Τι “κουφός” τίτλος για ένα βιβλίο και μάλιστα τέτοια εποχή!
Μήπως δεν είναι προφανής η απάντηση; Υπάρχει κάποιος κάπου που μπορεί να απαντήσει ΌΧΙ;
Με τέτοια ερωτήματα υποδέχθηκα το βιβλίο (Εκδόσεις “Ποταμός”) των Γεωργόπουλου & Λαμπριανίδη, οι οποίοι ξεκαθαρίζουν από την αρχή πως απαντούν μέσα από το πρίσμα τις δικής τους πρόσφατης εμπειρίας, σε διαχειριστικές ευθύνες κυβερνητικών σχεδιασμών, με δεδομένο όμως πάντα το υπαρκτό και βεβαιωμένο γνωσιακό θεωρητικό τους υπόβαθρο.
Υποστηρίζουν ότι, για τους ίδιους τους συγγραφείς, “… το βιβλίο αυτό είναι μια απόπειρα να ξανασκεφτούμε τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται δημόσιες αναπτυξιακές πολιτικές στην Ελλάδα…
… Επανεξετάζουμε την κοινή μας εμπειρία στη Γενική Γραμματεία Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων του Υπουργείου Οικονομίας & Ανάπτυξης την περίοδο 2015-2019, υποδεικνύοντας ότι οι αστοχίες και τα εμπόδια για έναν τεκμηριωμένο και αποτελεσματικό σχεδιασμό δημόσιας πολιτικής έχουν δομικό χαρακτήρα και δεν σχετίζονται κυρίως ή αποκλειστικά με τη συγκυρία της οικονομικής κρίσης…
… Καταλήγουμε διατυπώνοντας ορισμένες βασικές προτάσεις πολιτικής που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αλλαγή αναπτυξιακού παραδείγματος, ανάγκη επιτακτική για τα επόμενα χρόνια, αλλά και σε ορισμένες σκέψεις για την έννοια και το νόημα της ανάπτυξης τον 21ο αιώνα.
… Η απουσία μιας λογικής τεκμηριωμένου και συμμετοχικού σχεδιασμού δημόσιας πολιτικής, η έλλειψη μακροπρόθεσμου προγραμματισμού, το έλλειμμα υλοποίησης, αξιολόγησης και επανασχεδιασμού είναι στοιχεία σταθερά παρόντα, είτε σε συγκυρίες κρίσης είτε σε ομαλές περιόδους…”.
Το βιβλίο αυτό, συνιστά έκκληση σε ΄όσους χαράσσουν δημόσιες πολιτικές για την οικονομία να εμπλέξουν περισσότερο την κοινωνία και να στοχεύσουν μακρύτερα ενός κοινοβουλευτικού κύκλου. Φαίνεται πως με την εμπλοκή των ίδιων των συγγραφέων, στην διαχείριση και το σχεδιασμός, “έμαθαν” και αντιμετώπισαν πολλά που αφορούν όχι γενικά στο πολιτικό σύστημα μόνον αλλά και στην ίδια την αριστερά στο όνομα της οποίας ανέπτυξαν κυβερνητική δραστηριότητα. Πολλοί πιστεύουν ότι αρκεί η κατάληψη της εξουσίας για να βάλεις σε μια ρότα της ανάπτυξη της οικονομίας, προς μια θετική προοπτική για την κοινωνία.
Γνωρίζουμε όμως, όπως και οι συγγραφείς, ότι παρά τις φιλότιμες προσπάθειες, εν προκειμένω και των ίδιων, τα “ξεροκέφαλα γεγονότα” είναι τέτοια και τόσα που βάζουν πολλαπλά και ανυπέρβλητα εμπόδια για τέτοιους σχεδιασμούς.
Όταν μια χώρα και η κοινωνία της αντιμετωπίζει ταυτόχρονα πολλές κρίσεις και όχι μόνον την οικονομική, ο οικονομικός σχεδιασμός και η διαμόρφωση πλαισίου αναπτυξιακής πολιτικής δεν γίνεται απλώς δυσχερής αλλά πολλές φορές και αδύνατος.
Χρησιμοποιούν ως παράδειγμα σχεδιασμού αντίστοιχων πολιτικών τρεις πρωτοβουλίες που σχεδίασαν, διαβουλεύτηκαν και προώθησαν. Αφορά την περίπτωση α) του Αναπτυξιακού νόμου, β) την Πρωτοβουλία «Γέφυρες Γνώσης & Συνεργασίας» για την ανάσχεση του Brain Drain και γ) το Πανελλαδικό δίκτυο στήριξης Μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Μέσα από αυτές και άλλες προηγούμενων δεκαετιών, εμπειρίες της ελληνικής περίπτωσης επιχειρούν να εντοπίσουν της αιτίες του ανεπαρκούς οραματισμού και οικονομικού προγραμματισμού στη χώρα όπως και το έλλειμα υλοποίησης του αναπτυξιακού σχεδιασμού.
Είναι ενδεικτικό των στοχασμών τους το σημείο στο οποίο αναφέρονται ότι “ Μόλις το 2019 ψηφίστηκε από την κυβέρνηση της Ν.Δ. ο νόμος «Εθνικού Προγράμματος Ανάπτυξης», τον οποίο είχε εισαγάγει για διαβούλευση η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, σε μια σπάνια εκδήλωση μιας κάποιας συνέχειας στον εθνικό αναπτυξιακό σχεδιασμό…”. Είναι το σημείο που αναγορεύουν την αξία των ευρύτερων πολιτικών συναινέσεων για τέτοιους σχεδιασμούς ως βασικό παράγοντα για την επιτυχή υλοποίηση αναπτυξιακών σχεδιασμών. Μόνο με συναινέσεις σε τέτοια προτάγματα υπάρχει η πιθανότητα “… κάποιας συνέχειας…” σε εθνικό επίπεδο σχεδιασμών που θα υπερβαίνουν την όποια κυβερνητική περίοδο.
Στην προσπάθεια να ερμηνεύσουν τη διαχρονική αδυναμία εν γένει των δημόσιων πολιτικών και ιδιαιτέρως αυτών των αναπτυξιακών στην χώρα μας, αφού αξιοποιούν, αναδεικνύοντας, μια ενδιαφέρουσα βιβλιογραφία που αναφέρεται στην συγκρότηση του ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα, εντοπίζουν βασικά χαρακτηριστικά και συστήνουν πλαίσιο διαχείρισης και αντιμετώπισης των βασικών ανασταλτικών παραγόντων.
Το γεγονός ότι η προσπάθειες σχεδιασμού δημόσιων πολιτικών στη χώρα γίνεται συνήθως υπό το πρίσμα ενός μείγματος από κληρονομημένες πρακτικές (είτε για λόγους πνευματικής οκνηρίας για τη δημιουργία νέων ιδεών είτε γιατί υπάρχουν συμπαγή δομημένα συμφέροντα που αντιδρούν σε αναδιάρθρωση) που εμποδίζουν τον στοχασμό και υλοποίηση ενός σχεδιασμού που ορθολογικά θα αντιμετωπίζει τις νέες εποχές με ολοκληρωμένη προσέγγιση και όχι αποσπασματικά και με επί μέρους διορθώσεις.
Συζητούν την ανάγκη μετάβασης της χώρας προς την οικονομία της γνώσης κάτι που θα έπρεπε να αποτελεί στόχο εδώ και δυο δεκαετίες για το σύνολο των πνευματικών, κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Την καθυστέρηση όμως αυτή την ερμηνεύουν ως ένα “… είδος δομικής ακινησίας, βήματος σημειωτόν…“ που δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο για τον προσεκτικό αναγνώστη της οικονομικής και διοικητικής ιστορίας της χώρας μας.
Πάντα εξάλλου έλλειπε η “… συλλογική αναλυτική δυνατότητα…” εκ μέρους του κράτους και της κοινωνίας των πολιτών , για ορθολογικές δημόσιες πολιτικές τεκμηριωμένες με ποσοτικά δεδομένα, για βαθιές μεταρρυθμίσεις στη Δημόσια Διοίκηση και συνολικά στο κράτος.
Κατάσταση που χωρίς αυτήν την προϋπόθεση δεν μπορεί να επιτευχθεί μιας και τα πάντα αναλώνονται μέσα στο παιχνίδι φθοράς που δημιουργεί ο κομματικός ανταγωνισμός.
Η συμβολή των συγγραφέων είναι σημαντική και άξια προς μελέτη. Αποτελεί μια κραυγή αγωνίας για τις χαμένες ευκαιρίες και καλούν το σύνολο του πολιτικού συστήματος σε ένα πλαίσιο εθνικού σχεδιασμού για υλοποίηση αναπτυξιακών πολιτικών όπου θα διασφαλίζεται η συναίνεση και η συνέχεια του κράτους.
Πόσο μπορούμε να ελπίζουμε ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί; Αξιοποιούν τον J.B. Bossuet και αναφέρουν: “… Ο Θεός γελά με τους ανθρώπους που παραπονιούνται για τις συνέπειες, ενώ αγαπούν τις αιτίες…”. Ας αρνηθούμε λοιπόν ότι αγαπούμε τις αιτίες των προβλημάτων μας στη χώρα και ας επιχειρήσουμε να διορθώσουμε την πορεία μας, προς όφελος της χώρας και της κοινωνίας μας. Ο συνδυασμός προς τούτο της πολιτικής βούλησης και της κοινωνικής συναίνεσης αποτελεί προϋπόθεση.
Ένα βιβλίο που απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό και όχι μόνον σε ειδικούς. Που διαβάζεται πράγματι και σε συνθήκες διακοπών, που αναζητά ιδέες, εμπειρίες και προτάσεις για το πώς μπορούμε να κάνουμε αποτελεσματικότερες, κοινωνικά δικαιότερες και βιώσιμες μεταρρυθμίσεις σε μια χώρα που επειγόντως αναζητά και χρειάζεται διέξοδο από τη μακρά κρίση της.