Το θέατρο είναι που με βάζει σε μπελάδες.
Εντάξει, παντού αναζητώ την ποιότητα αλλά στη μουσική ή στον κινηματογράφο μπορώ να χαζέψω ή να λικνιστώ και με κάτι που είναι απλοϊκό, χαλαρό, διασκεδαστικό, ποπ κορν ή ένα ποτάκι, χωρίς ν’ αναζητώ λύσεις σε υπαρξιακά ερωτήματα.
Στο θέατρο όχι.
Είναι μπροστά σου οι ηθοποιοί, νιώθεις την ανάσα τους, τον παλμό του σώματος…
Πρέπει να είσαι εκεί, συγκεντρωμένος, να μη χάνεις λέξεις, νοήματα, να ζυγίζεις τον λόγο και την κίνηση.
Και τις επόμενες μέρες ξαναβλέπω την παράσταση στο μυαλό μου και σκέφτομαι τις απαντήσεις στα ερωτήματα που οφείλει μια καλή παράσταση να θέτει.
Τα λέω αυτά με αφορμή την εξαιρετική παράσταση «καλά…εσύ σκοτώθηκε νωρίς» βασισμένη στο ομώνυμο, αυτοβιογραφικό, βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου, που είχε κάνει μεγάλη εντύπωση όταν κυκλοφόρησε, το ‘85 νομίζω.
Οι πολύ καλοί ηθοποιοί διηγούνται και αναπαριστούν τη ζωή του συγγραφέα, από παιδί στην Αριστερά, πόλεμος, εμφύλιος, χούντα, φύλακες και φυλακές, βασανιστήρια και εκτελέσεις, πάνω από την μισή ζωή. Δεν ήταν ο μόνος…
Και εκεί, προς το τέλος, ξεστομίζει την φράση που πολλοί σκέφτηκαν αλλά λίγοι τόλμησαν να συλλαβίσουν…
«Μωρέ, καμία φορά λέω, καλύτερα που δε νικήσαμε».
Παύση.
Βασανιστικός συλλογισμός, υπερίπταται αλλά δεν εκφέρεται, τόσο από τους οργανωμένους φορείς της Αριστεράς όσο και από μεμονωμένους υποστηρικτές της.
Που γνωρίζουν ότι η πιθανή επικράτηση τους στα άγρια χρόνια του εμφυλίου θα επέβαλε στην Ελλάδα ένα σταλινικό αποτρόπαιο καθεστώς, παρόμοιο με των γειτονικών μας χωρών.
Η μάλλον κάνουν πως δεν γνωρίζουν.
Μιλούν λοιπόν για τους αγώνες αλλά για το «δια ταύτα» κουβέντα…
Πλην ελαχίστων.
Για την γενιά των γονιών ή των παππούδων μας το ερώτημα περιείχε απίστευτη σκληρότητα, αφορούσε την δικαίωση ή την απαξίωση μιας ολόκληρης ζωής.
Τουλάχιστον για την δική μου γενιά, και όσους αφιέρωσαν ένα κομμάτι της ζωής τους στον χώρο, υπήρχε πάντα ο χρόνος μιας πιο ψύχραιμης επανατοποθέτησης…
Με την δυσκολία που φέρνει το τέλος της ουτοπίας.
Αλλά το σαιξπηρικό ερώτημα του Μίσσιου ξεπερνά κατά πολύ τα εμφύλια πάθη μας και τις κομματικές προτιμήσεις, διατρέχει τους αιώνες, τις χώρες, τα έθνη και τις ανθρώπινες επιλογές.
Ο ρομαντισμός, η ανιδιοτέλεια, ο ηρωισμός, η αυταπάρνηση, η θυσία, μπορούν να δικαιώσουν μια ζωή όταν το αποτέλεσμα τους είναι αντίθετο με τις προθέσεις και συχνά καταστροφικό;
Μπορεί να μιλάμε για την εφιαλτική εφαρμογή του Μαρξιστικού ονείρου, για τους αγώνες ενάντια στους Σοβιετικούς κι Αμερικανούς στο Αφγανιστάν που έφεραν τους Ταλιμπάν, ενάντια στον Σάχη στο Ιράν που έφεραν τους Αγιατολάδες …
Για την διεύρυνση της ανθρώπινης γνώσης από τον Αϊνστάιν ή τον Οπενχάιμερ που οδήγησε στα όπλα πυρηνικού ολέθρου.
Για τους αγνούς ιεραπόστολους ή τους τολμηρούς θαλασσοπόρους μιας άλλης εποχής που άνοιξαν, άθελα τους, τον δρόμο σε γενοκτονίες…
Η για επιλογές της ζωής του καθένα μας που αλλιώς ονειρευτήκαμε κι αλλιώς κατέληξαν…
Ξανά…
Ένας αγώνας η μια ζωή δικαιώνεται από την πρόθεση ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα;
Ο Μανώλης Ρασούλης δίνει την δική του απάντηση βάζοντας την Χαρούλα να τραγουδήσει «τίποτα δεν πάει χαμένο στη χαμένη σου ζωή…»
Αλλά κάποιος είπε και πολλοί επιφανείς επανέλαβαν ότι «ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις».
Κι ο καθένας μας αποφασίζει η σιωπά.
Η τέχνη βλέπετε θέτει μόνο τις ερωτήσεις.
Κι εμείς διαλέγουμε τις απαντήσεις…
Σχόλιο στην εκπομπή «Καθρέπτης» του Χρήστου Μιχαηλίδη, στο Α΄ Πρόγραμμα της ΕΡΤ