Το 2010 εγώ δεν πέρασα καλά. Ούτε την επόμενη χρονιά. Ούτε την άλλη. Είχα βιώσει τα γεγονότα κάπως σαν προσωπική ήττα. Είχα μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους ανθρώπους. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως η χώρα μου, οι άνθρωποι γύρω μου, ακόμα και οι δικοί μου άνθρωποι, αντιδρούσαν τόσο σπασμωδικά, τόσο τυφλά, τόσο αυτοκαταστροφικά στην πρώτη στραβή. Και σε μια «στραβή» που στο κάτω-κάτω αφορούσε μόνο λεφτά, μείωση εισοδημάτων. Τι θα κάναμε δηλαδή αν μας συνέβαινε κάτι χειρότερο; Ίσως και να φταίει πως σ’ αυτό το χώρο ήμουν και κάπως χαϊδεμένος.
Τόσο καιρό που γράφω, τόσα χρόνια που κυκλοφορούσε η Athens Voice, γνωριζόμαστε πια όλοι. Μια εφημερίδα μόνη της ήταν, δεν πουλάγαμε όπλα, δεν παίρναμε προμήθειες του δημοσίου, δεν κάναμε έργα, σ’ αυτό το πολιτικο-μιντιακό παιχνίδι είμαστε πάντα απ’ έξω. Μπορούσαμε να λέμε ό,τι θέλουμε. Κάποιοι συμφωνούσαν και άλλοι διαφωνούσαν, όπως είναι φυσικό, έλεγαν κάνεις λάθος. Ξαφνικά όλα άλλαξαν, τώρα δεν έκανα απλώς λάθος, ήμουν «εχθρός του λαού». Εφημερίδες προέτρεπαν τους αναγνώστες τους να μη διαβάζουν την Athens Voice, κομματικά media έλεγαν ότι πάνε στα πανεπιστήμια και μαζεύουν την εφημερίδα και την πετάνε στα σκουπίδια να μη διαβάζουν οι φοιτητές, πολιτικοί δήλωναν ότι οι αρθρογράφοι μας γράφουν «κατ’ εντολή και καθ’ υπόδειξη». Είμαστε μάλλον πληρωμένοι πράκτορες του εχθρού. Στα σχόλια κάτω από κάθε τέτοιο κείμενο, περίσσευαν οι απειλές και οι κατάρες. Στα εμφυλιοπολεμικά στρατόπεδα δεν υπήρχε η πολυτέλεια μιας τρίτης άποψης έξω από τους εμπόλεμους στρατούς. Φίλοι και συνεργάτες είχαν αρχίσει να ανησυχούν, έχουμε και μια δουλειά εδώ, έλεγαν, μην το παρατραβάμε, αν το 85% της κοινωνίας πιστεύει ότι η Ευρώπη είναι ο εχθρός μας και το 30% ότι μας ψεκάζουν, τι κάνουμε, σε ποιους απευθυνόμαστε; Τότε πείσμωσα. Τι νόημα έχει να κάνεις αυτή τη δουλειά όταν δεν μπορείς να λες ό,τι πιστεύεις; Τι αξία έχει μια εφημερίδα άμα δεν είναι χρήσιμη, αν δεν μπορεί να δώσει στους αναγνώστες της μια ερμηνεία της πραγματικότητας διαφορετική από εκείνη της προπαγάνδας; Εμείς με επιμονή, θα λέγαμε πάντα τα ίδια.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Ο πρώτος αρχηγός του αντιμνημονιακού αγώνα που ήθελε να «πάρει την πατρίδα μας πίσω» και με 2-3 Ζάππεια τελείωνε την κρίση σε λίγους μήνες, έγινε πρωθυπουργός και πρόσθεσε μερικά μνημόνια και μεσοπρόθεσμα ακόμα. Οι μπράβοι και οι δολοφόνοι είναι στη φυλακή. Και στην πρόσφατη ΔΕΘ, ο αρχηγός του Σύριζα εμφάνισε την αξιωματική αντιπολίτευση και εξαφάνισε τον Σύριζα της αντιμνημονιακής περιόδου, διέγραψε την ιστορία 5 χρόνων. Ήταν σωστά αυτά που είπε ο Α. Τσίπρας; Όχι. Ήταν απλώς ίδια μ’ αυτά που έλεγαν όλοι οι άλλοι. Θα αυξήσουν τους μισθούς, θα δώσουν δώρα στις συντάξεις, θα χαρίσουν τα δάνεια. Έτσι στήθηκε η φούσκα της μεταπολίτευσης. 48 δόσεις στα κόκκινα δάνεια εσείς; 84 εμείς. 585 κατώτατο μισθό εσείς; 751 εμείς. Και ούτω καθεξής. Οι προσφορές της αντιπολίτευσης στον πελάτη είναι πάντα μεγαλύτερες. Η κοινωνία κυνική πια ξέρει πολύ καλά το θέατρο, απλώς περιμένει μέσα σ’ αυτό το παιχνίδι να εισπράξει ό,τι μπορεί περισσότερο. Χωρίς να αμφισβητεί το ρόλο του πελάτη. Χωρίς να καταλαβαίνει ότι τώρα πια όλο αυτό στρέφεται εναντίον της.
Όμως στην περίπτωση του Σύριζα, το «ίδια» είναι ήδη μια αλλαγή. Πού θα βρει τα λεφτά για τη «σεισάχθεια» των δανείων; Από το ταμείο για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Ποιος τα έδωσε αυτά τα λεφτά; Οι Ευρωπαίοι. Πώς θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας; Από τα ΕΣΠΑ. Ποιος δίνει τα λεφτά του ΕΣΠΑ; Η Ευρωπαϊκή Ένωση. Τώρα οι «τοκογλύφοι» είναι καλοί, χρηματοδοτούν τις υποσχέσεις του Σύριζα. Άλλωστε, μας διαβεβαίωσε ο αρχηγός του, όταν είπε τις θέσεις του στον Ντράγκι, στους Ευρωπαίους εταίρους, στο Κόμο και στις άλλες καταραμένες «λέσχες που απεργάζονται δεινά για τους λαούς» και στις οποίες πια συχνάζει, κανείς δεν του υπέδειξε την έξοδο από την ευρωζώνη. «Το δίλημμα είναι διαπραγμάτευση ή μη διαπραγμάτευση που κάνει ο Σαμαράς». Τέρμα οι μονομερείς αποφάσεις, το σκίσιμο των μνημονίων. Τώρα διαπραγμάτευση, σκληρή διαπραγμάτευση. Έτσι άλλωστε έλεγε και ο Σαμαράς.
Τώρα δεν χρειάζεται πια να φτιάξουμε το νέο ΕΑΜ, το εθνικό απελευθερωτικό μέτωπο, για να διώξουμε τις δυνάμεις κατοχής. Δεν χρειάζεται να επαγρυπνούμε για να μην ξανακάνουμε το λάθος της Βάρκιζας, τότε που ο λαϊκός στρατός παρέδωσε τα όπλα. Δεν έχουμε πια δικτατορία και κατοχή, οι πολιτικοί μας αντίπαλοι δεν είναι υποτελείς ξένων δυνάμεων, «λιγότερο Έλληνες», δεν θα φύγουν με ελικόπτερο αν δεν λιντσαριστούν μόλις βγουν τα καλάσνικοφ, όπως ο Αμερικανός πρεσβευτής στη Λιβύη. Τώρα κανείς δεν φωνάζει «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους». Οι Ευρωπαίοι δεν είναι «γκάνγκστερ» που θέλουν να μας κάνουν πειραματόζωα και να πάρουν τις περιουσίες μας, αντίθετα μας δίνουν λεφτά για τους άνεργους. Οι «τοκογλύφοι» έγιναν οι εταίροι και συνομιλητές μας, το κίνημα «δεν χρωστάμε δεν πληρώνουμε» ξεχάστηκε. Και αντιμετωπίζουμε «πρώτα τις εσωτερικές αιτίες της κρίσης». Δεν ήταν λοιπόν η κρίση ένα κόλπο, «παραμύθι χωρίς δράκο». Τώρα ο Σύριζα ανησυχεί για την άνοδο των «αντιευρωπαϊκών δυνάμεων». Δεν θέλουμε πια να γίνουμε Ισημερινός, είμαστε «πιο Ευρωπαίοι από τους Ευρωπαίους». Κάποιος μόνο να το πει και σ’ εκείνο το δημοσιογράφο – υποψήφιο βουλευτή που γράφει ακόμα «Η Ελλάδα υπέστη επίθεση εκ των έσω και απ’ έξω με τους δημοσιογράφους αυτούς να είναι οι αργυρές λόγχες μιας πέμπτης φάλαγγας αργυρώνητων χρυσοκάνθαρων». Οι δίκες της Μόσχας τελείωσαν. Ο Σύριζα περνάει από την εποχή του Μπέρια στην εποχή της Λούκας Κατσέλη. Είναι κι αυτό μια πρόοδος.
Η πολιτική είναι κυνικό σπορ. Και οι πολιτικοί, για να νικήσουν, συχνά γίνονται τυχοδιώκτες. Και η προπαγάνδα, ειδικά όταν είναι στέρεο, δεξιά και αριστερή η ίδια, δεν παλεύεται. Όμως πρέπει και η κοινωνία μας, κάθε πολίτης, σιωπηλά και μόνος, να αναρωτηθεί, γιατί τόσο εύκολα, τόσοι πολλοί άνθρωποι, πήραν διαζύγιο από την πραγματικότητα, κατέφυγαν στον πιο ψεκασμένο ανορθολογισμό, υιοθέτησαν τις πιο βίαιες εμφυλιοπολεμικές ρητορικές, πίστεψαν ότι θα λύσουν τα προβλήματά τους δέρνοντας τους διπλανούς τους. Όχι για να ζητήσει συγνώμη, αλλά για να προχωρήσει πιο κάτω. Σ’ αυτή τη χώρα συνηθίζουμε σιωπηλά να κουκουλώνουμε το παρελθόν, να παριστάνουμε ότι το ξεχάσαμε. Χωρίς να βγάζουμε συμπεράσματα, χωρίς να απορρίπτουμε, χωρίς να προχωράμε. Με αποτέλεσμα να επιστρέφει συνεχώς.
Η Ελλάδα σήμερα είναι μια κανονική χώρα. Φτωχότερη, με τα προβλήματα ακόμα μπροστά της, χωρίς να έχει βρει τις λύσεις. Όμως οι συμμορίες της δραχμής έχασαν, οι νοσταλγοί των εμφυλίων πολέμων και της πολιτικής βίας έχασαν, οι εχθροί της Δύσης και της Ευρώπης που ήθελαν την Ελλάδα τριτοκοσμικό φέουδο με τους εαυτούς τους στο ρόλο των φυλάρχων, έχασαν. Ξέρουμε τουλάχιστον ότι το πρόβλημα είναι δικό μας και ότι εμείς πρέπει να το λύσουμε. Θα περάσουμε στην επόμενη πίστα αν καταλάβουμε πόσο πίσω μάς κράτησαν όσα κάναμε τα τελευταία χρόνια.