Θα αλλάξουμε επιτέλους σελίδα;

Γιώργος Χ. Σωτηρέλης 06 Ιαν 2020

Αναμφίβολα υπάρχουν πολλά ανοιχτά πολιτικά ζητήματα για την νέα χρονιά. Ωστόσο, το κεντρικό διακύβευμα αφορά το ίδιο το πολιτικό σύστημα: θα τολμήσει επιτέλους να γυρίσει σελίδα, εγκαταλείποντας αποπροσανατολιστικά ψευδεπίγραφα, που ταλανίζουν τον δημόσιο βίο και αναπαράγουν τον εσωτερικό διχασμό ;

 

Α. Το πρώτο ψευδεπίγραφο είναι ο «λαϊκισμός», ο οποίος  τα τελευταία χρόνια έχει χρησιμοποιηθεί σε όλους τους τόνους, για να περιγράψει, υποτίθεται, τον αντίπαλο των υγιών πολιτικών δυνάμεων. Ωστόσο ο όρος αυτός πάσχει διττά. Πρώτον διότι είναι ασαφής, καθώς χαρακτηρίζει συλλήβδην και άκριτα, σαν εννοιολογικό «πασπαρτού», διαφορετικές και συχνά ετερόκλητες πολιτικές συμπεριφορές (δημαγωγία, μαξιμαλισμό, αριστερισμό, πολιτική ανευθυνότητα κ.α.τ). Δεύτερον δε διότι αποτελεί, σε τελευταία ανάλυση, μια αυθαίρετη και παραπλανητική  ιδεολογική κατασκευή, με εργαλειακή κατά κανόνα αξιοποίηση.

 

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο λαϊκισμός δεν είναι υπαρκτό και σοβαρό πρόβλημα. Για να αντιμετωπισθεί όμως, πρέπει να  τεθεί  στις πραγματικές του διαστάσεις και να εντοπισθούν, χωρίς στερεότυπα και προκαταλήψεις, οι πολιτικοί εκφραστές του. Ειδικότερα:

 

Ο λαϊκισμός, κατ?ουσίαν, δεν είναι τίποτε άλλο από μια διαστροφή της έννοιας της λαϊκής κυριαρχίας. Για να το πούμε απλά,  λαϊκισμός είναι το να επικαλείσαι επιλεκτικά το άρθρο 1 του Συντάγματος, υπερτονίζοντας το ότι «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό» αλλά αποσιωπώντας επιτηδείως το ότι «ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα». Με άλλα λόγια, το να καλλιεργείς την ψευδαίσθηση ότι ο λαός μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, όπως θέλει και όποτε θέλει, χωρίς θεσμικούς φραγμούς. Αρκεί βεβαίως να έχει έναν ηγέτη που διερμηνεύει «αυθεντικά» την βούλησή του... Ωστόσο, αυτός ο λαϊκισμός –και όχι ο ψευδεπίγραφος– χρωμάτισε κατά καιρούς όλα τα κόμματα της μεταπολίτευσης. Από τον πατερναλιστικό λαϊκισμό του Κ. Καραμανλή, στον δημεγερτικό λαϊκισμό του Α. Παπανδρέου και, πρόσφατα, στον «αντιμνημονιακό» λαϊκισμό του Α. Τσίπρα.

 

Παράλληλα, όμως, δεν πρέπει να παραβλέπουμε και μια άλλη, ακόμη χειρότερη, έκφανσή του: τον «εθνολαϊκισμό», δηλαδή την διπλή διαστροφή της λαϊκής κυριαρχίας, με την υποκατάσταση του έθνους στην θέση του λαού και την αξίωση μιας υπερβατικής αντιμετώπισής του, σαν έννοιας που επικαθορίζει όλους τους θεσμούς. Αυτή η (εθνικιστική εν τέλει) εκδοχή του λαϊκισμού χαρακτηρίζει διαχρονικά –λόγω των ιδιαίτερων ιστορικών καταβολών της– την Δεξιά στην χώρα μας, με ιδιαίτερη μεν έμφαση στην ακροδεξιά (συμπεριλαμβανομένων των ΑΝΕΛ…) αλλά και με ισχυρή επιρροή στην σημερινή ΝΔ. Όχι μόνον  λόγω του Α. Σαμαρά και των ακροδεξιών μεταγραφών από το ΛΑΟΣ (που είναι στη γραμμή Σαλβίνι…) αλλά και διότι αξιοποιήθηκε  προεκλογικά και από την σημερινή ηγεσία της ΝΔ, λόγω της συγκεκριμένης επίλυσης του Μακεδονικού. Επιπλέον δε πρέπει με λύπη να παρατηρήσουμε, ότι η «εθνολαϊκιστική» προσέγγιση υιοθετήθηκε ελαφρά τη καρδία– με ισχυρές ευτυχώς μειοψηφίες– και από το Συμβούλιο Επικρατείας,  με τις δύο ανεκδιήγητες αποφάσεις του για την ιθαγένεια και τα θρησκευτικά…

 

Αυτός είναι λοιπόν ο λαϊκισμός που πρέπει επειγόντως και με αποφασιστικότητα να αντιμετωπισθεί από το πολιτικό μας σύστημα. Αρκεί βέβαια να μην οδηγηθούμε σε μια άλλη, επίσης συχνή, στρέβλωση: στο να πεταχθεί, μαζί με τα απόνερα του (εθνο)λαϊκισμού, και το παιδί, δηλαδή οι γνήσια (φιλο)λαϊκές και πατριωτικές πολιτικές, που ως γνωστόν προκαλούν αλλεργία τόσο στις ιθύνουσες ελίτ όσο και στους πάσης φύσεως «τεχνικούς της εξουσίας».

 

Β. Το δεύτερο ψευδεπίγραφο είναι η «επιστροφή στην κανονικότητα», η οποία συνδέεται –είτε αφελώς είτε μεθοδευμένα– με την  επάνοδο της ΝΔ στην εξουσία και ταυτίζεται βεβαίως με τo προ ΣΥΡΙΖΑ status quo. Ωστόσο αυτή η «κανονικότητα» υπήρχε μόνο στα μυαλά των υποβολέων αυτής της άποψης, είτε πολιτικών είτε δημοσιογράφων. Τι είδους κανονικότητα μπορεί να ήταν ο πελατειασμός, η διαπλοκή οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων και ο καθεστωτισμός, δηλαδή η υποταγή στα πάσης φύσεως κοινωνικοοικονομικά κατεστημένα; Και περαιτέρω: είναι δυνατόν μια τέτοια «κανονικότητα» να χρησιμοποιείται σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ για όλες αυτές τις παθογένειες, που όχι μόνον έριξαν, με τεράστιες τις ευθύνες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, σκιές στην σύγχρονη Δημοκρατία μας αλλά και προκάλεσαν εν τέλει την κρίση;

 

Όχι βέβαια ότι δεν υφίσταται στην χώρα μας σοβαρό πρόβλημα «κανονικότητας». Κάθε άλλο μάλιστα. Αρκεί όμως με τον όρο αυτόν να εννοήσουμε την δημοκρατική κανονικότητα, δηλαδή ένα πλέγμα αρχών, κανόνων και θεσμικών λειτουργιών που έχουν επικρατήσει εδώ και πολλά χρόνια στις πολιτικά προηγμένες χώρες της Ευρώπης, δεσμεύοντας τα κόμματα σε συνθετικές και εποικοδομητικές πρακτικές, με σεβασμό στην διαφορετική άποψη και με υψηλό επίπεδο πολιτικού πολιτισμού. Τέτοια όμως δημοκρατική κανονικότητα δεν υπήρχε ούτε πριν αναλάβει την κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ. Αρκεί να θυμηθούμε, ενδεικτικά, τις αυταρχικές νοοτροπίες και συμπεριφορές επί Κ. Καραμανλή, το «χρονοντούλαπο  της ιστορίας» του Α. Παπανδρέου, τους ρέιντζερς και τους κενταύρους του Ευ. Αβέρωφ, το Ειδικό Δικαστήριο που έστησε για τον Α. Παπανδρέου ο Κ. Μητσοτάκης αλλά και την πολύ πρόσφατη –και άκρως καταστροφική– στάση του Α. Σαμαρά απέναντι στις αγωνιώδεις εκκλήσεις για εθνική συνεννόηση, που του απηύθυνε, μετά από  σωρεία διαχειριστικών λαθών, ο Γ. Παπανδρέου (για να έρθουν βέβαια στην συνέχεια οι Β. Βενιζέλος και Φ. Κουβέλης να τον επιβραβεύσουν, αποδεχόμενοι να γίνει πρωθυπουργός…).

 

Και βεβαίως αυτήν την δημοκρατική κανονικότητα την τορπίλισε ακόμη περισσότερο ο ΣΥΡΙΖΑ, συναγελαζόμενος με την ακροδεξιά στα αλώνια των «αγανακτισμένων» και προσχωρώντας συχνά, χωρίς περίσκεψη, σε έναν αντιδημοκρατικό και άκρως μισαλλόδοξο αντισυστημισμό. Από το σημείο αυτό, όμως, μέχρι του να θεωρήσουμε ότι μόνο η συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αντίθετη στην δημοκρατική κανονικότητα, η απόσταση είναι τεράστια. Δυστυχώς η αλήθεια είναι, κι ας μην αρέσει σε όσους προτιμούν τις εύκολες υπεκφυγές και τα στερεότυπα, ότι σε ολόκληρη σχεδόν την διάρκεια της μεταπολίτευσης πρυτάνευσε, με πολλές έστω διαβαθμίσεις, η όζουσα ολοκληρωτισμού ιδεολογία του «εσωτερικού εχθρού».

 

Με βάση τα παραπάνω, το μεγάλο ζητούμενο για την χώρα δεν είναι η επιστροφή μιας επίπλαστης «κανονικότητας» αλλά η κατάκτηση της δημοκρατικής κανονικότητας, η οποία είναι πλέον απαρέγκλιτη προϋπόθεση για να φθάσουμε επιτέλους, χωρίς ισοπέδωση των ιδεολογικοπολιτικών διαφορών, στις εθνικά απαραίτητες συναινέσεις και συγκλίσεις.

 

Μια τέτοια κατάκτηση, πάντως, δεν είναι εύκολη υπόθεση, καθώς απαιτεί, από όλες τις πολιτικές δυνάμεις που θέλουν να πείσουν για την αξιοπιστία τους, αιδήμονα περισυλλογή, νηφάλιο αναστοχασμό, μείζονες υπερβάσεις αλλά και γενναία και έμπρακτη αυτοκριτική. Είναι προφανές, όμως, ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Αν πράγματι θέλουν ο εορτασμός των διακοσίων χρόνων της ελληνικής ανεξαρτησίας να σηματοδοτήσει μια συνολική αλλαγή παραδείγματος, όπως διακηρύσσουν, τότε το 2020 πρέπει να δώσει την σκυτάλη μιας πραγματικά νέας πορείας στο 2021.

 

Πηγή: www.tanea.gr