1. Ανήκει η Τουρκία στην Δύση;
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Τουρκία αποτελεί τμήμα της "Δύσης". Αν και έχει πολλές και μεγάλες ιδιαιτερότητες, ανήκει σε όλους τους δυτικούς θεσμούς και οργανισμούς. Μέλος του ΝΑΤΟ, μέλος του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), συνδεδεμένη χώρα με την ΕΕ από την δεκαετία του '60, και υποψήφια προς ένταξη. Συμμετείχε ως πλήρες μέλος στην εναρκτήρια Σύνοδο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας, που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία του Γάλλου προέδρου Μακρόν και της Ε.Ε.
Αυτό σημαίνει ότι οι σχέσεις της με ΗΠΑ και ΕΕ είναι κομβικής σημασίας. Τόσο οι οικονομικές - εμπορικές σχέσεις, όσο και οι σχέσεις στον τομέα της άμυνας, με στρατιωτικές βάσεις και εξοπλισμούς, είναι και θα παραμείνουν ανεπτυγμένες.
Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, ο Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ για την Εξωτερική Πολιτική, Ζοζέπ Μπορέλ, αλλά και το Σύμφωνο συνεργασίας των τριών κομμάτων της γερμανικής κυβέρνησης (ακόμα και με την Πράσινη υπουργό Εξωτερικών, Αναλένα Μπέρμποκ) χαρακτηρίζουν την Τουρκία ως σημαντική και πολύτιμη σύμμαχο.
Ο πρόεδρος Ερντογάν δεν έχει αποφασίσει να απομακρύνει την Τουρκία από την Δύση. Όμως θεωρεί ότι η Τουρκία, όντας ισχυρή περιφερειακή δύναμη (σε Μαύρη Θάλασσα, Καύκασο, Κεντρική Ασία, Ανατολική Μεσόγειο, Μέση Ανατολή, Ερυθρά Θάλασσα, Βόρεια Αφρική) μπορεί να ανήκει σε δυτικούς οργανισμούς, αλλά με ελευθερία κινήσεων. Δηλαδή ότι αυτό δεν την αποκλείει από το να κάνει παιχνίδι και με άλλους παράγοντες: Ρωσία, Κίνα, Ιράν, κλπ.
Γύρω από τα όρια αυτής της τακτικής, γίνεται αυτήν περίοδο μια διαπραγμάτευση. Ο Ταγίπ Ερντογάν, παρά την «ειδική σχέση» που διατηρεί με τον Πούτιν, κάνει το τελευταίο διάστημα μια συνολική επαναπροσέγγιση με την Δύση. Αυτό πράττει με την ΕΕ, προωθώντας την λεγόμενη «θετική ατζέντα» στις σχέσεις τους (βλέπε και πρόσφατη επικοινωνία με Γερμανό καγκελάριο Σολτς, συναντήσεις με πρόεδρο Γαλλίας Μακρόν στις Συνόδους Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας στην Πράγα και G20 στο Μπαλί) και βεβαίως με τις ΗΠΑ (συναντήσεις Μπάϊντεν-Ερντογάν στις Συνόδους Κορυφής ΝΑΤΟ και G20, των συμβούλων Εθνικής Ασφαλείας Σάλιβαν-Καλίν στην Κωνσταντινούπολη, θέμα πολεμικών αεροσκαφών F-16, κ.α.)
2. Θέλει η Δύση την Τουρκία;
Η κυβέρνηση Μπάϊντεν των ΗΠΑ, παρά την κριτική που ασκεί στον πρόεδρο της Τουρκίας, κυρίως για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημοκρατικών ελευθεριών ή για την προμήθεια των ρωσικών πυραύλων S-400, δεν έχει αποφασίσει να αφήσει την Τουρκία να απομακρυνθεί από την Δύση. Κάτι τέτοιο θα ήταν μεγάλη αποτυχία για την εξωτερική πολιτική οποιασδήποτε αμερικανικής κυβέρνησης.
Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, δήλωνε από τις αρχές σχεδόν της θητείας του (23/11/2020): «Η Τουρκία είναι σύμμαχος του ΝΑΤΟ, όσον αφορά τις δεσμεύσεις της, τη γεωγραφική της θέση και τα συμφέροντά της. Είναι μια εξαιρετικά σημαντική χώρα και, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, καθίσταται σημαντική σε οποιοδήποτε ζήτημα, σύγκρουση ή πρωτοβουλία».
Προσφάτως, στην Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Τουρκία, παρά την αυστηρή κριτική για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η γειτονική χώρα χαρακτηρίζεται «εταίρος-κλειδί» και επιβεβαιώνεται η ιδιότητα της ως επίσημης υποψήφιας προς ένταξη στην Ε.Ε. Τονίζεται πως η Άγκυρα διευκόλυνε τον διάλογο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας και διαδραμάτισε βασικό ρόλο στη συμφωνία για την εξαγωγή σιτηρών. Αναφέρεται με θετικό τόνο η συμβολή της Τουρκίας στο προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα, στο πλαίσιο της σχετικής Κοινής Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας.
Ο Επίτροπος για την Διεύρυνση, Όλιβερ Βαρέλι, δήλωσε (EURACTIV): «Τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να κατανοήσουν ότι η Τουρκία είναι “πολύ σημαντικός” περιφερειακός παίκτης. Η Τουρκία είναι ένας βασικός σύμμαχος του ΝΑΤΟ. Το να έχουμε την Τουρκία στο πλευρό μας είναι προς το συμφέρον μας». Και συνέχισε: «Αυτό σημαίνει ότι θα συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε με την Τουρκία, φυσικά, χωρίς να διστάζουμε να εστιάζουμε την προσοχή της στα προβλήματα που βλέπουμε». «Παρόλο που αυτά τα ζητήματα είναι πολύ παρόντα, είναι απαραίτητο να γίνει κατανοητό ότι η σχέση μεταξύ Άγκυρας και ΕΕ έχει “πολύ βαθιές ρίζες”», κατέληξε.
Η ΕΕ βλέπει την Τουρκία ως (μόνιμο) γείτονα. Ανεξαρτήτως του ποιος είναι σήμερα στην ηγεσία της. Εκτιμά ότι η χώρα αυτή είναι περιφερειακή δύναμη με σημαντικό ρόλο στα πράγματα της περιοχής. Και επιθυμεί να οικοδομήσει μια συνολική, περιεκτική σχέση μαζί της, ώστε να την έχει κοντά της αλλά και να «ελέγχει» την εξωτερική συμπεριφορά της και την εσωτερική πορεία της.
Στα Συμπεράσματα των Συνόδων Κορυφής προκρίνεται η «θετική ατζέντα» με την Τουρκία: νέα συμφωνία για το Προσφυγικό, αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης, ενίσχυση των εμπορικών σχέσεων, συνεργασία σε ενεργειακό τομέα και μεταφορές. Συζητούνται ακόμα, η άρση του καθεστώτος βίζας των Τούρκων πολιτών για τα κράτη-μέλη της ΕΕ, αλλά και η συμμετοχή της ως «τρίτη χώρα», όπως Νορβηγία και ΗΠΑ, στη Μόνιμη Διαρθρωτική Συνεργασία (PESCO) για αμυντικά θέματα.
3. Πρέπει να είναι η Τουρκία στην Δύση; Ούτε η ΕΕ, ούτε οι ΗΠΑ θέλουν η Τουρκία να πέσει σε αστάθεια, ή να ενταχθεί σε έναν άξονα Ρωσίας-Κίνας-Ιράν, καθώς και να ηγεμονευθεί από εξτρεμιστικές ισλαμιστικές δυνάμεις. Η ΕΕ θεωρεί ότι δεν πρέπει να μένει ανεξέλεγκτη η Τουρκία, γιατί θα είναι πιο επικίνδυνη για την Κύπρο, την Ελλάδα αλλά και για το σύνολο της ΕΕΤο «κλειδί» για ελληνοτουρκικά και Κυπριακό είναι οι σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης - Τουρκίας. Είναι σημαντικό να υπάρξει ένα πλέγμα δεσμευτικών σχέσεων και κοινών συμφερόντων μεταξύ των δύο πλευρών, μέσα στο οποίο να εντάξουμε και την επίλυση ελληνοτουρκικών και Κυπριακού. Επομένως η «θετική ατζέντα» στις ευρω-τουρκικές σχέσεις μπορεί να είναι επωφελής.
Αντί να σπαταλάμε «διπλωματικό κεφάλαιο» για κυρώσεις στην Τουρκία, τις οποίες έτσι κι αλλιώς οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν θέλουν, η Ελλάδα πρέπει να θέσει μέσα σε αυτό το πακέτο, τα δικά της θέματα, τις ελληνοτουρκικές διαφορές και το Κυπριακό.
Η επίλυση των προβλημάτων μας με την Τουρκία περνά μέσω της βελτίωσης των σχέσεων ΕΕ – Τουρκίας, και όχι μέσω της επιδείνωσης τους. Η Τουρκία πρέπει να είναι μέσα σε ένα «κέλυφος» και εκεί να συζητούνται οι όποιες διαφορές προκύπτουν. Αυτό θα είναι προς όφελος Ελλάδας και Κύπρου. Μπορεί να αξιοποιηθεί με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που απαιτούν πολιτικό θάρρος, και όχι με προσκόλληση σε στερεότυπα δόγματα εξωτερικής πολιτικής.
Παρά τις δυσκολίες που πάντα υπήρχαν, εναπόκειται και στην Ελλάδα να αναλάβει πρωτοβουλία. Να προχωρήσει με ειλικρίνεια και ρεαλισμό στην επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, μέσω απευθείας διαπραγματεύσεων ή/και Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Χωρίς να εναποθέτει ελπίδες σε κάποια «απομόνωση της Τουρκίας» ή σε δήθεν «ραπίσματα» στον Ερντογάν από ΗΠΑ και ΕΕ.