Τα θαύματα είναι δυνατά, θέλουμε να πιστεύουμε.
Η Ισλανδία ίδρυσε το χρηματιστήριο αξιών της μόλις το 1985 και μέχρι το 2007 είχε γίνει η πέμπτη πλουσιότερη χώρα στον κόσμο. Βέβαια, μετά την χρηματιστηριακή κρίση του 2008, η πτώση του ΑΕΠ έτρεχε με 8,5% το χρόνο, χειρότερα δηλαδή απ’ την Ελλάδα. Μιλάμε συχνά για την Κύπρο, αλλά το ενεργητικό των Ισλανδικών τραπεζών είχε κάποια στιγμή φτάσει στο 1000% του ΑΕΠ. Οι τράπεζες δέχονταν καταθέσεις, έδιναν δάνεια, οι μετοχές ανέβαιναν.
Τι μαθαίνουμε από αυτήν την εμπειρία; Μια πρόχειρη απάντηση είναι «τίποτα». Μια περισσότερη σύνθετη απάντηση είναι ότι το χρηματιστήριο παράγει πιο γρήγορα και πιο εύκολα κέρδη από οποιαδήποτε άλλη οικονομική δραστηριότητα. Ο κόσμος γέμισε θαύματα: Ντουμπάι, Ιρλανδία, Κύπρος, Λετονία, κ.ο.κ. Σε μια μικρή σχετικά αγορά, όπως η Ελλάδα, ένας επενδυτής που γνώριζε την αγορά θα μπορούσε σε μια τριετία να πενταπλασιάσει τα χρήματά του. Στην Αθήνα, το 1997 οι επενδυτές κατέγραφαν κέρδη τριετίας 70%, το 1998 199%, και το 1999 +493%. Ποια άλλη επένδυση, από τις λεγόμενες «παραγωγικές», θα είχε ανάλογα αποτελέσματα;
Βέβαια, σχεδόν σε κάθε θαύμα αντιστοιχεί σήμερα μια τραγωδία, από την Κύπρο έως την Ιρλανδία και από το Ντουμπάι έως την Ισλανδία. Η ηθικολογική μας συζήτηση τον τελευταίο καιρό έχει επικεντρωθεί στα διακοποδάνεια, την υπερχρέωση και την υπερκατανάλωση των ανεύθυνων και ράθυμων μεσοαστών. Στο μεταξύ, «ο επενδυτής» παραμένει μια αγιοποιημένη φιγούρα, που παράγει κέρδος και θέσεις εργασίας, όσο το κράτος τον κατατρέχει.
Η επόμενη ερώτηση είναι βέβαια τι κάνει με τα κέρδη του ο επενδυτής. Μια απάντηση είναι ότι ο μέσος εισηγμένος αντλεί κεφάλαια από το χρηματιστήριο προκειμένου να επενδύσει στην αναβάθμιση της τεχνολογίας και της τεχνογνωσίας της επιχείρησης, δημιουργεί μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία, αυξάνει την πολυθρύλητη ανταγωνιστικότητά του και δημιουργεί περισσότερες θέσεις εργασίας, είτε αυξάνοντας τον κύκλο εργασιών του, είτε καταναλώνοντας. Μια άλλη απάντηση είναι ότι «υπηρετεί το συμφέρον των μετόχων του», επενδύοντας τα κέρδη του στο χρηματιστήριο. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι Έλληνες επενδυτές στην αγορά ακινήτων του Λονδίνου, αυξήθηκαν. Αντίθετα, οι παραγωγικές επενδύσεις μειώθηκαν.
Όταν μια αγορά είναι εθισμένη σε μεγάλα και βραχυπρόθεσμα κέρδη, ποιος αλήθεια θα επενδύσει με ρίσκο και περιορισμένα περιθώρια κέρδους; Η έξοδος από μια κρίση απαιτεί μια σοβαρή συζήτηση και όχι απλά την εφαρμογή «δοκιμασμένων συνταγών». Δεν μπορεί κανείς ν’ αυξήσει τις εξαγωγές, χωρίς παράλληλα να κινηθεί στη λογική υποκατάστασης εισαγωγών. Δεν μπορεί κανείς να ελπίζει να τονωθεί το χρηματιστήριο, προκειμένου να μειωθεί η ανεργία. Δεν μπορεί κανείς να ελπίζει ότι η μείωση του μισθολογικού κόστους, ειδικά σε μια χώρα που βασίζεται σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, θ’ αυξήσει τις παραγωγικές επενδύσεις. Αλλαγή «παραγωγικού μοντέλου» δεν μπορεί να σημαίνει μόνο μείωση του κράτους και αύξηση της κερδοφορίας.
Η απορρύθμιση δεν αλλάζει το «παραγωγικό μοντέλο». Το κράτος το αλλάζει. Στην Ελλάδα, το κράτος σήμερα έχει απολέσει τη δυνατότητα ρύθμισης της αγοράς ενέργειας. Το αποτέλεσμα είναι ότι μαζί με την κατάρρευση της εσωτερικής ζήτησης, η βιομηχανία πρέπει ν’ αντιμετωπίσει ένα απαγορευτικό κόστος παραγωγής. Το κράτος σήμερα έχει απολέσει τον όποιο έλεγχο του χρηματοπιστωτικού τομέα, παρά το γεγονός ότι ο Έλληνας φορολογούμενος έχει χρεωθεί 50 δις Ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού κλάδου. Το θέμα δεν είναι η επιστροφή στον «κρατικό καπιταλισμό», αλλά η παραγωγή. Και έτσι έχουμε το τραγελαφικό φαινόμενο «ολοκλήρωσης» του τραπεζικού κλάδου, «επιτυχημένης ανακεφαλαιοποίησης» και, παράλληλα, μια συζήτηση για τη δημιουργία ταμείων και τραπεζών «ειδικού σκοπού».
Είναι αλήθεια ότι η «ελεύθερη αγορά» μπορεί να δημιουργήσει πλούτο, αλλά ποτέ και σε καμία χώρα δε δημιουργήθηκε βιομηχανική παραγωγή χωρίς κρατική παρέμβαση. Το θέμα δεν είναι «η επιστροφή στην ανάπτυξη», αλλά η αλλαγή παραγωγικού μοντέλου. Διότι η καταπολέμηση της ανεργίας δεν πρόκειται να επέλθει από μία ακόμα φούσκα, αλλά από μικρά και ποιοτικά βήματα στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου.