελληνική ιστορία του 20ου αιώνα.
Μάταια τα τεχνάσματα και οι καθυστερήσεις, η Βάλια ζούσε στον κόσμο της ή στην καλύτερη περίπτωση στον αργόσυρτο, δαιδαλώδη κόσμο του Τεό. Βγήκα από την Αλκυονίδα με την Βάλια να με τραβά πίσω, την παγωνιά να με σπρώχνει μπροστά και το βλέμμα του Ομέρο Αντονούτι από τον «Μεγαλέξαντρο» να έχει σφηνωθεί στον ώμο μου, προσοχή όχι από τον «Μέγα Αλέξανδρο» όπως πάντα σχεδόν πανικόβλητος επισήμαινε ο δάσκαλος, αλλά από τον «Μεγαλέξαντρο», όπως τον ήθελε ο σκηνοθέτης και ο Πέτρος Μάρκαρης ο συνσεναριογράφος του. Πάνω στον Αντονούτι και τον Μάρκαρη θυμήθηκα τον Θανάση Βαλτινό, τον Γιώργο Αρβανίτη και την Ελένη Καραΐνδρου, τους πολύτιμους συνεργάτες του μεγάλου σκηνοθέτη.
Ανέβαινα την Ιουλιανού για να πάρω τη μηχανή μου, δεν με παρηγόρησε καθόλου η σκέψη πως «ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει…» το κρύο είχε αγριέψει πολύ, ώρα που ήταν και μου τρυπούσε τα κόκκαλα. Τα μαγαζιά από δω κι από κει είχαν βάλει κάποια αποκριάτικα και καλά και δήθεν, για να ξεσαλώσουν αποκριάτικα, αλλά το είχα βγάλει χρόνια το πόρισμα, οι «Αθηναίοι δεν το έχουν με την απόκρια», γι αυτό «Πατρινό καρναβάλι για πάντα» μέχρι τελικής πτώσεως. Το είχα στο πρόγραμμα την Παρασκευή κατέβαινα Πάτρα για το τριήμερο της κορύφωσης των εκδηλώσεων. Καθώς πήγαινα την Πατησίων με κατεύθυνση την Ομόνοια, έσπαγα το κεφάλι μου να θυμηθώ, σε ποια ταινία του Αγγελόπουλου έχουμε σκηνή με κάτι σαν καρναβάλι. Πέρασα τα πιο πλουμιστά, από καρναβαλικό διάκοσμο μαγαζιά του κέντρου, χωρίς να καταφέρω να θυμηθώ. Εκεί στη διασταύρωση της Πανεπιστημίου πάντα είχα το δίλημμα να στρίψω δεξιά κι από Αποστόλου Παύλου να πάω σπίτι ή να στρίψω αριστερά να πιάσω Σταδίου κι από Σύνταγμα να βρεθώ στο Κουκάκι. Μέχρι να πάρω την απόφαση κάνω ένα μπρος πίσω στο χρόνο, σαν αυτά που έκανε ο σπουδαίος σκηνοθέτης, το δικό μου βέβαια ήταν άτεχνο, άγριο, αλλά αναγκαίο κι έφυγα στο μέλλον και σε ένα ενδιαφέροντα και περιεκτικό απολογισμό.
Το έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου είναι μια σειρά από πρωτιές, μας τις υπογραμμίζει ο Στάθης Βαλούκος σε ένα κείμενό του, που βρήκα κάπου στον υπολογιστή μου. Η Αναπαράσταση είναι η πρώτη ελληνική ταινία που σπάζει τους κανόνες της ευθύγραμμης αφήγησης. Οι Μέρες του ’36, που εξιστορεί μια πολιτική δολοφονία στα χρόνια της δικτατορίας Μεταξά είναι η πρώτη πολιτική ταινία του ελληνικού κινηματογράφου. Ο Θίασος η πρώτη ταινία στην οποία σπάζει η χωροχρονική ενότητα στο πλάνο σεκάνς. Είναι επίσης η πρώτη ταινία που αναφέρεται ευθέως στον Εμφύλιο και τα τραγικά γεγονότα του Δεκέμβρη του 44. Οι Κυνηγοί, με τα συνεχή αφηγηματικά μπρος πίσω και τη χώρο-χρονική αποδόμηση είναι η πρώτη φανταστική ταινία του ελληνικού κινηματογράφου. Ο Μεγαλέξανδρος, με τη σειρά του είναι η πρώτη δοκιμιακή ταινία θέμα τη σχέση ηγέτη-λαού. Το Ταξίδι στα Κύθηρα η πρώτη ταινία που ασχολείται με την επούλωση των τραυμάτων του εμφυλίου και την εθνική συμφιλίωση.
Ο Μελισσοκόμος, όπου ένας επικούρειος μελισσοκόμος ταξιδεύει με τα μελίσσια του από το Βορρά στο Νότο, σε μια περιπλάνηση που είναι πορεία προς το θάνατο και ταυτόχρονα ένα ψυχικό τοπίο, αποτελεί το πρώτο road movie, είναι η πρώτη ταινία υπαρξιακής περιπλάνησης και στοχασμού πάνω στη ζωή και το θάνατο. Μια άλλη περιπλάνηση, παιδική αυτή τη φορά, βρίσκουμε στην επόμενη ταινία του Το τοπίο στην ομίχλη. Δύο παιδιά περιπλανώνται στην ενδοχώρα αναζητώντας τους γονείς τους για να ανακαλύψουν τη βία των μεγάλων. Το Μετέωρο βήμα του πελαργού είναι μια περίτεχνη Πιραντελική άσκηση πάνω στο πρόβλημα της ταυτότητας, της άρνησης των ιδεολογιών και των συνόρων, και Το βλέμμα του Οδυσσέα, η υψηλότερη κορυφή. Ένας κινηματογραφιστής, αναζητώντας την αρχή του κινηματογράφου στα χαμένα καρέ των Αδελφών Μανάκια, διατρέχει τα Βαλκάνια και βιώνει την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και όλων των ιδεολογιών. Ο πρώτος ελληνικός Χρυσός Φοίνικας στις Κάννες, το Μια αιωνιότητα και μια μέρα, εξιστορεί την τελευταία Κυριακή ενός άρρωστου συγγραφέα που την επομένη μέρα θα μπει στο νοσοκομείο για να πεθάνει και στην περιπλάνηση του θα καταλήξει στο σπίτι των παιδικών και νεανικών του χρόνων, όπου θα βιώσει την ανάμνηση μιας βεγγέρας και θα έρθει αντιμέτωπος με την αιωνιότητα ατενίζοντας από το παράθυρο την θάλασσα, που μοιάζει αυτή την τελευταία μέρα της ζωής του να τον καλεί στην κυματιστή αγκαλιά της. Το Λιβάδι που δακρύζει και η Σκόνη του χρόνου, τέλος, μιλούν για τις συνέπειες της ήττας της Αριστεράς στον Εμφύλιο, την εξορία, την ζωή των πολιτικών προσφύγων και τις ταραχές στην Τασκένδη με τις συγκρούσεις, Ζαχαρια-δικών και αντί-Ζαχαριαδικών, τον πολιτικό αμοραλισμό και τον Σταλινισμό.
Πήρα τελικά τη Σταδίου, γιατί όποτε είχε κρύο και παγωνιά, μου φαινόταν ότι τα φαινόμενα επιδεινώνονταν καθώς ανέβαινα δίπλα από το δασάκι της Αρχαίας αγοράς και τους λόφους ιερούς και μη, ενώ μέσα από τη Φιλελλήνων και την Αμαλίας όλα έμοιαζαν πιο ζεστά και σίγουρα. Μετά την Καραγιώργη είχε πέσει και μια ομίχλη σαν αυτές που άπλωνε ή κυνηγούσε στις ταινίες του ο μεγάλος δημιουργός. Το κορμί μου ήταν παγωμένο, ήθελα πια να φτάσω στο σπίτι να χωθώ κάπου να ησυχάσω, σαν καταπονημένος μελισσοκόμος που δεν είχε κατορθώνει καλά - καλά να τρυγήσει τη μέρα του.
«Στο Μελισσοκόμο, η ομίχλη βγαίνει απ’ τη μούχλα των σάπιων ονείρων, και κατακλύζει τα πάντα. Έλεγε ο Βασίλης Ραφαηλίδης. Ο μελισσοκόμος δεν έχει πια τόπο να σταθεί, κι όταν φτάσει στο τέρμα του ταξιδιού του πεθαίνει, στέλνοντας ένα μήνυμα με το χέρι του μέσα απ’ τη γη, το μόνο βέβαιο και σταθερό σημείο αναφοράς στην ελληνική ιστορία. Το μήνυμα του το συλλαμβάνουν τα παιδιά στην επόμενη ταινία. Τα παιδιά του Τοπίου στην ομίχλη είναι τα παιδιά του μελισσοκόμου που πέθανε. Και που τώρα τον ψάχνουν έξω απ’ τα σύνορα της Ελλάδας, γιατί η Ελλάδα βρίσκεται πάντα έξω απ’ τα σύνορά της». Γιατί κι εμείς είμαστε τα ταξίδια μας, όλων των ειδών τα ταξίδια, ψιθύρισα κάπως επίμονα, σβήνοντας τη μηχανή στη γωνία Ζαχαρίτσας και Δράκου, ενώ τα δόντια μου χτυπούσαν στο ρυθμό της παγωνιάς.