Η Ιρλανδία μπήκε σε πρόγραμμα τον Νοέμβριο 2010, πήρε 85 δισ. ευρώ και βγήκε μετά μια 3ετία. Η Πορτογαλία μπήκε Απρίλιο 2011, πήρε 78 δισ. και βγήκε μετά μια 3ετία. Εμείς μπήκαμε τον Μάιο 2010, έχουμε πάρει περίπου 230 δισ., αλλά παραμένουμε εκτός αγορών. Η Ελλάδα μπήκε σε πρόγραμμα με ανεργία 12,6% κι έχει 26,6%, η Ιρλανδία με 13,9% και τη μείωσε στο 13,1%, η Πορτογαλία με 12% και την έφτασε στο 16,5%. Στην Ελλάδα οι επενδύσεις μειώθηκαν 40%, στην Ιρλανδία 6%, στην Πορτογαλία 30%. Η Ελλάδα έχασε 25% του ΑΕΠ της, η Ιρλανδία κέρδισε 4,6%, η Πορτογαλία έχασε 4,4%. Οι δικές τους εξαγωγές αυξάνονταν, οι ελληνικές μειώνονται. Γιατί η Ελλάδα απέτυχε;
Η συνήθης εξήγηση είναι ότι στις άλλες δύο χώρες επιτεύχθηκε συναίνεση, ενώ στην Ελλάδα όχι. Είναι τόσο απλό; Οχι.
Εξηγούμαι: Μέχρι τις εκλογές του 2012 είχε ήδη επιτευχθεί το 81% της συνολικής δημοσιονομικής προσαρμογής. Είχε ήδη γίνει το «κούρεμα» (PSI). Είχε ήδη υπογραφεί νέα δανειακή σύμβαση (172 δισ.) και είχε μόλις μπει στα ταμεία η πρώτη δόση (75 δισ. ευρώ) Από εκείνην τη δανειακή σύμβαση χρηματοδοτήθηκε η μετέπειτα επαναγορά ομολόγων, από εκείνην υπάρχουν τα λεφτά της υπό συζήτηση πιστοληπτικής γραμμής (όσα περίσσεψαν στο ΤΧΣ). Το τραπέζι ήταν περίπου στρωμένο. Κάθισε σε αυτό μια κυβέρνηση ευρείας συναίνεσης, τριών κομμάτων, με ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Την οποία, μάλιστα, μεγάλα μέσα ενημέρωσης με πρωτοφανή πειθαρχία στήριζαν και υπηρετούσαν. Η συναίνεση ήταν εδώ, φαινομενικά θριαμβεύτρια. Τι πέτυχε η κυβέρνηση;
Ολοκλήρωσε το υπόλοιπο 19% της συνολικής δημοσιονομικής προσαρμογής, διαλύοντας κράτος, οικονομία, κοινωνία. Γιατί; Γιατί η συναίνεση έγινε σε λάθος βάση. Οι ανάγκες της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας ήταν άλλες, πολύ βαθύτερο είναι το ελληνικό πρόβλημα. Για να πετύχει τα νούμερα του προγράμματος η Ελλάδα χωρίς να οδηγηθεί σε αδιέξοδο, όφειλε να αντιμετωπίσει τις αιτίες που την υποχρέωσαν να μπει σε πρόγραμμα. Και αυτές δεν ήταν κάποιες μεμονωμένες «αστοχίες» των τραπεζών ή ένα συγκυριακό δημοσιονομικό ξεχείλωμα. Η υπερχρέωση, που εξερράγη την 5ετία 2004-2009, συνοδεύει ιστορικά το κοινωνικο- οικονομικό μοντέλο της χώρας, τον παρασιτικό καπιταλισμό. Το 2008, η κρίση σφύριξε τη λήξη του μοντέλου. Το πολιτικό σύστημα δεν άκουσε. Συνέχισε με το 4-2-1…
Τα ώριμα διλήμματα δεν ήταν «τεχνικά». Δεν ήταν ούτε αν θα μειωθούν ή όχι τα εισοδήματα – αναπόφευκτα θα μειώνονταν, είτε με δικαιοσύνη στην προοπτική νέας επανεκκίνησης είτε με την καταστροφή του εισοδήματος όσων θα έμεναν άνεργοι. Τα διλήμματα ήταν και είναι: Θα αποκατασταθεί και θα διευρυνθεί η αστική δημοκρατία, με τη διάλυση του πελατειακού κράτους και της πολιτικής συναλλαγής, με τη συγκρότηση ισχυρών θεσμών, την εκτόπιση του κομματισμού υπέρ της αξιοκρατίας; Θα μεταφερθούν πόροι από τα λιμνάζοντα ύδατα χρεοκοπημένων κρατικοδίαιτων επιχειρήσεων, προς τον καπιταλισμό της εξωστρέφειας, του ανταγωνισμού, που εκτιμά τη γνώση, την καινοτομία, τον κόσμο της εργασίας; Θα αποκατασταθούν κοινωνική αλληλεγγύη, ισονομία, κράτος δικαίου, έντιμη και πολυφωνική ενημέρωση, με την πάταξη της διαπλοκής, της έναντι δανείων χειραγώγησης της κοινής γνώμης; Θα κηρυχτεί πόλεμος στη διάχυτη (οριζοντίως και καθέτως…) διαφθορά στο πολιτικό σύστημα;
Αυτό ήταν και είναι το πεδίο διεξαγωγής μιας σκληρής κοινωνικής, πολιτικής σύγκρουσης – τελείως διαφορετικό από Ιρλανδία και Πορτογαλία. Σε αυτό απέτυχε το πολιτικό σύστημα, γι’ αυτό απέτυχε η Ελλάδα. Σε αυτό θα κριθεί και η νέα κυβέρνηση. Γιατί η εντολή που θα λάβει δεν θα είναι να διαπραγματευτεί το χρέος. Θα είναι εντολή να κυβερνήσει τη χώρα.