Θεέ μου κι αν κλέψαμε, το κάναμε για αμυντικούς λόγους

Κώστας Κούρκουλος 06 Σεπ 2014

Πάνε χρόνια. Πηγαίναμε με πελάτη μου οδικώς από την Αθήνα σε επαρχιακό δικαστήριο, όπου θα δικαζόταν την επομένη. Μαζί μας στο αυτοκίνητο και δύο φίλοι του, μάρτυρες υπεράσπισης.

Η κατηγορία που αντιμετωπίζαμε ήταν απολύτως αβάσιμη και υπήρχε αισιοδοξία για την έκβαση της δίκης. Έτσι δεν συζητούσαμε καν γι’ αυτήν.

Όμως, μπορεί ο πελάτης μου να ήταν αθώος της επίδικης κατηγορίας, αλλά, όπως προέκυψε, είχε διαπράξει κάτι άλλο, το οποίο γνώριζαν και οι φίλοι του. Τι ήταν αυτό;

Με τις καθιερωμένες τότε μεθόδους, δηλαδή με πλαστά και εικονικά στοιχεία και με δωροδοκίες των ελεγκτικών οργάνων – τα γνωστά δηλαδή της «χρυσής εποχής» – είχε εισπράξει παράνομα τεράστια ποσά, ως επιδοτήσεις από το δημόσιο. Ό,τι πιο «νόμιμο» δηλαδή για το ήθος των ελλήνων χριστιανών, αφού δεν είχε «κλέψει» την εκκλησία, αλλά το κράτος. Μας είχε δηλαδή κλέψει όλους.

Έλα όμως που τώρα, πηγαίνοντας να δικαστούμε για άλλη υπόθεση, οι συνειρμοί του έφερναν στην επιφάνεια εκείνη την πραγματική «κλοπή» εις βάρος του δημοσίου. Και όχι μόνον, αλλά οι ίδιοι συνειρμοί τον έκαναν να υποψιάζεται ότι εκείνη η «κλοπή» δεν ήταν μία αδιάφορη ηθικά και νομικά πράξη – όπως την ήθελε το «συλλογικό φαντασιακό» των νεοελλήνων – αλλά αληθινή «κλοπή». (Το «κλοπή» εντός εισαγωγικών, διότι η παράνομη είσπραξη των επιδοτήσεων βάσει ψευδών ή πλαστών στοιχείων, στοιχειοθετούσε νομικά το έγκλημα της απάτης. Χρησιμοποιούμε όμως την ορολογία του συρμού).

Όμως ατύχησε. Διότι για όλα αυτά τον πρόδωσε σ’ εμάς, μία χαρακτηριστική του ιδιότητα: Το γεγονός ότι ήταν θορυβωδώς θρησκευόμενος. Θρησκόληπτο θα τον έλεγε κανείς. Που πάει να πει πως είχε πλάσει έναν θεό κατ’ εικόνα και ομοίωσή του και όχι βεβαίως το αντίστροφο, που ανόητα ισχυρίζονται οι θεολόγοι στα αμφιθέατρα. Άλλωστε, ο θεός των θεολόγων, ως διανοητικό κατασκεύασμα, είναι άχρηστος για κάθε θρησκόληπτο. Διότι πώς να φτιάξεις πελατειακή σχέση με αυτόν το θεό;

Έτσι λοιπόν, προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να παραβιάζει τους ανθρώπινους κανόνες, είχε κατασκευάσει έναν θεό στα μέτρα του – όπως όλοι άλλωστε – με τον οποίο συνήψε μία αμιγώς «πελατειακή» σχέση, όπου και οι δύο πλευρές ωφελούντο αμοιβαία. Ήτοι, ο μεν πελάτης μου προσέφερε στο θεό αφειδώς και επιδεικτικά όλα τα τελετουργικά, μεταξύ των οποίων και το συνεχές σταυροκόπημα έξω από κάθε εκκλησία, ο δε θεός του «ανταπέδιδε» – στο πλαίσιο πάντα της «πελατειακής» τους σχέσης – ασυλία για όλα τα εγκόσμια αμαρτήματά του.

Μέσα στο αυτοκίνητο λοιπόν, κάθε που περνούσαμε μπροστά από εκκλησία, σταυροκοπιόταν ακατάσχετα, μουρμουρίζοντας διάφορα ακατανόητα. (Απ’ ό,τι φαίνεται, μιλούσε στο θεό και δεν συνέβαινε το αντίστροφο).

Και σε κάποια στιγμή, το αυτοκίνητο τραντάχτηκε – κυριολεκτώ – από τα γέλια των συνεπιβατών. Τι είχε συμβεί; Στη συνομιλία του με το θεό, λόγω εκείνων των άτιμων συνειρμών που είπαμε, θυμήθηκε τις «κλοπές» – δηλαδή τις απάτες – που είχε πραγματικά διαπράξει εις βάρος του δημοσίου. Αφού λοιπόν με την κοσμική δικαιοσύνη δεν υπήρχε πρόβλημα, αποφάσισε να τακτοποιήσει την εκκρεμότητα αυτή με το θεό. Και τότε του ξέφυγε μία από τις ιστορικότερες φράσεις του νέου ελληνισμού: «Θεέ μου κι αν κλέψαμε, το κάναμε για αμυντικούς λόγους»!!

Αφού κόπασαν τα γέλια, ρωτήθηκε από κάποιον, τι εννοούσε λέγοντας ότι έκλεβε για «αμυντικούς λόγους». Και εξήγησε ότι, επειδή έκλεβαν όλοι το δημόσιο, δεν ήταν δυνατόν να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό με άλλο τρόπο, παρά κλέβοντάς το και ο ίδιος.