Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών επιβεβαίωσαν τις σχετικές προβλέψεις για την άνοδο των ευρωσκεπτικιστικών και εθνικιστικών κομμάτων στις χώρες-μέλη της Ε.Ε.
Ιδιαίτερα στη Γαλλία και στη Βρετανία τα κόμματα αυτά πέτυχαν πρωτόγνωρα ποσοστά και ήδη θέτουν θέμα παραμονής των χωρών τους στην Ενωση.
Από την άλλη πλευρά, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα φαίνεται να κυριαρχεί και πάλι, ενώ τα αριστερά ευρωπαϊκά κόμματα, όπως το Σοσιαλιστικό και το Κόμμα της Αριστεράς, δεν φαίνεται να επιτυγχάνουν τους εκλογικούς στόχους τους και να μπορούν, έτσι, να επιβάλουν μια ουσιαστική εναλλακτική ευρωπαϊκή πολιτική προς αναπτυξιακή κατεύθυνση.
Είναι παράδοξο ότι η πίεση για άμεση αλλαγή πολιτικής δεν έρχεται τόσο από την Αριστερά όσο, κυρίως, ως αντίδραση στην άνοδο των ευρωσκεπτικιστών και των εθνικιστών στην Ευρωβουλή. Αυτών δηλαδή που πιστεύουν ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των πολιτών των χωρών τους και συνεπώς θέτουν ανοικτά θέμα χαλάρωσης, αν όχι διάλυσης της Ενωσης και επιστροφής στα εθνικά κράτη.
Μπροστά σ? αυτή την εξέλιξη, τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα της Δεξιάς και της Αριστεράς πρέπει να έχουν ως πρώτη προτεραιότητα να διατηρήσουν και να ενισχύσουν την ενοποιητική δυναμική απέναντι στις κεντρόφυγες αντιευρωπαϊκές δυνάμεις.
Για να γίνει αυτό πρέπει να αποκατασταθεί στην πράξη η θεσμική λειτουργία της Ενωσης και ο ρόλος των υπερεθνικών οργάνων της, δηλαδή της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπως περιγράφονται στις Συνθήκες. Ταυτόχρονα πρέπει να περιοριστεί ο διακυβερνητικός χαρακτήρας λήψης όλων των κρίσιμων αποφάσεων, ο οποίος οδηγεί στην πραγματικότητα να αποφασίζουν οι ισχυρότεροι και τελικά ο ισχυρότερος όλων, δηλαδή η Γερμανία.
Ενας από τους λόγους της πανωλεθρίας των σοσιαλιστών στη Γαλλία και της θεαματικής ανόδου των εθνικιστών, είναι η αντίληψη που έχει διαμορφωθεί σε αρκετούς Γάλλους πολίτες, ότι η Γαλλία δεν μπορεί πλέον να επηρεάζει τις αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο και συνεπώς η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν μπορεί να εξυπηρετήσει ικανοποιητικά και τα γαλλικά συμφέροντα.
Επομένως, η αποκατάσταση της κοινοτικής μεθόδου λήψης αποφάσεων, που προβλέπει ουσιαστικό ρόλο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μπορεί να είναι ένα σημαντικό βήμα για να αλλάξει στην πράξη ο τρόπος λειτουργίας της Ε.Ε. Προς την κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλει η επιλογή από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του «εκλεκτού» του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, το οποίο πέτυχε τη σχετική πλειοψηφία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δηλαδή του κ. Γιουνκέρ, αποδεικνύοντας έτσι ότι η δημοκρατική εντολή των Ευρωπαίων πολιτών δεν «νοθεύεται» πλέον με ετερόκλιτες συμμαχίες στους διαδρόμους των Βρυξελλών, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.
Στη συνέχεια, τα φιλοευρωπαϊκά Κόμματα της Δεξιάς και της Αριστεράς πρέπει να εξηγήσουν στους Ευρωπαίους πολίτες ότι η επιστροφή στο «εθνικό κράτος» μπορεί να επιφέρει περισσότερα δεινά από ό,τι σήμερα επιφέρει η ευρωπαϊκή πολιτική της λιτότητας. Το «εθνικό κράτος» σήμερα είναι πλέον ανίσχυρο μπροστά στις διεθνείς οικονομικές δυνάμεις που το ξεπερνούν. Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με εθνικοποίηση της πολιτικής, όπως λανθασμένα υποστηρίζουν τα εθνικιστικά και ευρωσκεπτικιστικά κόμματα.
Ομως για να πεισθούν οι εθνικιστές και οι ευρωσκεπτικιστές δεν αρκούν προφανώς οι θεωρητικές αναλύσεις. Χρειάζεται να ληφθούν πολύ συγκεκριμένα μέτρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που να μπορούν να ελέγχουν και να ρυθμίζουν τις διεθνείς αγορές και να θέτουν την οικονομία στην υπηρεσία των πολλών πολιτών σε κάθε χώρα-μέλος.
Χρειάζεται ακόμη μια ενεργός πολιτική για την ανάπτυξη και τη μείωση της ανεργίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο με χαλάρωση της δημοσιονομικής λιτότητας και της νομισματικής αυστηρότητας.
Εευρωπαϊκή πολιτική πρέπει να εξυπηρετεί τόσο τα ισχυρά κράτη-μέλη όσο και τα λιγότερο ισχυρά, με μια λογική αλληλεγγύης και κοινοτικοποίησης των λύσεων. Για να γίνει αυτό χρειάζεται να προχωρήσει με γρήγορα βήματα η Ευρωζώνη στην τραπεζική ένωση, τη δημοσιονομική ενοποίηση και την αμοιβαιοποίηση του χρέους των λιγότερο ισχυρών χώρων-μελών. Αν συνεχιστεί η σημερινή πολιτική, οι κεντρόφυγες αντιευρωπαϊκές δυνάμεις θα ενισχυθούν ακόμη περισσότερο και θα απειλήσουν σύντομα τα θεμέλια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.