Πριν από μερικές εβδομάδες δημοσιεύθηκε στο «Βιβλιοδρόμιο» των
«ΝΕΩΝ» μια δική μου παρουσίαση του νέου βιβλίου «Ο ελληνικός 20ός αιώνας»
(Πόλις) του καθηγητή Αντώνη Λιάκου. Απ όλους όσοι μού μίλησαν γι αυτήν,
κανείς δεν ασχολήθηκε με το αν ήταν καλή ή κακή, εύστοχη ή άστοχη, πετυχημένη ή
αποτυχημένη. Ολοι ασχολήθηκαν με το «γιατί» την έγραψα. Αλλοι αναρωτιόνταν
μήπως ο καθηγητής άλλαξε στάση απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, οπότε ευλόγως θα
«νομιμοποιόμουν» να γράψω. Και άλλοι ρωτούσαν μήπως προσεγγίζω τον ΣΥΡΙΖΑ.
Σε μια χώρα που έχει ζήσει δικτατορίες και εμφυλίους είναι
φυσικό τα πολιτικά της συστήματα να χαρακτηρίζονται από εχθροπάθεια. Στη
Μεταπολίτευση όμως αυτός ο τρόπος πολιτικής αντιπαράθεσης είχε αρχίσει να
εκλείπει. Είναι αλήθεια πως ο πρώτος που τον επανέφερε ήταν ο κ. Τσίπρας. Και,
ναι, είναι αλήθεια πως σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ κάνουν πως δεν ξέρουν τίποτα για τον
φόνο των πολιτικών τους αντιπάλων τους οποίους κατηγόρησαν ως γερμανοτσολιάδες.
Οντως η αποφυγή να ζητήσει ο ΣΥΡΙΖΑ μια συγγνώμη για αυτή τη στάση προδίδει
πολλά για την ηθική του. Είναι όμως αδιάφορη για την αποτελεσματικότητα της
πολιτικής. Ας το δούμε αυτό.
Πριν από τις εκλογές του Ιουνίου 2019 ήταν κυρίαρχη η άποψη πως
η «κανονικοποίηση» (όρος που όντως γέρνει μονόμπαντα προς τον συντηρητικό τρόπο
σκέψης) του ΣΥΡΙΖΑ θα φανεί στην αντιπολίτευση που θα ασκήσει. Τώρα που ο κ.
Τσίπρας ασκεί μια συγκαταβατική εν πολλοίς αντιπολίτευση, πολλοί ασχολούνται ή
με γραφικές φιγούρες ή με τις προθέσεις του πρώην πρωθυπουργού. Ενας λόγος
γεμάτος κλισέ (οι μαρξιστές είναι κακοί άνθρωποι) και χολή (εχθροπάθεια κατά
οιασδήποτε Αριστεράς) κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ ότι εφόσον δεν χρησιμοποιεί «ύβρεις
και χολή» κρύβει το πραγματικό του πρόσωπο.
Για να επιχειρηματολογήσουν προσφεύγουν στον μεγαλύτερο εχθρό
της πολιτικής, στη δίκη προθέσεων και στην ηθικολογία. Ο Τσίπρας δεν μπορεί
αλλιώς, ισχυρίζονται, αλλιώς θα χρησιμοποιούσε εκ νέου ύβρεις και προσβολές.
Θεωρώ πως όντως ο κ. Τσίπρας πιστεύει στον λόγο του φανατισμού των παθών. Τον
λόγο του μετριοπαθούς τον μαθαίνει, γι αυτό και δεν του βγαίνει πάντοτε. Αυτό
όμως είναι αδιάφορο για την πολιτική, αφού σε αυτήν μετρούν και αξιολογούνται
τα αποτελέσματα και όχι οι προθέσεις.
Ο Βέμπερ, ο οποίος διαφοροποιούσε την ηθική της πολιτικής από
την απόλυτη ηθική, κατηγορούσε τους συμπατριώτες του Γερμανούς πως έψαχναν σαν
«γριές κυράτσες τον υπαίτιο» της ήττας τους στον Μεγάλο Πόλεμο, αντί να βλέπουν
πως «έχασαν τον πόλεμο και οι άλλοι τον κέρδισαν». Το ζήτημα είχε λήξει εκεί.
Τώρα «ήταν ο καιρός να ασχοληθούν με τα πραγματικά συμφέροντα που διακυβεύονται
εν όψει της ευθύνης για το μέλλον, η οποία βαρύνει περισσότερο τον νικητή».
Αλήθεια, πόσο μακριά από μια τέτοια στάση βρίσκονται οι παθιασμένοι εχθροί της
εχθροπάθειας;
Γιώργος Σιακαντάρης Τελευταίο βιβλίο του «Το πρωτείο της
δημοκρατίας. Η σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία», εκδόσεις Αλεξάνδρεια
Πηγή: www.tanea.gr