«Φεύγοντας από το Ρέικιαβικ, συνειδητοποίησα ότι επί 4 μέρες δεν άνοιξα το πορτοφόλι μου για να πληρώσω με μετρητά – ούτε καν μια κορόνα» σημειώνει δημοσιογράφος της «Guardian» σε δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας. Με αφορμή αυτές τις εντυπώσεις, ο δημοσιογράφος επισημαίνει ότι στην Ισλανδία έχει σημάνει το «τέλος των μετρητών», σε έναν ανταγωνισμό με τη Σουηδία, όπου οι συναλλαγές με μετρητά δεν ξεπερνούν το 3% του ΑΕΠ και όπου βασιλεύει το «πλαστικό χρήμα».
(Παρεμπιπτόντως να σημειώσω, ότι όπως διάβασα παλιότερα, στην Αγγλία το 2016 θα κυκλοφορήσει κυριολεκτικά πλαστικό χρήμα. Έπειτα από 320 χρόνια χαρτονομισμάτων, η Τράπεζα της Αγγλίας θα εκδώσει πλαστικά (χαρτο)νομίσματα, έτσι ώστε αυτά να μην υφίστανται τη φθορά της χρήσης. Θα ξεκινήσει με το 5λιρο όπου απεικονίζεται ο Ουίνστον Τσώρτσιλ και θα συνεχίσει με το 10λιρο και την Τζέιν Όστιν).
Στο δημοσίευμα, ο δημοσιογράφος σημειώνει ότι στην Ισλανδία τα λεωφορεία δεν δέχονται μετρητά, στα ταξί είναι εκ προοιμίου βέβαιο ότι η συναλλαγή θα γίνει με κάρτα, στις καφετέριες ένας απλός καφές πληρώνεται με κάρτα, ενώ ακόμη και στην γκαρνταρόμπα ενός κλαμπ, ο δημοσιογράφος πλήρωσε μέσω κάρτας στην αυτόματη μηχανή την επιστροφή του παλτού του.
Στην 64χρονη ιστορία τους οι κάρτες (η πρώτη που κυκλοφόρησε ήταν η Dinner’s Club, την οποία επινόησε ένας εστιάτορας) προσέδωσαν στους καταναλωτές ελευθερία και ασφάλεια. Όμως, όπως σημείωσαν παλαιότερες έρευνες, ο κόσμος δεν βλέπει τις κάρτες «σαν πραγματικό χρήμα» και άρα, οι άνθρωποι έχουν την τάση να ξοδεύουν περισσότερα απ΄ αυτά που θα έδιναν αν έπρεπε να πληρώνουν τοις μετρητοίς. Υπενθυμίζοντας το ακραίο παράδειγμα της λειτουργίας ενός καζίνο (όπου οι συναλλαγές γίνονται με τα κέρματα) υπογραμμίζεται στο δημοσίευμα ότι «τα μετρητά είναι ζωντανά, διαφανή και προκαλούν μιαν επίπονη διαδικασία στη συναλλαγή». Αντίθετα, η πληρωμή με κάρτες, ακόμη κι από το κινητό, είναι «εύκολη» και «διασκεδαστική».
Μια αμερικανική έρευνα υποστηρίζει ότι η διαπίστωση αυτή ελέγχεται, αν αναλογιστεί κάποιος τα έξοδά του. Συνήθως θυμάται το κόστος των εξόδων που έκανε καταβάλλοντας μετρητά, ενώ έχει μια ασαφή ιδέα για το κόστος αυτών που πλήρωσε με κάρτα – γιατί το επίπονο μέρος της συναλλαγής παραπέμπεται αργότερα, όταν εξοφληθεί η κάρτα… Με άλλα λόγια, τα μετρητά ενισχύουν την αυτοπειθαρχία, ενώ οι κάρτες ενθαρρύνουν τις δαπάνες.
Στο δημοσίευμα σημειώνεται ακόμη ότι έχει καταγραφεί, πως στα τελευταία 40 χρόνια, αυξήθηκαν τα προσωπικά χρέη των καταναλωτών, γεγονός που συμπίπτει με τη διάδοση στην κυκλοφορία των καρτών. Ωστόσο – και αυτό είναι ένα από τα θετικά του πλαστικού χρήματος – η πληρωμή με κάρτες καθιστά τις συναλλαγές διαφανείς, αξιόπιστες και αντιστρατεύεται την παραοικονομία.
Στο δημοσίευμα τέλος επισημαίνεται το παράδοξο της ιστορίας: να είναι η Ισλανδία αυτή που έχει υιοθετήσει το πλαστικό χρήμα (με όλα τα μειονεκτήματα που σημειώθηκαν πιο πάνω), μολονότι το 2008 πέρασε από μιαν οικονομική καταστροφή (με επίκεντρο το τραπεζικό της σύστημα), η οποία – σε σχέση με τον πληθυσμό της – ήταν η μεγαλύτερη στην οικονομική ιστορία.
(Δεν ανακάλυψα την πυρίτιδα διαβάζοντας το παραπάνω δημοσίευμα, κωδικοποίησα απλά τις εμπειρικές μου γνώσεις. Και βεβαιώθηκα ότι – όπως και σε πολλά άλλα πράγματα – πρέπει να ασκηθούμε στις νέες συμπεριφορές που επιβάλλουν οι νέες καταναλωτικές συνήθειες. Διότι είναι βέβαιο πως μακροπρόθεσμα θα κυριαρχήσει το «πλαστικό χρήμα», ήδη αυτό συμβαίνει εξαιτίας της διάχυσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών, και άρα θα πρέπει να μάθουμε να το χειριζόμαστε με την ίδια αυτοσυγκράτηση και σύνεση που έχουμε στη διαχείριση των μετρητών. Διότι οι κάρτες, τελικά, δεν εξισούνται με τα μετρητά, είναι δάνειο με υψηλό επιτόκιο.)