Η αλλαγή του εκλογικού νόμου για τις ευρωεκλογές, ενώ παρουσιάζεται πως γίνεται για την ενεργή συμμετοχή των πολιτών, στην ουσία είναι μια ρητορική στην υπηρεσία συγκάλυψης πολιτικών σκοπιμοτήτων και αδυναμιών, η οποία υπαγορεύτηκε από ανάγκες κομματικού τακτικισμού. Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός των εκλογών ουδόλως αναδεικνύεται από τη διαδικασία της σταυροδοσίας.
Τα κόμματα αποποιούνται τον δημοκρατικό και κοινωνικό τους ρόλο και στην ουσία αποδέχονται πως είναι απλοί μηχανισμοί νομής εξουσίας, υπεργολαβοποιώντας την υποχρέωσή τους να αναδείξουν με αξιοκρατικό και δημοκρατικό τρόπο τους υποψηφίους τους. Αντί να λειτουργήσουν δημοκρατικά και να αναδείξουν αυτούς που υπηρετούν καλύτερα τις απόψεις τους, προβαίνουν σε ενδοκομματική πασαρέλα, καταργώντας οποιαδήποτε εσωκομματική διαδικασία.
Η ρύθμιση αυτή μας γυρίζει πολλά χρόνια πίσω. Δεν εντάσσεται ούτε στη συζήτηση για μικρότερες εκλογικές περιφέρειες, ούτε απαντά στα ερωτήματα της ανάδειξης ικανών αλλά όχι αναγνωρίσιμων προσώπων, αλλά διατηρεί τη σχέση διαπλοκής – πολιτικής. Δεν ενισχύει την πολιτική αυτονομία, διαιωνίζει τις διαδρομές του πολιτικού χρήματος και τις προσβάσεις που αυτό δίνει.
Δυστυχώς, είναι η συνέχεια του ξεπεσμένου μεταπολιτευτικού μοντέλου που στηρίζεται στην υποκρισία των πολιτικών και ποντάρει στην αμνησία των πολιτών.
Πριν, μάλιστα, πάρουν αυτή την απόφαση, οι κυβερνώντες επιχειρηματολογούσαν, αλλάζοντας τις ημερομηνίες των δημοτικών εκλογών, εκμεταλλευόμενοι την απουσία σταυροδοσίας στις ευρωεκλογές. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που, με τον ίδιο κυνισμό στο όνομα της ίδιας σκοπιμότητας, αποφάσισαν τον νόμο «περί ευθύνης υπουργών», πρόσθεσαν το bonus των 50 εδρών, δεν αποδέχονται την απλή αναλογική, δεν αυστηροποιούν τον νόμο για το μαύρο χρήμα και αντί να προσπαθήσουν να εξορθολογίσουν το πολιτικό σύστημα, συνεχίζουν τις στρεβλώσεις.
Τελικά, οι «προφάσεις» για την δημοκρατία το μόνο που καταφέρνουν είναι να την πληγώνουν και να επωφελούνται οι εχθροί της.