Θέλει το πολιτικό σύστημα την εξάλειψη του ρατσιστικού εγκλήματος;

Λεωνίδας Καστανάς 20 Ιαν 2013

Όλα δείχνουν ότι η Πολιτεία δεν θέλει να σταθεί με τόλμη και παρρησία απέναντι στο ρατσιστικό έγκλημα. Η πλειοψηφία των πολιτών ανασηκώνει σχεδόν με αδιαφορία τους ώμους της, ενώ το πολιτικό σύστημα το αντιμετωπίζει συγκαταβατικά και πάντοτε υπό το πρίσμα της ιδεοληψίας του κάθε μέλους της. Έτσι όμως του επιτρέπει να μένει ατιμώρητο και να δικαιώνεται, αν όχι ηθικά, τουλάχιστον πολιτικά. Οι συνέπειες αυτής της πολιτικής στάσης θα γίνονται ολοένα πιο ασφυκτικές και πιο απρόβλεπτες για την κοινωνία. Ο κίνδυνος να εξαπλωθεί η ρατσιστική βία είναι πλέον υπαρκτός. Το μίσος που ανακαλύπτουμε στα σχολεία κατά των σκουρόχρωμων συμπολιτών μας είναι εντυπωσιακό και μας τρομάζει.

Η Δεξιά, όταν καλείται να καταδικάσει τη ρατσιστική βία, θυμάται ότι υπάρχει και η αριστερή βία και μεταφέρει το ζήτημα στην καταδίκη της πολιτικής βίας γενικώς, πράγμα που αυτομάτως βγάζει την Αριστερά έξω από το κοινό μέτωπο. Η original Αριστερά είναι σαφής. Άλλο πράγμα η ρατσιστική και άλλο πράγμα η πολιτική βία γενικώς. Η πρώτη είναι σαφώς καταδικαστέα, η δεύτερη συζητιέται με βασικό κριτήριο το ποιος την ασκεί. Αφού η σοσιαλιστική επανάσταση προϋποθέτει και βία, πως θα μπορούσε να την καταδικάσει; Αυτή η αντίληψη φάνηκε καθαρά πριν από μερικούς μήνες όταν επιτροπή της βουλής προσπάθησε να βγάλει μια κοινή απόφαση καταδίκης της βίας. Η υπόθεση κατέληξε σε φιάσκο, γιατί δεξιές και αριστερές δυνάμεις δεν θέλησαν να βάλουν όλες μαζί την υπογραφή τους κάτω από ένα κείμενο. Έδειξαν έτσι με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι η ουσία της βίας δεν τους απασχολεί. Προέχουν οι ιδεοληψίες και το πολιτικό τους κόστος.

Η πρόσφατη δολοφονία του Πακιστανού Σαχτζάτ Λουκμάν συνάντησε την ουσιαστική αδιαφορία της Δεξιάς, της Αριστεράς και φυσικά των περισσοτέρων Ελλήνων πολιτών. Το συλλαλητήριο του Σαββάτου (19/01/13) με αφορμή την τελευταία ρατσιστική δολοφονία έδωσε την ευκαιρία σε ένα μικρό σχετικά αριθμό πολιτών, κυρίως αριστεριστών, να καταγγείλουν το Σαμαρά, την Τρόικα και το μνημόνιο. Η ουσία των γεγονότων δεν φάνηκε να τους απασχολεί.

Η στάση των κομμάτων απέναντι στο ρατσιστικό έγκλημα και η στενή κομματική λογική που την καθορίζει περνάει αυτόματα και στην κοινωνία και την καθοδηγεί. Έτσι, όταν συμβαίνουν εγκλήματα μεταναστών εις βάρος Ελλήνων παρατηρούνται έντονες αντιδράσεις, ενώ όταν συμβαίνουν ρατσιστικά εγκλήματα εις βάρος μεταναστών οι αντιδράσεις είναι χλιαρές. Η ελληνική κοινωνία έχει μάθει να κάνει επιλογές και το δείχνει.

Η στάση αυτή της ιδιότυπης ανοχής ανοίγει το δρόμο στις ρατσιστικές πολιτικές δυνάμεις, τους δίνει ισχύ και πολιτική νομιμοποίηση. Οι δυνάμεις καταστολής προσαρμόζονται με τη σειρά τους στο πολιτικό κλίμα. Μπορεί να συνέλαβαν αμέσως τους δύο ρατσιστές εγκληματίες, αλλά είναι αμφίβολο αν θα αναζητήσουν με την ίδια ζέση τη διασύνδεση αυτών με συγκεκριμένο πολιτικό φορέα. Οι παλιότερες καταγγελίες, ότι μηχανοκίνητες συμμορίες αλωνίζουν την Αθήνα αναζητώντας σκουρόχρωμα θύματα, δεν λήφθηκαν σοβαρά υπόψη από την αστυνομία. Οι συνέπειες αυτής της ανεκτικής τουλάχιστον στάσης είναι φανερές.

Το πολιτικό σύστημα καταδικάζει τη ρατσιστική βία, αλλά οι λεκτικές καταδίκες είναι ατελέσφορες και το ξέρει. Είναι αφόρητα χλιαρές, όπως εξάλλου και οι καταδίκες της πολιτικής βίας στα πανεπιστήμια. Το κάθε κόμμα όταν βγάζει μια σχετική ανακοίνωση το κάνει περισσότερο από υπηρεσιακό καθήκον παρά από πραγματικό ενδιαφέρον και πάντοτε υπό το πρίσμα της δικής του ιδεολογίας. Έτσι όμως περνάει το μήνυμα ότι το πολιτικό ? ρατσιστικό έγκλημα είναι μια σχετική υπόθεση. Ούτε το περιορίζει, ούτε το καταστέλλει. Το κυριότερο; Δεν πείθει κανέναν ότι η πραγματική καταστολή είναι μέσα στις προτεραιότητές του.

Το ρατσιστικό καρκίνωμα έχει πολιτικό εκπρόσωπο. Όλοι συμφωνούν ότι η εκλογική του δύναμη είναι ανάλογη του βαθμού διείσδυσης της ρατσιστικής του ιδεολογίας μέσα στην κοινωνία. Όλοι νιώθουν την απειλή, αλλά όλοι αποφεύγουν να βρουν ένα κοινό τρόπο αντιμετώπισης. Η εθελοτυφλία τους μας τρομάζει. Αισθάνονται ότι αν κάτσουν σε ένα κοινό τραπέζι, όπως ζητά ο Κώστας Ρεσβάνης, κινδυνεύουν να χάσουν πελάτες, μόνο και μόνο επειδή συνεργάστηκαν με τον ταξικό αντίπαλο. Για τα δημοκρατικά πολιτικά μας κόμματα δεν υπάρχει πολιτικό πρόβλημα που να αξίζει μιας κοινής και ομόθυμης λύσης. Σε όλα, ακόμα και στο ρατσισμό είναι απαραίτητο να αναδεικνύουν τις διαφορές τους, να στέκονται το ένα απέναντι στο άλλο, να ερίζουν και να διχογνωμούν. Όμως, το στενό κομματικό συμφέρον και οι ιδεοληψίες τους μετατρέπονται αυτομάτως σε δηλητήριο που εθίζει την κοινωνία και τη στρέφει κατά της δημοκρατίας.

Η πολιτική ενδυνάμωση της ρατσιστικής ιδεολογίας δεν αντιμετωπίζεται με ευχολόγια που εκφέρονται μέσα από κομματικά και ιδεολογικά φίλτρα. Αντιμετωπίζεται με πολιτικές και δράσεις που αναδεικνύουν τη δύναμη της δημοκρατίας. Και αυτές προϋποθέτουν την ουσία της δημοκρατίας, που είναι η συνεργασία.

Ας πάρει κάποιος την πρωτοβουλία, ο Φώτης Κουβέλης θα ήταν ίσως ο καταλληλότερος, να συγκαλέσει όλους μα όλους τους πολιτικούς αρχηγούς των δημοκρατικών κομμάτων σε ένα κοινό τραπέζι, ενώπιον του ελληνικού λαού. Εκεί ας διαβάσει ο καθένας τους ένα μέρος από ένα κοινό κείμενο που θα αναλύει το φαινόμενο του ρατσισμού και θα καλεί το λαό όχι απλά να το καταδικάσει αλλά να το εξαφανίσει. Επιτέλους, ας δείξει η δημοκρατία ότι έχει το ένστικτο της αυτοσυντήρησής της. Τουλάχιστον.

O Λεωνίδας Καστανάς, είναι μέλος της ΚΕ της ΔΗΜΑΡ και ο διαχειριστής του blog «μη μαδάς τη μαργαρίτα»