Θα γιορτάσετε την Ημέρα της Γυναίκας;

Εύα Στάμου 08 Μαρ 2016

Ο ΟΗΕ θεσμοθέτησε την 8η Μαρτίου ως την «Διεθνή μέρα εορτασμού των επιτευγμάτων των γυναικών» το 1975. Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν σίγουρα έχουν αλλάξει πολλά. Αυτό που παραμένει αναλλοίωτο όμως είναι πως όταν σκεφτόμαστε τα επιτεύγματα των γυναικών έχουμε κατά νου γυναίκες με κοινωνική και οικονομική δύναμη, στην πλειονότητά τους λευκές επαγγελματίες της μεσαίας και της ανώτερης τάξης που μοιράζονται πλέον  με τους άντρες την διαχείριση των δυτικών κοινωνιών.

O εορτασμός της Ημέρας της Γυναίκας αποτελεί σίγουρα καλή ευκαιρία να προβληματιστούμε για τις σχέσεις και την ισότητα των δύο φύλων αλλά δεν μας αφυπνίζει απαραίτητα ως προς την ισότητα μεταξύ των γυναικών.

Είναι σκόπιμο να μιλάμε για γυναίκες γενικά και αόριστα, δίχως να εξετάζουμε τις ιδιαίτερες συνθήκες της ζωής τους; Μήπως με τον τρόπο αυτό αγνοούμε τις πιο ευάλωτες ομάδες, ακριβώς δηλαδή τις γυναίκες που ίσως δεν έχουν τίποτα να γιορτάσουν και χρειάζονται αντίθετα άμεση θεσμική και οικονομική υποστήριξη;

Οι γυναίκες επαγγελματίες της μεσαίας και της ανώτερης τάξης, υιοθετούν ενίοτε ανδρικές συμπεριφορές που όχι μόνο δεν βελτιώνουν την ζωή πιο αδύναμων γυναικών αλλά συμβάλλουν στην οικονομική τους εξαθλίωση και στην εργασιακή τους εκμετάλλευση με τρόπους που δεν γίνονται εύκολα αντιληπτοί.

Και θα αναφέρω δύο απλά παράδειγμα του πώς οικονομικά ανεξάρτητες γυναίκες μπορεί να χρησιμοποιούν πιο ευάλωτες γυναίκες, ακόμα και χωρίς να το συνειδητοποιούν.  Το πρώτο αφορά τις ανασφάλιστες μετανάστριες που καθαρίζουν τα σπίτια, φροντίζουν τους υπερήλικες, μεγαλώνουν τα παιδιά.

Το δεύτερο παράδειγμα αφορά τις εργαζόμενες στη Βιομηχανία του σεξ: πρόκειται για μια Λερναία Ύδρα με πολλά πλοκάμια: μπαρ, οίκους ανοχής, περιοδικά, ταινίες, ροζ τηλέφωνα, νύφες από το εξωτερικό τις οποίες μπορείς να παραγγείλεις σαν ένα οποιοδήποτε προϊόν.  Ο πιο πρόσφατος καταναλωτικός στόχος αυτής την Βιομηχανίας είναι γυναίκες επαγγελματίες που αγοράζουν πορνοπεριοδικά και πορνοταινίες, ασχολούνται με το pole dancing, παρακολουθούν στριπτίζ και πληρώνουν για σεξ. Σε ορισμένες χώρες όπως η Γερμανία, το Βέλγιο,  η Ολλανδία, κι η Βρετανία τέτοιου είδους συμπεριφορές είναι πλέον αρκετά διαδεδομένες και απενοχοποιημένες.

Δημιουργώντας γυναίκες πελάτισσες η Βιομηχανία του σεξ επιδιώκει αφενός  να αυξήσει τα κέρδη της, αφετέρου  να νομιμοποιηθεί στις συνειδήσεις όλων μας. Με τον τρόπο αυτό ο ακτιβισμός ενάντια στη σεξουαλική εκμετάλλευση αποδυναμώνεται, και το καθεστώς δουλείας όσων εργατριών της Βιομηχανίας του σεξ έχουν καταλήξει εκεί όχι από ελεύθερη επιλογή αλλά εξαιτίας του trafficking, νομιμοποιείται και ιδεολογικά, καθώς υποστηρίζεται οικονομικά και από τις γυναίκες.

Ακόμα κι αν η συμπεριφορά κάποιων επαγγελματιών γυναικών είναι κατακριτέα, σίγουρα δεν είναι ανεξήγητη. Είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει από τις γυναίκες ένα σύστημα που η δόμησή του έχει εδώ και αιώνες στηριχθεί στον αντρικό τρόπο σκέψης και δράσης. Είναι πιο εύκολο για τις γυναίκες να ενταχθούν στο σύστημα αντί να το ανατρέψουν.

Ας αναρωτηθούμε λοιπόν ποιες κατηγορίες γυναικών αφορά ο εορτασμός της 8ης Μαρτίου. Αφορά τις παραμελημένες από την Πολιτεία Ρομά που επαιτούν στα φανάρια; Μήπως αφορά τις μετανάστριες και τις προσφυγοπούλες γεμίζουν τα hot spots στη χώρα μας; Ορισμένες από αυτές, κατά τη διάρκεια του μαρτυρικού ταξιδιού τους, έχουν πέσει θύμα φυσικής κακοποίησης, βιασμού, ή  σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Για τους περισσότερους από εμάς παραμένουν σχεδόν αόρατες,  όπως αόρατες παραμένουν και πολλές Μουσουλμάνες που έχουν εγκατασταθεί στη χώρα μας εδώ και χρόνια. Οι επαφές των γυναικών αυτών είναι μεσολαβημένες από τους συζύγους και τους πατεράδες, τους ‘προστάτες’  της οικογένειας. Παρόλο που ζουν πλέον στην Ευρώπη, οι επιλογές που έχουν περιορίζονται στο ελάχιστο. Γυναίκες-φαντάσματα των σύγχρονων πόλεων, γυναίκες που ζουν δίπλα μας μια ζωή εντελώς διαφορετική από τη δική μας.

Το θέμα ασφαλώς δεν είναι να χάσουν τα δικαιώματα που ήδη έχουν οι γυναίκες της μεσαίας τάξης, αλλά να ευαισθητοποιηθούμε απέναντι στις χιλιάδες γυναικών που εξακολουθούν να διαβιώνουν κάτω από απαράδεκτες συνθήκες, ενώ ως κοινωνία παριστάνουμε ότι απλώς δεν υπάρχουν.